Και προφανώς σήμερα δεν απαντώ (τετράκις) στον καλό δημοσιογράφο αλλά στους «κακούς» που ελέγχουν αν είμαι από τη «σωστή πλευρά της Ιστορίας», αν πίνω όλο το γάλα μου το πρωί, αν φρίττω ή παθιάζομαι με τα «Άνθη του κακού», αν αναζητώ ακόμα τη νοσταλγία της χαμένης συνέχειας στη μήτρα της μάνας μου, αν η παράβαση για μένα – όπως και για τον Μπατάιγ- δεν εμπεριέχει τη διάσταση του αρνητικού αλλά αντίθετα καταφάσκει στο απεριόριστο ζητώντας να σταθμίσει το περιορισμένο των καλών ανθρώπων, αν μπορώ διαρκώς να θέλω και αυτό που δεν θέλω, αν -παρότι δεν διαβάζω πλέον τον Σαρτρ-προσπαθώ να καταλάβω την φράση του: «Η ελευθερία για να είναι ιλιγγιώδης πρέπει να επιλέξει να έχει απεριόριστα άδικο», αν με προβλημάτισε «Το σπίτι του Τζακ» του Λαρς φον Τρίερ, αν με γοήτευσε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και το καλοσυνάτο της μειδίαμα μπρος στον Ερντογάν, αν η φρίκη αποτελεί μέτρο του έρωτα, αν -όπως ο Προυστ- αντιλαμβάνομαι κι εγώ «το ασυμβίβαστο της αστυνομίας με την γενναιοψυχία του λαού», αν, όπως προχθές ο Γκοντάρ, θα ήθελα να τινάξω ξανά τις Κάννες στον αέρα δηλώνοντας πως «Βρούτος, Νέρωνας, Μπάϊντεν ή Πούτιν -δεν έχουν αλλάξει και πολλά από τότε».
Απαντώ όμως «πέραν του Καλού και του Κακού» -και σε όσους δεν καταλαβαίνουν το «πέραν» και πως το «Κακό» είναι μία δυνατότητα που διανοίγεται μόνο μέσα από τη συνάντησή του με το «Καλό», δείχνοντας πως το τυφλό σημείο της πρωτοκαθεδρίας του «Καλού» -στα καθ’ ημάς- έγκειται στην απλοϊκή αντιπαράθεση των δύο αυτών όρων, παραγνωρίζοντας ότι το «κάνε το καλό» χρειάζεται «γιαλό» για να το «ρίξεις», μια που η λεγόμενη «κατηγορική προστακτική» ενός Καντ είναι η διαδικασία μιας αλήθειας μισοειπωμένης.
Την άλλη μισή, την κρύβουν οι «καλοί» κάτω από την άμμο της Μαριούπολης -μη έχοντας προβλέψει (από καλωσύνη;) πως αργά ή γρήγορα θα την ανέσκαπταν οι «κακοί».