Το ελληνικό ποδόσφαιρο έχει πολλά προβλήματα. Σε αυτά προστέθηκε ένα ακόμη: τα ηνία της ΕΠΟ αναλαμβάνει πλέον ένας πολιτικός με ακροδεξιές απόψεις και πρακτικές.
Γιατί, ο Τάκης Μπαλτάκος μπορεί να ετοιμάζεται να γράψει ιστορία στο ελληνικό ποδόσφαιρο, αλλά στην πολιτική ιστορία της χώρας έχει ήδη κερδίσει μια θέση ως «συνομιλητής» της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής. Ήταν στις 2 Απριλίου 2014 όταν ανέβηκε ένα βίντεο που κατέγραφε μια συνομιλία του τότε βουλευτή της Χρυσής Αυγής και ήδη κατηγορούμενου για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση Ηλία Κασιδιάρη και του γενικού γραμματέα της κυβέρνησης Πάναγιώτη Μπαλτάκου.
Στη συνομιλία αυτή, ο Μπαλτάκος εμφανίζεται όχι απλώς να συνομιλεί με τον Κασιδιάρη, αλλά και να αμφισβητεί ουσιαστικά το εάν και σε ποιο βαθμό έπρεπε να είχαν γίνει οι παραπομπές, να υποστηρίζει ότι «δεν υπήρχαν στοιχεία» (για αυτούς που το 2020 καταδικάστηκαν) και συνολικά να αποδέχεται το «αφήγημα» των χρυσαυγιτών ότι η σε βάρος τους δίωξη ήταν μια σκευωρία.
Ήταν αυτή η συνομιλία που οδήγησε την αποπομπή του από τη θέση του γενικού γραμματέα της κυβέρνησης Σαμαρά και ουσιαστικά στην απομάκρυνσή του από την Νέα Δημοκρατία, καθώς δεν έπεισε η προσπάθειά του να υποστηρίξει ότι όλα αυτά τα έλεγε για να κρατάει την επαφή με τους χρυσαυγίτες.
Άλλωστε, είχαν υπάρξει εντονότατες διεθνείς αντιδράσεις. «Εξοργιστική» χαρακτήρισε την περίπτωση Μπαλτάκου ο πρόεδρος του Παγκόσμιου Εβραϊκού Κογκρέσου Ρόναλτ Λόντερ, ενώ ο εκτελεστικός διευθυντής της Αμερικανοεβραϊκής Επιτροπής (AJC) Ντέιβιντ Χάρις θα υποστηρίξει ότι «η συνάντηση με τη Χρυσή Αυγή είναι αρκετά σοκαριστική από μόνη της, αλλά το να εκφράζει κανείς συμπάθεια για το κόμμα –ή για την ακρίβεια για την εγκληματική οργάνωση, όπως έχει ανακηρυχθεί από την κυβέρνηση– είναι απίστευτο».
Στη δίκη της Χρυσής Αυγή θα εμφανιστούν επιπλέον στοιχεία για τις στενές επαφές του Μπαλτάκου με τους νεοναζί βουλευτές, που παρέπεμπαν ακόμη και σε σχεδόν καθοδήγησή τους για το πώς θα ψηφίσουν. Μάλιστα σε ένα μήνυμά του ο καταδικασμένος για ένταξη και συμμετοχή στη Χρυσή Αυγή τότε βουλευτής Παναγιώτης Ηλιόπουλος γράφει για τον Μπαλτάκο «Είναι χα βαμένος», με «χα» να σημαίνει «Χρυσή Αυγή».
