«Στις σκέψεις και στις προσευχές μας» – αυτή ήταν η δέσμευση πολλών Αμερικανών μετά τη δολοφονία, την περασμένη Τρίτη, 19 παιδιών ηλικίας 7-10 ετών και δύο δασκάλων τους όταν ο 18χρονος Σαλβαδόρ Ράμος άνοιξε πυρ εναντίον τους στο σχολείο τους, στο Γιουβάλντι του Τέξας.
Ο Ράμος σκοτώθηκε από τους αστυνομικούς που έσπευσαν στο σχολείο. Είχε αγοράσει τα όπλα νόμιμα λίγες ημέρες πριν από τις δολοφονίες, έχοντας μόλις κλείσει τα 18. Πριν πάει στο σχολείο, πυροβόλησε τη γιαγιά του. Παλιοί συμμαθητές του ανέφεραν ότι ήταν μοναχικό παιδί, χωρίς φίλους, ότι είχε πέσει θύμα εκφοβισμού, ότι είχε ψυχολογικά προβλήματα. Αν ζούσε σε άλλη χώρα, ο «προβληματικός» έφηβος θα είχε ίσως τσακωθεί με συνομηλίκους του, θα είχε δώσει και θα είχε φάει ξύλο, θα είχε προκαλέσει φθορά ξένης περιουσίας. Στις ΗΠΑ όμως είχε τη δυνατότητα να αγοράσει όπλα και να σκοτώσει 21 ανθρώπους. Οι οποίοι δεν θα αναστηθούν ούτε με σκέψεις ούτε με προσευχές.
«Γιατί συμβαίνουν μόνο εδώ;»
Μόλις πληροφορήθηκε την τραγωδία στο Γιουβάλντι, ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν αναρωτήθηκε «για όνομα του Θεού, πότε επιτέλους θα πάψουμε ως χώρα να επιτρέπουμε τέτοιες σφαγές;» και «γιατί τέτοια περιστατικά συμβαίνουν μόνο στις ΗΠΑ;». Ο Μπάιντεν γνωρίζει την απάντηση: αυτά συμβαίνουν γιατί στις ΗΠΑ είναι πολύ εύκολο οποιοσδήποτε πολίτης άνω των 18 ετών να αγοράσει πυροβόλο όπλο και να το χρησιμοποιήσει. Γιατί η αμερικανική κουλτούρα των όπλων (οπλοκατοχή και οπλοχρησία) εγγράφεται στη θλιβερή παράδοση του αμερικανικού εξαιρετισμού. Και γιατί όσες προσπάθειες έχουν καταβληθεί από τους Δημοκρατικούς για θέσπιση ομοσπονδιακής νομοθεσίας για τον περιορισμό της οπλοκατοχής δεν έχουν φέρει σημαντικά αποτελέσματα.
Τα εμπόδια των Ρεπουμπλικανών
Ο ίδιος ο Μπάιντεν, ως γερουσιαστής, κατάφερε το 1994 να περάσει νόμο που περιόριζε τη χρήση των όπλων. Ομως η ισχύς του νόμου έληξε το 2004. Εκτοτε οι Ρεπουμπλικανοί εμποδίζουν κάθε σχετική νομοθετική πρωτοβουλία: η υποστήριξη του δικαιώματος της οπλοκατοχής συνδέεται άμεσα με την επανεκλογή τους. Ακόμη και αν ένα σχετικό νομοσχέδιο περνούσε από τη Βουλή, θα ήταν αδύνατον να συγκεντρώσει τις 60 ψήφους (επί συνόλου 100) που απαιτούνται ώστε να ψηφιστεί και από τη Γερουσία. Η σύνθεση της σημερινής Γερουσίας (48 Δημοκρατικοί γερουσιαστές, δύο ανεξάρτητοι και 50 Ρεπουμπλικανοί) δεν είναι ευνοϊκή για να πάψει η Αμερική να είναι η χώρα των 331 εκατομμυρίων κατοίκων και των 400 εκατομμυρίων όπλων (στοιχεία του 2018, της ανεξάρτητης οργάνωσης Small Arms Survey).
Το Δεύτερο Αρθρο, ηλικίας… 231 ετών
Η υποστήριξη της οπλοκατοχής αποτελεί ένα είδος προαπαιτούμενου για τους Ρεπουμπλικανούς πολιτικούς. Αν θέλουν να εκλεγούν, οφείλουν να αποδείξουν ότι τηρούν το περιώνυμο Δεύτερο Αρθρο του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο οι Αμερικανοί έχουν δικαίωμα να φέρουν όπλα. «Ο μόνος τρόπος για να σταματήσεις έναν κακό άνθρωπο με όπλο είναι ένας καλός άνθρωπος με όπλο» είναι το σύνηθες επιχείρημα Ρεπουμπλικανών πολιτικών αλλά και του πανίσχυρου λόμπι υπέρ της οπλοκατοχής, του NRA (Eθνική Οργάνωση Οπλων). Δεν έχει σημασία ότι το Δεύτερο Αρθρο του Συντάγματος επικυρώθηκε από το Κογκρέσο το 1791 (!). «Πώς μπορούν», γράφει η Τζέσικα Ουίντερ στον «New Yorker», «οι σημερινοί Ρεπουμπλικανοί πολιτικοί του Τέξας να δεχθούν τη δολοφονία των παιδιών στο σχολείο του Γιουβάλντι ως το κόστος για να τιμήσουν τους πατέρες του έθνους, οι οποίοι ψήφισαν το δικαίωμα των πολιτών να αμύνονται με τα «μουσκέτα» (σ.σ.: μακριά πυροβόλα στα οποία μπορούσαν να προστεθούν ξιφολόγχες) έναντι υποτιθέμενης τυραννίας της κυβέρνησής τους;».
