Τον έχουν αποκαλέσει «Σιμενόν του Ισραήλ». Αποκλείεται να μην του αρέσει ο συγκεκριμένος έπαινος και αποκλείεται, επίσης, να μην τον αγχώνει. Οι απαιτήσεις είναι υψηλές αλλά φαίνεται ότι ο Ντρορ Μισάνι, ο οποίος ζει στο Τελ Αβίβ και τα τελευταία χρόνια προσελκύει σταθερά το διεθνές ενδιαφέρον, έχει πολλή όρεξη να ανταποκριθεί σε αυτές. Ο ίδιος γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα (που έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δεκαπέντε γλώσσες και έχουν αποσπάσει βραβεία), όμως το κάνει με λογοτεχνικές αξιώσεις. Το πρώτο του βιβλίο στα ελληνικά με τον τίτλο Τρεις (εκδ. Κείμενα, στο Ισραήλ κυκλοφόρησε το 2018) τυγχάνει και το πρώτο που έγραψε εκτός της επιτυχημένης σειράς (την οποία εγκαινίασε με τον Εξαφανισμένο φάκελο το 2011) με κεντρικό πρωταγωνιστή τον αστυνόμο Αβρααμ Αβρααμ.
Dror Mishani – Τρεις
Μετάφραση Χρυσούλα Παπαδοπούλου.
Εκδόσεις Κείμενα, 2021, σελ. 384, τιμή 19,08 ευρώ
Ζητήσαμε από τον 46χρονο ισραηλινό συγγραφέα, εν όψει της έλευσής του στην Αθήνα, να μας τον συστήσει. «Τότε ήταν ένα μεσαίο στέλεχος της αστυνομίας στη Χολόν, εργένης, φανατικός αναγνώστης και λάτρης των διάσημων ντετέκτιβ. Στο μεταξύ (τρία βιβλία μετά, η πιο πρόσφατη περιπέτειά του δημοσιεύτηκε πέρσι) άλλαξαν πολλά στη ζωή του. Πήρε προαγωγή, ερωτεύτηκε, παντρεύτηκε. Ελπίζω όμως ότι διαθέτει ακόμη όσα μου άρεσαν σε αυτόν από την αρχή. Ενδιαφέρεται πραγματικά για τους άλλους ανθρώπους. Είναι πάντα ανοιχτός στο να μάθει κάτι και πάντα πρόθυμος να παραδεχθεί ότι δεν τα ξέρει όλα. Εμπλέκεται συναισθηματικά και δεν το κρύβει. Προσωπικά, τον απολαμβάνω κατά τις αργόσυρτες εκείνες στιγμές που παίρνει τον χρόνο του για να συλλογιστεί, αφήνοντας τις σκέψεις του να διασκορπιστούν ανάμεσα στον εαυτό και στον περίγυρό του. Μοιάζω με τον Αβρααμ Αβρααμ; Δεν το νομίζω. Είναι πιο θαρραλέος από μένα και πιο έτοιμος να παλέψει για τους άλλους, να επέμβει και να επηρεάσει τις πορείες τους» δήλωσε προς «Το Βήμα» ο Ντρορ Μισάνι.
Τρεις γυναίκες
Στο Τρεις, μια αυτόνομη μυθιστορηματική αφήγηση, όπου οι εντάσεις είναι αμείωτες και οι ανατροπές έρχονται όταν πρέπει, πρωταγωνιστούν κυριολεκτικώς τα ψυχογραφήματα ισάριθμων γυναικών με τελείως διαφορετικά υπόβαθρα (της Ορνα, της Εμίλια και της Ελλα), οι οποίες συνδέονται με τον Γκιλ, έναν μυστηριώδη και επικίνδυνο άνδρα. «Η αρχική μου ιδέα για το βιβλίο ήταν να διαμορφωθεί σε τρία μέρη, με τρεις γυναίκες πρωταγωνίστριες και τρεις αναγνωστικούς ορίζοντες (αντιστοίχως, «μυθιστόρημα», «ιστορία τρόμου», «αστυνομική διαδικασία»). Αυτό ήξερα όταν ξεκίνησα να γράφω – δεν είχα χαρακτήρες, παρά μόνο τη «φόρμα». Αργότερα κατάλαβα πώς επρόκειτο να εξελιχθεί το εγχείρημα. Εκανα πάντως μια κρίσιμη επιλογή, να μην υιοθετήσω ούτε την οπτική γωνία του ερευνητή (όπως συμβαίνει συνήθως στα αστυνομικά μυθιστορήματα) ούτε και του θύτη (κάτι επίσης συνηθισμένο, όλο και πιο πολύ μάλιστα). To ζήτημα επιλύθηκε μέσα μου όταν συνειδητοποίησα ότι με ενδιέφεραν μόνο τα θύματα. Οπότε θέλησα αυτές τις γυναίκες να τις μάθω και να αφήσω και τους αναγνώστες μου να τις μάθουν, όχι όμως μέρες, ώρες ή και λεπτά πριν από το έγκλημα, αλλά μήνες ή και χρόνια. Η επιλογή μου αυτή προσέλαβε επιπλέον ηθικές και αισθητικές διαστάσεις, και είχα απόλυτη συναίσθηση ότι θα πλήρωνα και ένα «τίμημα», το αναπόφευκτο γεγονός ότι ο δολοφόνος και η δική του εκδοχή θα ήταν κάπως «μακριά». Ωστόσο, έτσι ακριβώς προτίμησα να φτιάξω τον Γκιλ, να μην ξέρει κανείς παραπάνω πράγματα για αυτόν από όσα ξέρουν οι γυναίκες του βιβλίου. Δεν το μετανιώνω. Δεν ανήκει στον Γκιλ το βιβλίο. Ανήκει στην Ορνα και στην Εμίλια, ανήκει στις γυναίκες, στα θύματα. Η μεγαλύτερη πρόκληση (και όχι δυσκολία απαραίτητα) που αντιμετώπισα ήταν ακριβώς να συλλάβω τις διακριτές φωνές τους που απηχούν διαφορετικούς εσωτερικούς κόσμους. Ξέρετε, μόνο όταν ολοκλήρωσα το «Τρεις» αναδύθηκε μπροστά στα μάτια μου η παράξενη δομή του. Είναι σαν ένα αρκετά αλλόκοτο αστυνομικό μυθιστόρημα όπου δεν είσαι καθόλου σίγουρος αν θα συντελεστεί ποτέ κάποιο έγκλημα εκεί μέσα, ούτε και αν θα εμφανιστεί ποτέ κάποιος επιθεωρητής» τόνισε, αστειευόμενος εν μέρει, ο Ντρορ Μισάνι.