Άλλωστε, η προσπάθεια να δοθεί η εντύπωση ότι «δεν τα εννοούσε» θα δεχτεί κρίσιμο πλήγμα και από τον ίδιο τον «Φύρερ» της νεοναζιστικής οργάνωσης Νίκο Μιχαλολιάκο που σε ομιλία του στη Βουλή θα υποστηρίξει ότι είχε γνωρίσει τον Μπαλτάκο πολύ παλαιότερα στα γραφεία της ακροδεξιάς (και αργότερα αναμειγμένης στο πραξικόπημα κατά του Μακάριου στην Κύπρο) ΕΟΚΑ Β’ το 1973 και από άλλους «εθνικιστικούς αγώνες»:
«Αυτά που είπε ο Μπαλτάκος στο συναγωνιστή μου Κασιδιάρη είναι αληθινά, γιατί μου τα είχε πει και εμένα διά ζώσης. Τον Μπαλτάκο δεν τον ξέρει κανείς σας νωρίτερα απ’ ό,τι εγώ. Εγώ γνώρισα τον Μπαλτάκο ως μαθητής σε εθνικιστικούς αγώνες το 1973 στο γραφείο της ΕΟΚΑ Β’ που αντιπροσώπευε τον Στρατηγό Γρίβα Διγενή και μετά στο εθνικιστικό κίνημα. […] Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι ότι όποτε ήθελε να μου πει κάτι ο Τάκης Μπαλτάκος, για λόγους ασφαλείας, μου έλεγε να βγούμε στο μπαλκόνι γιατί φοβόταν κοριούς και κάμερες»
Άλλωστε, η Χρυσή Αυγή και παλαιότερα είχε να πει μια καλή κουβέντα για τον Τάκη Μπαλτάκο, παρότι ο τελευταίος ήταν τότε στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας. Το 2005 λίγο μετά την έκδοση του βιβλίου του «Το τέλος του Εφιάλτη» το περιοδικό της Χρυσής Αυγής αναφέρεται σε αυτό με διθυραμβικό τρόπο.
Το βιβλίο αναφέρεται ως «κορυφαίο στο είδος του», ότι «συγκλονίζει από τις πρώτες σελίδες του», ενώ για τον Μπαλτάκο αναφέρεται ότι «Ο Ελλην συγγραφέας Π.Δ. Μπαλτάκος κάνει αυτό που θα έπρεπε να κάνουν όλοι όσοι ασχολούνται με την αρχαία Ελλάδα […] καταρρίπτει την άθλια φήμη, που κατά καιρούς διέδωσαν εγχώριοι και ξένοι κομπλεξικοί, που θέλει τους αρχαίους προγόνους μας να κινούνται μεταξύ ομοφυλοφιλίας και οργίου».
Μάλιστα, ένα από τα θέματα με τα οποία ασχολείται ο Μπαλτάκος στα βιβλία του, δηλαδή την Κρυπτεία στην αρχαία Σπάρτη, ένα είδος παραστρατιωτικής οργάνωσης που ακολουθούσε σκληρή εκπαίδευση και πραγματοποιούσε τη νύχτα δολοφονίες ειλώτων, είναι από τα αγαπημένα της Χρυσής Αυγής που συχνά εξυμνούσε τη δράση της Κρυπτείας στην αρχαιότητα ως παράδειγμα και για το σήμερα.
Από το «μπλοκαρισμένο» αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, στην προσπάθεια δημιουργίας ακροδεξιού πόλου
Όμως, η ακροδεξιά πολιτική πρακτική του Τάκη Μπαλτάκου δεν περιορίστηκε στον ρόλο «συνομιλητή» των χρυσαυγιτών. Ο Μπαλτάκος έχει κατηγορηθεί από τον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης Αντώνη Ρουπακιώτη ότι «μπλόκαρε» το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο που είχε ετοιμάσει το 2013 το υπουργείο Δικαιοσύνης. «Ενώ είμαστε έτοιμοι, στην κυριολεξία, να στείλουμε τον τόμο στη γενική γραμματεία της κυβέρνησης, έρχεται το μήνυμα από το Μαξίμου: ΣΤΟΠ, δεν περνάει αυτό το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο. […] Και ανακοινώθηκε εκ των υστέρων ότι ανέλαβε αυτό το νομοσχέδιο να το επεξεργαστεί ο γενικός γραμματέας, κύριος Μπαλτάκος, και ο υπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, κύριος Σταμάτης. Ξέρετε ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Αυτός ο νόμος να ψηφιστεί το 2014, ενώ είχε δολοφονηθεί ο Παύλος Φύσσας».