Δεν είναι όμως μόνο η υποτιθέμενη τυρρανία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης που ενοχλεί τους υπέρμαχους της οπλοκατοχής. Σύμφωνα με την Αμάντα Τάουμπ των «New Υork Times», η ιστορική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ του 1954, με την οποία εκρίθη αντισυνταγματικός ο φυλετικός διαχωρισμός των μαθητών στα σχολεία, πυροδότησε έντονες αντιδράσεις κυρίως στις Πολιτείες του αμερικανικού Νότου, οι συντηρητικοί κάτοικοι των οποίων ένιωσαν ότι απειλούνται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και το Ανώτατο Δικαστήριο. Επρεπε πάση θυσία να υπερασπίσουν τις αξίες τους: την οικογένεια, τη θρησκεία.
«Να οπλιστούν οι δάσκαλοι»!
Το γεγονός συνέβαλε στο να εξελιχθεί η οπλοκατοχή σε μείζον και διχαστικό ζήτημα για την αμερικανική κοινωνία. Και στη σημερινή συγκυρία, σε κλίμα ακραίας πόλωσης – με τον κοινωνικό «πόλεμο» εν όψει της ενδεχόμενης ανατροπής της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου του 1973 για τις αμβλώσεις, τον πληθωρισμό στα υψηλότερα επίπεδα τεσσαρακονταετίας – οι οιωνοί εν όψει των εκλογών του Νοεμβρίου για το Κογκρέσο, όπου οι Δημοκρατικοί κινδυνεύουν να ηττηθούν, δεν είναι ενθαρρυντικοί. Μετά τη σφαγή στο Γιουβάλντι, ο Κεν Πάξτον, Ρεπουμπλικανός υπουργός Δικαιοσύνης του Τέξας, πρότεινε να οπλιστούν οι δάσκαλοι στα σχολεία, ενώ η Ρεπουμπλικανή βουλευτής Λόρεν Μπόμπερτ δήλωσε ότι «δεν μπορείς να νομοθετήσεις εναντίον του κακού». Οπως, όμως, εύστοχα θυμίζει ο Μαξ Μπουτ της «Washington Post», «οι Ρεπουμπλικανοί δεν αντέδρασαν με τον ίδιο τρόπο όταν το κακό είχε τη μορφή των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Ούτε έχουν πρόβλημα να καταψηφίσουν αυτό που εκείνοι θεωρούν κακό, όπως τις αμβλώσεις. Προφανώς δεν θεωρούν ότι οι δολοφονίες παιδιών, εκτός της κοιλιάς της μητέρας τους, είναι ένα καυτό ζήτημα που χρήζει νομοθετικής ρύθμισης».
Παρελθόν γεμάτο μαζικές δολοφονίες
Οι μαζικές δολοφονίες στις ΗΠΑ δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Σε σχολεία, σουπερμάρκετ, εκκλησίες, σε μουσικά φεστιβάλ δολοφονούνται άνθρωποι κάθε ηλικίας από συμπολίτες τους που έχουν πρόσβαση στα όπλα. Μόλις πριν από λίγες ημέρες, στις 14 Μαΐου, σε σουπερμάρκετ στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης ένας 19χρονος σκότωσε 9 μαύρους και έναν λευκό Αμερικανό. Το 2012, στο σχολείο Σάντι Χουκ στο Νιούταουν του Κονέκτικατ, 26 άνθρωποι δολοφονήθηκαν. Το 2018, ένας 19χρονος σκότωσε 17 μαθητές σε Γυμνάσιο στο Πάρκλαντ της Φλόριδας. Η φρίκη μετριέται με τον αριθμό των θυμάτων: αυτές οι τρεις επιθέσεις σε αμερικανικά σχολεία «σκέπασαν» τις μνήμες της δολοφονίας 12 μαθητών και ενός καθηγητή από δύο εφήβους στο Λύκειο Columbine στην πόλη Κολουμπάιν του Κολοράντο, το 1999. Εκείνη η σφαγή, στην προ κοινωνικών δικτύων εποχή, είχε συγκλονίσει την υφήλιο, έγινε ντοκιμαντέρ από τον Μάικλ Μουρ, σκηνοθέτη και ακτιβιστή.
Στα 23 χρόνια που ακολούθησαν 169 άνθρωποι σκοτώθηκαν σε μαζικές δολοφονίες σε εκπαιδευτικά ιδρύματα της Αμερικής.