Τρεις μήνες μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Δύση προσπαθεί ακόμη να δώσει απάντηση στο αναπόφευκτο ερώτημα: πώς θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος;
Τις τελευταίες ημέρες, σημειώνουν οι Times της Νέας Υόρκης, πρόεδροι και πρωθυπουργοί, αλλά και οι ηγέτες των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων στις ΗΠΑ, έχουν θέσει ως στόχο τη νίκη της Ουκρανίας. Όμως, όπως εύστοχα παρατηρεί η αμερικανική εφημερίδα, δεν είναι βέβαιο ότι η «νίκη» ορίζεται με τον ίδιο τρόπο στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και – κυρίως – στην Ουκρανία.
Μόνο κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών, είδαμε την ιταλική πρόταση για εκεχειρία, την ουκρανική ηγεσία να ορκίζεται ότι θα αποκρούσει τους Ρώσους στα σύνορα της 24ης Φεβρουαρίου, αλλά και την επιστροφή στη συζήτηση της αμερικανικής ηγεσίας περί «στρατηγικής ήττας» του Βλαντίμιρ Πούτιν – δηλαδή, τέτοιας κλίμακας ώστε να μην του αφήνει περιθώρια να εξαπολύσει άλλη αντίστοιχη επίθεση στο μέλλον.
Ευρωατλαντικές αποκλίσεις
Έπειτα από τρεις μήνες αξιοσημείωτης ενότητας στην αντίδραση στη ρωσική εισβολή – που είχε ως αποτέλεσμα τεράστιες ροές φονικών όπλων προς τους Ουκρανούς και την επιβολή κυρώσεων που ξεπέρασαν κάθε φαντασία με την αυστηρότητά τους, η Δύση εμφανίζει πλέον σημαντικές ρωγμές.
Στον πυρήνα τους, υποστηρίζουν οι Times, βρίσκεται η συζήτηση για το αν ο πόλεμος θα πρέπει να είναι το τέλος των προσπαθειών που γίνονταν επί τρεις δεκαετίες για την ενσωμάτωση της Ρωσίας. Αν και οι ΗΠΑ αναφέρονται στη Ρωσία ως κράτος-παρία που θα πρέπει να αποκοπεί από την παγκόσμια οικονομία, άλλες φωνές, κυρίως στην Ευρώπη, προειδοποιούν για τους κινδύνους της απομόνωσης και του εξευτελισμού του Πούτιν.
Αυτή η διαφωνία εκτυλίσσεται στο φόντο των ολοένα και αυξανόμενων αμερικανικών φιλοδοξιών. Οι διεθνείς προσπάθειες που ξεκίνησαν με στόχο την αποτροπή ενός ρωσικού περιπάτου στην Ουκρανία, πλέον έχουν αλλάξει εξαιτίας των αλλεπάλληλων λαθών του ρωσικού στρατού και της αποτυχίας κατάληψης του Κιέβου. Πλέον η αμερικανική κυβέρνηση διακρίνει μια ευκαιρία να τιμωρήσει την επιθετικότητα της Ρωσίας ,να αποδυναμώσει τον Πούτιν, να ενισχύσει το ΝΑΤΟ και – επί τη ευκαιρία – να στείλει και ένα μήνυμα στην Κίνα. Στο μεταξύ, επιθυμεί να αποδείξει ότι η επιθετικότητα δεν επιβραβεύεται με εδαφικές κτήσεις.
Οι δηλώσεις Κίσινγκερ
Οι διαφωνίες για τον πόλεμο διατυπώθηκαν ανοιχτά στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός αυτή την εβδομάδα, όταν ο Χένρι Κίσινγκερ, ο 99χρονος πρώην υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ, υποστήριξε ότι η Ουκρανία πιθανώς θα αναγκαστεί να παραδώσει ορισμένα εδάφη στη Ρωσία, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, αν και πρόσθεσε ότι «ιδανικά, η διαχωριστική γραμμή θα πρέπει να είναι μια επιστροφή στο status quo» προ της εισβολής, το οποίο περιλαμβάνει την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και τη de facto αυτονόμηση τμημάτων του Ντονμπάς.
«Αν ο πόλεμος συνεχιστεί πέραν αυτού του σημείου, πλέον δεν θα αποσκοπεί στην απελευθέρωση της Ουκρανίας, αλλά θα έχει μετατραπεί σε νέο πόλεμο κατά της ίδιας της Ρωσίας», κατέληξε ο Κίσινγκερ.