Ο ίδιος ο Μπαλτάκος έχει παραδεχτεί ότι όντως σταμάτησε το νομοσχέδιο γιατί δεν ήθελε να φύγουν ψηφοφόροι από τη ΝΔ που θα διαφωνούσαν με το νομοσχέδιο και θα μετακινούνταν σε πιο δεξιούς χώρους.
Και βέβαια η μετέπειτα πολιτική διαδρομή του Μπαλτάκου, πριν στραφεί προς τα τεκταινόμενα στο ελληνικό ποδόσφαιρο σαφώς στα όρια της ελληνικής ακροδεξιάς ήταν, ή, εάν προτιμάτε, της «δεξιάς της δεξιάς».
Τον Ιούλιο του 2018 θα συνυπογράψει κοινή δήλωση με τον διαγραμμένο από τους ΑΝΕΛ βουλευτή Δημήτρη Καμμένο με την οποία ανακοίνωναν «την πρόθεση μας για την ίδρυση ενός δεξιού κόμματος με περαιτέρω σκοπό την διευκόλυνση σχηματισμού ενός ευρύτερου Πατριωτικού Μετώπου, έτσι ώστε αφενός μεν να αποφευχθεί η παράδοση του ονόματος της Μακεδονίας σε Σλάβους, αφ’ ετέρου δε να απομακρυνθεί από την εξουσία η αριστερή κυβέρνηση, που όχι μόνο προχώρησε σε αυτή την ιεροσυλία, αλλά παράλληλα αποτελεί προφανή τροχοπέδη για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.»
Λίγους μήνες αργότερα θα ανακοινωθεί από τους Καμμένο και Μπαλτάκο η ίδρυση του κόμματος «Δύναμη Ελληνισμού», ως «πραγματικά πατριωτικού κόμματος».
Η ανακοίνωση της ίδρυσης του κόμματος θα περιγράφει ότι όραμά του είναι «η καταχώρηση και η μεταλαμπάδευση της ελληνικής παιδείας και η διάχυση του ελληνικού πολιτισμού και της Ορθοδοξίας» και η στρατηγική του περιλαμβάνει «την εθνική ανεξαρτησία με τις υφιστάμενες διεθνείς συνεργασίες, χωρίς την εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας σε πτυχές ζωτικής σημασίας». Παράλληλα, η ανακοίνωση υπογράμμιζε ότι «πατρίδα μας είναι ο οικουμενικός ελληνισμός και οικία μας η πατροπαράδοτη ελληνική οικογένεια. Μόνη ελπίδα για τους εργαζόμενους είναι η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη, την οποία οι αριστερές ιδέες και πρακτικές παρεμποδίζουν. Η πληθυσμιακή και θρησκευτική αλλοίωση του ελληνικού λαού πρέπει να διακοπεί. Η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική» τονίζεται, μεταξύ άλλων, στο προοίμιο της ιδρυτικής διακήρυξης του κόμματος.
Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια για ευρύτερη συσπείρωση του ακροδεξιού χώρου δεν θα ευοδωθεί και ο Μπαλτάκος θα επιλέξει στις ευρωεκλογές του 2019 να είναι υποψήφιος με τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου. Η συμμετοχή του δεν θα συμβάλει μάλλον στην εκλογική δυναμική του κόμματος του πρώην υπουργού Εθνικής Άμυνας, καθώς οι 45.148 ψήφοι και το ποσοστό 0,8% θα φέρουν τους ΑΝΕΛ μόλις στην 15η θέση μεταξύ των κομμάτων που συμμετείχαν.