Βία, νουάρ και λογοτεχνία
Υστερα κουβεντιάσαμε για τη βία στη λογοτεχνία. «Αισθάνομαι ότι οι συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας – οι συγγραφείς εν γένει, μάλλον – αναλαμβάνουν μια ευθύνη όταν αποτυπώνουν τη βία στα έργα τους. Ευθύνη δεν σημαίνει προφανώς να μην αναπαριστάς καθόλου τη βία, αλλά να συνεκτιμάς στα σοβαρά ότι η βία που υπάρχει στα βιβλία σου δεν είναι μόνο των χαρακτήρων, αλλά και δική σου. Στο «Τρεις», όπως προείπα, επιχείρησα κάτι διαφορετικό σε σχέση με τα προηγούμενα μυθιστορήματά μου, κάτι που είχε συνέπειες. Τον Γκιλ επέλεξα ξεκάθαρα να μην τον κατανοήσω, ακόμη και αν η περίπτωσή του αποδεικνύεται το «τυφλό σημείο» του βιβλίου μου».
Ο Ντρορ Μισάνι (που διδάσκει ιστορία και θεωρία του αστυνομικού μυθιστορήματος και δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ) έχει μια στέρεη αντίληψη για το είδος. «Η αστυνομική λογοτεχνία την οποία εγώ πρεσβεύω είναι αυτή που συνειδητά επιδιώκει να προκαλέσει κάτι πέραν της γρήγορης εναλλαγής των σελίδων. Ενα αστυνομικό μυθιστόρημα μπορεί να είναι λογοτεχνικό με ποικίλους τρόπους, στο ύφος (όπως στον Χάμετ ή στον Τσάντλερ), στη διαχείριση των χαρακτήρων (όπως στον Ζορζ Σιμενόν) ή στην απεικόνιση της κοινωνίας (όπως στον Χένινγκ Μάνκελ). Εγώ πάντως γράφω λογοτεχνία. Και η αστυνομική αφήγηση είναι η φόρμα μέσω της οποίας προσπαθώ να γράψω λογοτεχνία. Οπως ακριβώς οι μουσικοί που χρειάζονται κάποιο όργανο για να παίξουν, να ερμηνεύσουν».
Ο Ντρορ Μισάνι, όπως εξήγησε στην εφημερίδα, δεν βλέπει ως «κοινωνικά μυθιστορήματα» τα βιβλία του, με τη στενή έννοια του όρου. Υποστηρίζει δε ότι πλέον δεν παρατηρεί απλώς ένα «διαφορετικό Ισραήλ» αλλά «τα πολλά διαφορετικά Ισραήλ» που συνυπάρχουν σε μια περίπλοκη πραγματικότητα. Η χώρα του, ωστόσο, δεν έχει μεγάλη παράδοση στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Πού οφείλεται αυτό; «Σε πολλούς λόγους. Ας σταθώ στο ότι η ισραηλινή μυθοπλασία ήταν – και ως έναν βαθμό παραμένει – πολύ «εθνική», που σημαίνει ότι οφείλει να καταπιάνεται μόνο με τα λεγόμενα «σοβαρά εθνικά θέματα». Επίσης, το αστυνομικό μυθιστόρημα ασχολείται κυρίως με τις «σκοτεινές γωνιές» μιας κοινωνίας ενώ η ισραηλινή κοινωνία έβλεπε για καιρό τον εαυτό της αλλιώς, θεωρούσε ότι δεν φταίει σε τίποτε, ότι είναι ουσιωδώς αθώα. Εν πάση περιπτώσει, θα έλεγα ότι είμαι το παιδί ενός αποτυχημένου γάμου, ανάμεσα στην παράδοση της σύγχρονης εβραϊκής λογοτεχνίας και του αστυνομικού μυθιστορήματος. Και όντας παιδί χωρισμένων γονιών, ακόμη προσπαθώ να τους φέρω κοντά, τουλάχιστον στη φαντασία μου». Την Ελλάδα την είχε επισκεφθεί πρώτα φορά όταν ήταν δώδεκα ετών. «Θυμάμαι να περπατώ με τον παππού μου σε μια παραλία, ο ουρανός από πάνω μας ολογάλανος και καθάριος, κι εμείς να τρώμε τηγανητές σαρδέλες από ένα χάρτινο χωνάκι» κατέληξε.