Σχεδόν αμέσως, ο ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι κατηγόρησε τον Κίσινγκερ για κατευνασμό, απαντώντας θυμωμένα ότι «έχω την αίσθηση ότι αντί για το 2022, ο Κίσινγκερ έχει γυρισμένο το ημερολόγιο στο 1938». Ο ουκρανός πρόεδρος αναφερόταν στη χρονιά που ο Χίτλερ άρχισε να κάνει σαφείς τις προθέσεις του για την Ευρώπη – πράγμα που ανάγκασε τον Κίσινγκερ, που τότε ήταν έφηβος, να διαφύγει στη Νέα Υόρκη με την οικογένειά του. «Κανείς δεν τον άκουσε να λέει τότε ότι είναι σημαντικό να συνηθίσουμε τους ναζί, κι όχι να τους πολεμήσουμε».
Οι αντιφάσεις του Ζελένσκι
Όμως, οι Times παρατηρούν ότι ο ίδιος ο Ζελένσκι έχει προχωρήσει σε αντιφατικές δηλώσεις για το πώς θα επιτευχθεί η ειρήνη, έχοντας δεχθεί ακόμη και τη δέσμευση της χώρας του στην ουδετερότητα, αντί της ένταξης στο ΝΑΤΟ.
Οι διαφορετικοί στόχοι στο εσωτερικό της Δύσης, φυσικά, δυσκολεύουν τον ορισμό του τι ακριβώς θα συνιστούσε νίκη – ή έστω και νίκη. Και δείχνουν ότι θα ακολουθήσει μια δύσκολη συζήτηση γύρω από τη στάση που θα κρατήσουν ο Ζελένσκι και οι δυτικοί σύμμαχοί του, όταν κάποια στιγμή ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις που θα δώσουν τέλος στον πόλεμο. Αν ο Ζελένσκι συμφωνούσε σε ορισμένες παραχωρήσεις, θα προχωρούσαν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους σε άρση πολλών από των καταστροφικών κυρώσεων που επέβαλαν στη ρωσική οικονομία; Ή κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι το σχέδιο αποδυνάμωσης της Ρωσίας θα ναυαγούσε.
Στο τέλος, σύμφωνα με αμερικανούς αξιωματούχους, ο Ζελένσκι είναι εκείνος που θα πρέπει να πάρει τις δύσκολες αποφάσεις, μαζί με την κυβέρνησή του. Όμως γνωρίζουν καλά ότι αν ο Πούτιν αποκτήσει μια χερσαία γέφυρα προς την Κριμαία ή αν οι κυρώσεις αρθούν μερικώς, ο Μπάιντεν θα κατηγορηθεί από τους Ρεπουμπλικάνους – και ίσως ορισμένους Δημοκρατικούς – ότι ουσιαστικά επιβραβεύει τον Πούτιν για την προσπάθειά του να χαράξει δια της βίας έναν νέο χάρτη της Ευρώπης.
Η νέα μορφή του πολέμου
Η συζήτηση αυτή φουντώνει τη στιγμή που η μορφή του πολέμου για άλλη μια φορά αλλάζει.
Τρεις μήνες πριν, κατά την άποψη των Times, ο Πούτιν είχε στόχο την κατάληψη του συνόλου της Ουκρανία μέσα σε λίγες ημέρες. Όταν αυτό απέτυχε, στράφηκε στο εναλλακτικό σχέδιο της συσπείρωσης των δυνάμεών του στα ανατολικά και τα νότια της χώρας. Στη συνέχεια κατέστη σαφές ότι δεν ήταν σε θέση να καταλάβει πόλεις-κλειδιά, όπως το Χάρκοβο και η Οδησσός. Πλέον, οι μάχες μαίνονται στο Ντονμπάς, τη βιομηχανική καρδιά της Ουκρανίας, όπου τα στρατεύματά του έχουν ήδη σημειώσει πρόοδο, ισοπεδώνοντας τη Μαριούπολη και δημιουργώντας μια χερσαία γέφυρα προς την Κριμαία. Ο σημαντικότερος μοχλός πίεσης που διαθέτει, είναι ο ναυτικός αποκλεισμός που έχει επιβάλει στα λιμάνια της Ουκρανίας, διαλύοντας την οικονομία της χώρας και προκαλώντας παγκόσμια επισιτιστική κρίση.
