Προσπαθώ πολύ τα τελευταία χρόνια να «αμφισβητήσω» στο μυαλό μου πως ζούμε σε μια ιδιαίτερη εποχή, σε μια καμπή παράξενων καινούργιων κουρδισμάτων όπου κυριαρχούν η αβεβαιότητα, ο φόβος και λίγο η παράνοια, με το επιχείρημα πως καμία εποχή δεν χαρακτηρίστηκε από ασφάλεια για το αύριο, από ήρεμα νερά και σιγουριές. Ερχεται όμως η κάθε μέρα με καινούργια δεδομένα και σε βάζει να το ξανασκεφτείς. Η γιαγιά μου έλεγε «όχι όπως τα ήξερες αλλά όπως τα βρήκες!». Ο κόσμος βγήκε από την πανδημία και τους εγκλεισμούς αρκετά ανισόρροπος.
Από τη διεθνή πολιτική σκηνή μέχρι τους δρόμους της γειτονιάς σου, σε μεγάλο μέρος της κλίμακας των σχέσεων και της συνύπαρξης, το πράγμα έχει στραβώσει ακατανόητα. Γιατί ακατανόητο είναι, αντί να κυριαρχούν η αλληλεγγύη και η ανάγκη επαφής και τρυφερότητας στις δραματικές συγκυρίες, να επικρατεί τελικά μια ακραία επιθετικότητα, ένας ωμός πόλεμος όλων εναντίον όλων.
Θα μου πεις, πάντα στις ακραίες καταστάσεις ο κακός μας εαυτός έβγαινε, όχι ο καλός. Ο καλός – ή ο δήθεν καλός – βγαίνει όταν περνάμε καλά, στις μπουνάτσες, που αισθανόμαστε πως υπάρχει μια ευημερία που μας χωράει όλους και όχι κάποιες λίγες σωσίβιες λέμβοι που πρέπει να προλάβουμε να κλείσουμε θέση. Παρ’ όλα αυτά είναι κάπως τρελή αντίδραση. Είναι σαν να θέλεις στην τελευταία νύχτα του κόσμου να σκοτώσεις όλους τους εχθρούς σου και όχι να την περάσεις αγκαλιά με όλους τους αγαπημένους σου.
Τα χρόνια της ξενοιασιάς, που αρκετά από αυτά τα πρόλαβε η γενιά μου, μοιάζει να έχουν περάσει. Δεν είναι μόνο η γενική κατάσταση που φταίει για αυτό, αλλά και κάτι πολύ απλούστερο, η ηλικία, που σου την υπενθυμίζουν οι απώλειες. Είναι στενόχωρο σκηνικό έξω να έχει φωτιές αναμμένες και μέσα να λιγοστεύουμε κάθε χρόνο όσοι καθόμαστε γύρω από το τραπέζι. Και, μη γελιόμαστε, οι νέες αφίξεις στη ζωή μας δεν είναι αρκετές για να καλύψουν το κενό, δεν είναι αριθμητικό το θέμα. Τα παιδιά μας δεν καλύπτουν τους φίλους. Είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα.
Η χαρά σου να τα βλέπεις να μεγαλώνουν δεν σβήνει τη βαριά λύπη όταν κάθεσαι μόνος στο μπαλκόνι και θυμάσαι εκείνους που λείπουν. Είναι διαφορετικές ζωές που δεν αλληλοσυμπληρώνονται.
Εχοντας μπροστά σου άλλο ένα καλοκαίρι με όλες τις θαυματουργές ιαματικές του ιδιότητες, συνειδητοποιείς πως τα άγνωστα μέρη δεν υπάρχουν πια. Εκείνες οι παρθένες παραλίες που ανακαλύπταμε πιτσιρικάδες με ένα σακίδιο στον ώμο απλά δεν υπάρχουν. Είτε γιατί είναι πια γνωστές είτε γιατί δεν υπάρχουμε εμείς. Ο συνδυασμός νεότητας και αγνώστου είναι οριστικά παρελθόν.
Δεν τελειώσαμε βέβαια με τις χαρές, κάθε άλλο. Σου σκάνε κάτι στιγμές από το πουθενά που νιώθεις ακόμη και το ρίγος της ευτυχίας. Τότε σταματάς να θέλεις να διαβάσεις και να ερμηνεύσεις την εποχή και το μόνο που ζητείς είναι να πέσεις στη θάλασσα με τα ρούχα σου. Και το κάνεις.