Το μεγαλύτερο μέρος του νησιωτικού συμπλέγματος της Γαλλικής Πολυνησίας βρίσκεται πια λιγότερο από 2 μέτρα πάνω από τη στάθμη θάλασσας και θα μπορούσε να εξαφανιστεί τις προσεχείς δεκαετίες.
Στις Νήσους Μάρσαλ, προβλέπεται ότι ορισμένες περιοχές θα συρρικνωθούν τόσο έως το 2025, που δεν θα έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό.
Οι αρχές του Κιριμπάτι αγόρασαν περίπου 22 τετραγωνικά χιλιόμετρα γης στα νησιά Φίτζι ως λύση έκτακτης ανάγκης για τη μεταφορά της αγροτικής παραγωγής ή ακόμη και της μετεγκατάστασης του πληθυσμού, όταν και εφόσον χρειαστεί.
Οι Νήσοι Κουκ εξετάζουν επισταμένως το ζήτημα της θαλάσσιας δικαιοδοσίας, σε περίπτωση που ο ωκεανός «καταπιεί» τη χώρα.
Το Τουβαλού έχει ήδη θέσε σε εφαρμογή σχέδιο για την ψηφιοποίηση όλων των κυβερνητικών υπηρεσιών και την αρχειοθέτηση της ιστορίας και του πολιτισμού του, στήνοντας ένα «ψηφιακό κράτος» που θα διατηρήσει την εθνική κυριαρχία, ακόμη και αν εξαφανιστεί ως έδαφος από προσώπου γης.
Για τα μικρά νησιωτικά κράτη στον Ειρηνικό Ωκεανό, οι ολέθριες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής δεν είναι μια πρόκληση του μέλλοντος, αλλά ήδη πραγματικότητα και υπαρξιακό ζήτημα.
Δεν είναι μόνο η στάθμη της θάλασσας που τα απειλεί. Οι πόροι τους και οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις τους λιγοστεύουν. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα που τα πλήττουν γίνονται πιο έντονα και πιο συχνά.
Πληρώνοντας ολοένα και βαρύτερο τίμημα από τις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη, απευθύνουν εδώ και χρόνια δραματικές εκκλήσεις στη διεθνή κοινότητα για την ανάληψη κοινής, συντονισμένης δράσης.
Τώρα, καθώς ειδικοί κρούουν «καμπανάκια» και οι κυβερνήσεις ενεργοποιούνται, για ορισμένα ο χρόνος δείχνει να μετρά αντίστροφα.
Σημαντικό τμήμα του πληθυσμού τους αναγκάζεται σε εσωτερικό εκτοπισμό ή σε μετεγκατάσταση σε άλλες χώρες.
Όχι τυχαία, σχεδόν σε όλα έχει ανάψει η δημόσια συζήτηση για την προστασία της κυριαρχίας τους και της ιθαγένειας των πολιτών τους, σε περίπτωση που τα πιο ζοφερά σενάρια γίνουν πραγματικότητα και η ύπαρξή τους ανήκει πια στα βιβλία της Ιστορίας.
Οι ανιθαγενείς της κλιματικής αλλαγής
Το θέμα απασχολεί πια έντονα και τον ηπειρωτικό «γίγαντα» στη γεωγραφική «γειτονιά» του Κεντρικού και Νότιου Ειρηνικού και ως εκ τούτου δημοφιλή -αν και «αφιλόξενο»- προορισμό των μεταναστευτικών ροών από τα νησιά της περιοχής: την Αυστραλία.
Ο εντεινόμενος προβληματισμός αποτυπώνεται σε μια νέα έκθεση, που συντάχθηκε από το επιστημονικό προσωπικό τριών συνεργαζόμενων ιδρυμάτων: το Κέντρο Kaldor του Πανεπιστημίου της Νέας Νότιας Ουαλίας, το Κέντρο Peter McMullin του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης και το Πανεπιστήμιο Τεχνολογίας του Σίδνεϊ (UTS).
Κατατοπιστικός, ο τίτλος της είναι «Το μέλλον της ιθαγένειας στον Ειρηνικό».