Μέχρι στιγμής, με τη Ρωσία να κερδίζει έδαφος, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Πούτιν είναι πρόθυμος να διαπραγματευτεί. Όμως η πίεση θα συνεχίσει να αυξάνεται, καθώς οι κυρώσεις πλήττουν τις ενεργειακές εξαγωγές της χώρας του και ο αποκλεισμός του από καίριες εισαγωγές παρεμποδίζει την παραγωγή όπλων για τον εξαντλημένο στρατό του.
«Ο Πούτιν, είτε μας αρέσει είτε όχι, θα πρέπει να επιστρέψει στη χώρα του με κάποιο δωράκι – και η Μαριούπολη είναι ένα μικρό δωράκι, αλλά παραμένει δωράκι», είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Ντοβ Σ. Ζαχίμ, πρώην ανώτερος αξιωματούχος του υπουργείου άμυνας των ΗΠΑ. «Και το κόστος που θα κληθούν να πληρώσουν οι Ουκρανοί, σε ζωές και υλικό, θα συνεχίσει να αυξάνεται. Επομένως, είναι μια δύσκολη πολιτική απόφαση για την Ουκρανία».
Ο Μπάιντεν θέλει να γονατίσει τη Ρωσία
Στη διάρκεια των πρώτων δυο μηνών του πολέμου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ και οι σημαντικότεροι συνεργάτες του δήλωναν ότι θα παρέχουν στην Ουκρανία ό,τι χρειάζεται για να αμυνθεί – και ότι θα τιμωρούσαν τη Ρωσία με κυρώσεις πρωτόγνωρης σκληρότητας.
Ανά διαστήματα, υπήρχαν υπόνοιες και για πιο εκτεταμένους στόχους που ξεπερνούσαν την απλή εξώθηση των Ρώσων στα σύνορά τους. Ακόμη και πριν την εισβολή, ο Τζέικ Σάλιβαν, σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Μπάιντεν, προειδοποιούσε ότι αν η Ρωσία προσπαθούσε να καταλάβει την Ουκρανία δι της βίας, «μακροπρόθεσμα, η ισχύς και η επιρροή της θα εκμηδενιστεί».
Όμως στις 25 Απριλίου, ο υπουργός άμυνας της χώρας, Λόιντ Όστιν, μιλώντας χωρίς περιστροφές και ξαφνιάζοντας τους συναδέλφους του, αναγνώρισε ότι η Ουάσινγκτον δεν επιθυμεί απλώς να δει τους Ρώσους να υποχωρούν. Θέλει ο ρωσικός στρατός να υποστεί ανήκεστους βλάβες.
«Θέλουμε να δούμε τη Ρωσία να αποδυναμώνεται τόσο, ώστε να μην μπορεί να κάνει αυτά που έκανε εισβάλλοντας στην Ουκρανία», σημείωσε.
Η στάση του Όστιν ανάγκασε το Λευκό Οίκο να δηλώσει ότι δεν έχει αλλάξει την πολιτική του – απλώς εξέφρασε την πραγματικότητα που προκύπτει από τις κυρώσεις και τους ελέγχους εξαγωγών. Όμως σταδιακά οι αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης έχουν αλλάξει στάση, μιλώντας πιο ανοιχτά και αισιόδοξα για το σενάριο μιας ουκρανικής νίκης στο Ντονμπάς.
Την περασμένη εβδομάδα στη Βαρσοβία, η αμερικανίδα απεσταλμένη στο ΝΑΤΟ, Τζουλιάν Σμιθ, πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Μπάιντεν, δήλωσε: «Θέλουμε μια στρατηγική ήττα της Ρωσίας».
Τώρα, σε συσκέψεις με ευρωπαίους ηγέτες και δημόσιες δηλώσεις, οι αμερικανοί αξιωματούχοι αρθρώνουν πιο συγκεκριμένους στόχους. Ο πρώτος είναι ότι η Ουκρανία θα πρέπει να βγει από τον πόλεμο ως μια ζωντανή, δημοκρατική χώρα, αντίθετα στις επιδιώξεις του Πούτιν.
Το δεύτερο είναι, κατά τις τακτικές δηλώσεις του Μπάιντεν, η αποτροπή της άμεσης σύγκρουσης με τη Ρωσία. «Θα ήταν Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος», έχει επαναλάβει πολλές φορές ο αμερικανός πρόεδρος.
