Το τελευταίο διάστημα οι οικονομίες και κεφαλαιαγορές διεθνώς βρίσκονται ή έχουν διαβεί ένα σημείο καμπής όπου ύστερα από μια μακρά περίοδο αρνητικών και πολύ χαμηλών επιτοκίων και απεριόριστης χρηματοδότησης της οικονομίας, λόγω αρχικά ελλείψεων στην εφοδιαστική αλυσίδα ως επακόλουθο της πανδημίας COVID-19, βρίσκονται αντιμέτωπες με τη ραγδαία αύξηση του πληθωρισμού. Η αύξηση αυτή, που επιταχύνθηκε λόγω και του πολέμου στην Ουκρανία, προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις, αυξάνοντας τα επιτόκια, προκαλώντας μείωση της κατανάλωσης, της αναμενόμενης ανάπτυξης και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων.
Πόσο όμως προετοιμασμένες είναι η ελληνική οικονομία και οι επιχειρήσεις για να αντιμετωπίσουν τα νέα δεδομένα;
Τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές τράπεζες μείωσαν δραστικά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, βελτιώνουν σταθερά την κεφαλαιακή τους επάρκεια, αύξησαν σημαντικά τις καταθέσεις (από €135 δισ. τον Δεκέμβριο του 2018 σε €180 δισ. τον Δεκέμβριο του 2021), βελτιώνοντας έτσι τη δυνατότητά τους να αυξήσουν τις χρηματοδοτήσεις ιδιωτών και επιχειρήσεων. Παράλληλα, αρκετές μεσαίες και μεγαλύτερες επιχειρήσεις έχουν διευρύνει τις πηγές χρηματοδότησής τους μέσω των διεθνών κεφαλαιαγορών αλλά και της αγοράς ομολόγων που δημιουργήθηκε στο Χρηματιστήριο Αθηνών (ΧΑ). Ενδεικτικά, το υπόλοιπο των εισηγμένων εταιρικών ομολόγων από €3,1 δισ. το 2012 έφθασε τα €11,4 δισ. τον Απρίλιο του 2022, με τα €2,9 δισ. από αυτά να έχουν αντληθεί από το ΧΑ. Επιπλέον, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) θα μπορούν τα επόμενα 4 χρόνια να διατεθούν δάνεια ύψους περισσότερο από €12 δισ. από τους δημόσιους πόρους του RRF, τα οποία μαζί με τη συμμετοχή των τραπεζών και την ιδία συμμετοχή των επιχειρήσεων μπορούν να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις ύψους μέχρι €30 δισ. περίπου. Τέλος, σημαντικά κονδύλια πρόκειται να επενδυθούν τόσο από το σκέλος των επιχορηγήσεων του RRF (€18 δισ. περίπου), το ΕΣΠΑ 2021-2027 (€26 δισ.) όσο και από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, κονδύλια που εκτιμάται ότι θα υποστηρίξουν την ανάπτυξη της οικονομίας με ταχύτερο ρυθμό από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε επίσης μια σημαντική αύξηση των καθαρών άμεσων ξένων επενδύσεων (net FDI inflows) (€4,8 δισ. το 2021 έναντι €3,4 δισ. το 2018), των εξαγορών και συγχωνεύσεων (περίπου €4,3 δισ. το 2021 έναντι €3,8 δισ. το 2018), αλλά και των επενδύσεων σε μικρότερες νεοφυείς και αναπτυσσόμενες εταιρείες (scale up), από επενδυτικά κεφάλαια (Venture Capital & Private Equity Funds) που δραστηριοποιούνται με βάση την Ελλάδα και από το εξωτερικό, δημιουργώντας ένα πιο δυναμικό οικοσύστημα, το οποίο υποστηρίζει τη δημιουργία μεγαλύτερων, πιο ανθεκτικών και πρωτίστως πιο διεθνοποιημένων επιχειρήσεων. Τέλος, παρατηρείται μια σημαντική μείωση της ανεργίας, ενώ και οι μειώσεις των φορολογικών συντελεστών κερδών και μερισμάτων, η αναστολή της έκτακτης εισφοράς, μεταξύ άλλων, βελτίωσαν το επενδυτικό κλίμα.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει άμεσα να προσαρμοστούν στα νέα και πιο δυσμενή δεδομένα, να διατηρήσουν την ανθεκτικότητά τους, αλλά και να συνεχίσουν να αναπτύσσονται και να επενδύουν δίνοντας έμφαση στην εξωστρέφεια, στην καινοτομία και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους. Ωστόσο, στην τρέχουσα μεταστροφή των διεθνών οικονομικών δεδομένων οι ελληνικές τράπεζες και επιχειρήσεις είναι καλύτερα προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις, ενώ υπάρχουν διαθέσιμα πολλά χρηματοδοτικά σχήματα και εργαλεία να υποστηρίξουν τη χρηματοδότηση της ανάπτυξής τους.
Ο κ. Αλέξης Δαμαλάς είναι Financial Advisory Leader & Equity Partner της Deloitte Ελλάδας.