Και αποτελεί μια πρώτη εις βάθος ματιά στους νομικούς κινδύνους της ανιθαγένειας και της απώλειας εθνικότητας λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Σε αντίθεση με προηγούμενες έρευνες που επικεντρώθηκαν στο εάν μια χώρα βυθισμένη πια στο νερό μπορεί να διατηρήσει την κρατική υπόστασή της, η νέα έκθεση εστιάζει περισσότερο στο σήμερα και στους υφιστάμενους κινδύνους.
Έχει ως αφετηρία της το προφανές: ότι οι άνθρωποι θα έχουν εγκαταλείψει τη χώρα τους πολύ πριν αυτή εξαφανιστεί από προσώπου Γης.
Ως εκ τούτου καλούν τις εν λόγω χώρες να υιοθετήσουν συγκεκριμένες νομικές διασφαλίσεις κατά της ανιθαγένειας, προκειμένου να διαφυλάξουν τα δικαιώματα των πολιτών τους.
Μεταξύ αυτών συνιστούν τροποποιήσεις στη νομοθεσία τους για την κατάργηση της απώλειας ιθαγένειας λόγω διαμονής στο εξωτερικό και για μέριμνα στη χορήγηση της ιθαγένειας σε παιδιά που γεννιούνται από πολίτες τους εκτός των εθνικών συνόρων.
Ανάλογες κινήσεις, τονίζουν, θα επιτρέψουν στα μικρά κράτη του Ειρηνικού να προστατέψουν τους πολίτες τους από τον κίνδυνο της ανιθαγένειας τώρα και στο μέλλον.
«Ο νόμος περί ιθαγένειας είναι ένα επίσημο μέσο διατήρησης της εθνικής ταυτότητας και δικαιωμάτων όπως του εκλέγειν και εκλεγέσθαι και, τελικά, της αυτοδιάθεσης», επισημαίνει η Μισέλ Φόστερ, καθηγήτρια Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης και μια εκ των συντακτών της έκθεσης.
Συνολικότερα, εξηγεί, «σκοπός αυτής της έκθεσης είναι να φέρει το θέμα της ανιθαγένειας λόγω της κλιματικής αλλαγής στο επίκεντρο της προσοχής της διεθνούς κοινότητας και να ξεκινήσει μια επί της ουσίας συζήτηση για τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν τώρα».
Κλιματικοί μετανάστες ή πρόσφυγες;
Ήδη η υπερθέρμανση του πλανήτη προσμετράται στους βασικούς παράγοντες του φαινομένου της ανιθαγένειας.
Της κατάστασης δηλαδή όπου ένας άνθρωπος δεν αναγνωρίζεται ως πολίτης καμίας χώρας, με αποτέλεσμα να στερείται θεμελιωδών δικαιωμάτων και πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες.
Σήμερα, 62 χρόνια από την υιοθέτηση της Σύμβασης του ΟΗΕ για τη Μείωση της Ανιθαγένειας, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες υπολογίζει -βάσει των επίσημων στοιχείων- ότι υπάρχουν συνολικά 4,2 εκατομμύρια απάτριδες, διασκορπισμένοι σε περίπου 94 χώρες.
Στην πραγματικότητα, ο αριθμός τους εκτιμάται ότι είναι πολύ μεγαλύτερος.
«Νέες παγκόσμιες προκλήσεις, όπως ο κοροναϊός και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής προστίθενται σε άλλες επίμονες προκλήσεις», επισημαίνει ο Φιλίππο Γκράντι, Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, «καταδεικνύοντας πόσο κρίσιμης σημασίας είναι το δικαίωμα στην ιθαγένεια».
Ως κύριοι λόγοι για την απώλειά της αναφέρονται η ύπαρξη κενών στις εθνικές νομοθεσίες, οι αλλαγές συνόρων, η δημιουργία νέων κρατών και ο αφανισμός υφιστάμενων.
Παράμετροι, στις οποίες η κλιματική αλλαγή επιδρά πια ως επιταχυντής.