Έπειτα έρχονται διάφορες διατυπώσεις του στόχου που εξέφρασε ο Όστιν: η Ρωσία πρέπει να βγει από τη σύγκρουση αποδυναμωμένη. Σε κατάθεσή της στις αρχές του μήνα, η Αρβρίλ Χέινς, διευθύντρια των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, εξήγησε τη σκέψη της Ουάσινγκτον: «Εκτιμούμε ότι ο πρόεδρος Πούτιν προετοιμάζεται για παρατεταμένες συγκρούσεις στην Ουκρανία, στη διάρκεια των οποίων σκοπεύει να επιτύχει στόχους πέρα από το Ντονμπάς».
Ταυτόχρονα, όλο και περισσότεροι αμερικανοί αξιωματούχοι μιλούν για αξιοποίηση της κρίσης με στόχο την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας και την πειθώ σε κράτη που δεν έχουν αποφασίσει αν θα συμμαχήσουν με τη Δύση ή με τον αναδυόμενο άξονα Κίνας-Ρωσίας.
Και εδώ και μήνες, η αμερικανική κυβέρνηση επιμένει ότι «τίποτα δεν θα αποφασιστεί για την Ουκρανία, χωρίς την Ουκρανία».
«Ο πρόεδρος Ζελένσκι είναι ο δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος ενός κυρίαρχου κράτους και μόνο εκείνος μπορεί να αποφασίσει πώς θα μοιάζει η νίκη του και πώς θέλει να την επιτύχει», σημείωσε ο Τζον Φ. Κίρμπι, εκπρόσωπος τύπου του Πενταγώνου στις 29 Απριλίου.
Στην Ευρώπη, η ενότητα αρχίζει να σπάει
ΝΑΤΟ και ΕΕ έχουν φανεί εντυπωσιακά ενωμένα μέχρι στιγμής στην υποστήριξη της Ουκρανίας, τόσο στο πλαίσιο των επώδυνων κυρώσεων που επέβαλαν στη Ρωσία, όσο και στην παροχή μιας αυξανόμενης ποσότητας όπλων στην Ουκρανία – με την εξαίρεση των μαχητικών αεροσκαφών και των προηγμένων τανκς.
Όμως αυτή η ενότητα πλέον απειλείται. Η Ουγγαρία, που στήριξε τα πέντε προηγούμενα πακέτα κυρώσεων, έκανε πίσω στο ενδεχόμενο επιβολής εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο, από το οποίο εξαρτάται. Και οι Ευρωπαίοι, παρατηρούν οι Times, προς το παρόν δεν έχουν καν προσπαθήσει να απεξαρτηθούν από τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου.
Και ο διχασμός περιλαμβάνει τους στόχους για την έκβαση του πολέμου.
Όπως αναφέρει η αμερικανική εφημερίδα, οι ηγέτες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, με τη μακρά εμπειρία της σοβιετικής κυριαρχίας, έχουν ισχυρές απόψεις υπέρ της ήττας της Ρωσίας, απορρίπτοντας ακόμη και την ιδέα του διαλόγου με τον Πούτιν. Η εσθονή πρωθυπουργός, Κάγια Κάλας, και ο πολωνός πρωθυπουργός, Ματέους Μοραβιέτσκι, μίλησε για εκείνον ως εγκληματία πολέμου, όπως έκανε και ο Μπάιντεν.
«Όλα αυτά τα γεγονότα θα πρέπει να μας ξυπνήσουν από τον γεωπολιτικό μας ύπνο και να άρουν τις ψευδαισθήσεις μας, τις παλιές μας ψευδαισθήσεις, όμως αρκεί αυτό;» αναρωτήθηκε την περασμένη εβδομάδα ο Μοραβιέτσκι. «Ακούω ότι γίνονται προσπάθειες να επιτραπεί στον Πούτιν να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του στη διεθνή αρένα. Όμως πώς μπορείς να σώσεις κάτι που έχει παραμορφωθεί εντελώς;»
Όμως η Γαλλία, η Ιταλία και η Γερμανία, οι μεγαλύτερες και πλουσιότερες χώρες της ένωσης, ανησυχούν για έναν παρατεταμένο πόλεμο ή μια παγωμένη, αδιέξοδη σύγκρουση – αλλά και για τις επιπτώσεις που θα έχει κάτι τέτοιο στις δικές τους οικονομίες.