Ο λάθος άνθρωπος στη λάθος θέση
Το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι σε μια κρίσιμη συγκυρία. Το πώς διοικείται η ΕΠΟ έχει να κάνει με το εάν μπορεί να ξαναβρεί τη χαμένη αξιοπιστία και να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο της ανυποληψίας. Αυτό, με τη σειρά του έχει να κάνει, με ζητήματα όπως είναι η πάλη κατά της χειραγώγησης της διαιτησίας ή η αυστηρή τήρηση του πειθαρχικού δικαίου.
Ως προς αυτά η «προϋπηρεσία» του Μπαλτάκου καμία αισιοδοξία δεν γεννά. Ως προς το πειθαρχικό δίκαιο υπάρχει η εμπλοκή του ως δικηγόρου του ΠΑΟΚ στην υπόθεση της «πολυϊδιοκτησίας» και ως προς την ΕΠΟ μόνο τυχαίο δεν είναι ότι η πρώτη δήλωσή του ήταν ότι η διαιτησία είναι αποκλειστική υπόθεση της ΕΠΟ, την ώρα που ξέρουμε πολύ καλά ότι ένα από τα προβλήματα του ποδοσφαίρου είναι ακριβώς η χειραγώγηση της διαιτησίας και ο ρόλος της ΕΠΟ σε αυτή.
Όμως, υπάρχει και ένα συνολικότερο θέμα. Το ποδόσφαιρο παραμένει το πιο δημοφιλές άθλημα στη χώρα μας. Είναι βαθιά λαϊκό και συνάμα το σημείο όπου συναντιούνται άνθρωποι από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και με διαφορετικές κοινωνικές προοπτικές. Άνθρωποι που η αγάπη για την μπάλα τους κάνει να γίνονται κοινότητα.
Γι’ αυτό και το ποδόσφαιρο έχει ανάγκη να είναι ανοιχτό, φιλόξενο, ανεκτικό στη διαφορά. Να χωρά Έλληνες και μετανάστες, τη «μεσαία τάξη» και την εργατιά, ανθρώπους από όλο το πολιτικό φάσμα. Γι’ αυτό και είναι από τη φύση του ένα «δημοκρατικό» άθλημα.
Ειδικά ο ρατσισμός είναι μεγάλη απειλή για το ποδόσφαιρο. Επειδή, οι ποδοσφαιρικές ταυτίσεις ενσωματώνουν και άλλες «ταυτότητες», εθνικιστικές ή ρατσιστικές απόψεις συχνά εκφράζονται μέσω του ποδοσφαίρου. Όμως, αυτό είναι επικίνδυνο για το ίδιο το άθλημα, γιατί το συνδέει με επικίνδυνες διαιρέσεις μέσα στην κοινωνία και τελικά μέσα στην κερδίδα.
Γι’ αυτό και το «Όχι στον ρατσισμό» είναι εδώ και χρόνια μία από τις βασικές καμπάνιες της UEFA. Πράγμα λογικό αφού έχει τεράστια σημασία το πιο δημοφιλές άθλημα στον πλανήτη να στέλνει το μήνυμα ότι αρνείται τον ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία και τη βία.
Γι’ αυτό και είναι σαφές γιατί ο Τάκης Μπαλτάκος εξακολουθεί να μην είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να οδηγήσει το ελληνικό ποδόσφαιρο στη νέα εποχή και να το βγάλει από μια βαθιά κρίση,
Το γεγονός ότι καμία αναφορά δεν έκανε μετά την εκλογή του στην «Ολιστική Μελέτη», παρότι αυτή την επεξεργάστηκαν οι διεθνείς ομοσπονδίες ακριβώς ως τον οδικό χάρτη για να αποφύγουμε το ποδοσφαιρικό Grexit λέει πολλά για το πώς σκοπεύει να διοικήσει το ελληνικό ποδόσφαιρο ο Μπαλτάκος. Και σε αντίθεση με όσα λέει, καθόλου «σφουγγάρι» δεν είναι. Μάλλον «στο ίδιο έργο θεατές» θα είμαστε.