Οι χώρες αυτές αξιολογούν ότι η Ρωσία είναι – αναπόφευκτα – γείτονάς τους και δεν μπορούν να τον απομονώσουν για πάντα. Μετά την επανεκλογή του, ο Εμανουέλ Μακρόν άρχισε να τονίζει ότι μια μελλοντική ειρήνη στην Ευρώπη δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει τον αχρείαστο εξευτελισμό της Ρωσίας και θα μπορούσε να συμπεριλάβει εδαφικές παραχωρήσεις στη Μόσχα.
Ο ιταλός πρωθυπουργός, Μάριο Ντράγκι, απηύθυνε έκκληση για εκεχειρία στην Ουκρανία «όσο το δυνατόν πιο σύντομα» για να ανοίξει ο δρόμος για τις διαπραγματεύσεις και τη λήξη του πολέμου. Ο Ντράγκι, που έχει κρατήσει σκληρή γραμμή κατά της Ρωσίας σε μια παραδοσιακά φιλική προς τη Μόσχα Ιταλία, σημείωσε ότι η οικονομική πίεση ήταν σημαντική «επειδή θα πρέπει να φέρουμε τη Μόσχα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων».
Η στάση του Ζελένσκι
Ο Ζελένσκι έχει υπάρξει συγκρατημένος και δεν έχει εντάξει στη ρητορική του το στόχο της αποσταθεροποίησης του Πούτιν. Έχει δηλώσει επανειλημμένως ότι θέλει την επιστροφή των Ρώσων στις περιοχές όπου βρίσκονταν πριν την 23η Φεβρουαρίου.
Μόνο τότε, έχει υποστηρίξει, η Ουκρανία θα ήταν προετοιμασμένη να διαπραγματευτεί σοβαρά με τη Ρωσία για εκεχειρία και συμβιβασμούς. Στη διάρκεια της εβδομάδας, επανέλαβε ότι ο πόλεμος θα πρέπει να ολοκληρωθεί με διπλωματική λύση και όχι με μια σαρωτική στρατιωτική νίκη.
Όμως ακόμη και αυτοί οι στόχοι θεωρούνται φιλόδοξοι από ορισμένους ευρωπαίους πολιτικούς, αφού θα προϋπέθεταν την ανακατάληψη της Χερσώνας και της Μαριούπολης – αλλά και την απώθηση των Ρώσων μακριά από τη χερσαία γέφυρα προς την Κριμαία και την αποτροπή της προσάρτησης μεγάλων τμημάτων του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ από τη Ρωσία.
Πολλοί ειδικοί φοβούνται ότι οι στόχοι αυτοί υπερβαίνουν κατά πολύ τις δυνατότητες των Ουκρανών.
Αν και ο ουκρανικός στρατός τα πήγε αναπάντεχα καλά στην πρώτη φάση του πολέμου, η περίπτωση του Ντονμπάς είναι διαφορετική. Για την εξαπόλυση επίθεσης, κανονικά απαιτείται αριθμητικό πλεονέκτημα τριών προς έναν, πέραν των όπλων – πράγματα που η Ουκρανία δεν διαθέτει. Οι Ρώσοι σημειώνουν αργή αλλά σημαντική πρόοδο, ακόμη κι αν πληρώνουν υψηλό τίμημα σε απώλειες. Και οι Times παρατηρούν ότι Ουάσινγκτον και Λονδίνο παρέχουν με μεγάλη χαρά εκτιμήσεις για τον αριθμό των νεκρών από τη ρωσική πλευρά, πολλές φορές αρκετά υψηλές, όμως αποφεύγουν να αναφέρονται στις απώλειες των Ουκρανών. Η Ουκρανία, από την άλλη, αντιμετωπίζει αυτούς τους αριθμούς ως κρατικά μυστικά.
«Τι θα πει νίκη της Ουκρανίας;» ρώτησε ο Ντάνιελ Φριντ, πρώην αμερικανός πρέσβης στην Πολωνία και έμπειρος διπλωμάτης. «Η κυβέρνηση Μπάιντεν αισθάνονται άνετα να πουν ότι οι Ουκρανοί θα πρέπει να αποφασίσουν. «Συμφωνώ, επειδή δεν υπάρχει τρόπος αυτή τη στιγμή να βοηθήσει μια λεπτομερής συζήτηση για το τι θα συνιστούσε δίκαιο συμβιβασμό. Επειδή όλα καταλήγουν στο ποιες περιοχές θα πρέπει να παραδώσουν οι Ουκρανοί».
Πηγή: New York Times