Ο πληθυσμός της Ελλάδας κατά τη μεταπολεμική περίοδο αυξήθηκε κατά 3,05 εκατομμύρια. (7,63 εκατ. το 1951, 10,67 το 2021.) Η αύξηση αυτή, συνεχής μέχρι το 2010, χρονιά από την οποία άρχισε να μειώνεται, έγινε με διαφοροποιημένους ρυθμούς. Αρχικά τα μεγάλα κύματα εξόδου προς το εξωτερικό των δεκαετιών 1950 και 1960 υπερκαλύφθηκαν από τα ιδιαίτερα υψηλά φυσικά ισοζύγια (πολύ περισσότερες γεννήσεις από θανάτους), στη συνέχεια δε η μείωση των φυσικών ισοζυγίων των ετών 1980-2010 υπερκαλύφθηκε από τα θετικά μεταναστευτικά ισοζύγια (βλ. είσοδο οικονομικών μεταναστών) με αποτέλεσμα τη συνέχιση της αύξησης του πληθυσμού μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 2000. Η παρατηρούμενη στη συνέχεια συρρίκνωση (-500 χιλ. σε απόλυτες τιμές ανάμεσα στο 2011 και το 2022 και -4% σε ποσοστά) οφείλεται κυρίως στα αρνητικά φυσικά ισοζύγια, είναι γενικευμένη και αφορά σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό την πλειοψηφία των νομών καθώς 39 στους 51 είχαν απώλειες την τελευταία δεκαετία, ενώ, ανάμεσα σε αυτούς που είχαν κάποια κέρδη – σχεδόν αποκλειστικά λόγω της προσφυγικής κρίσης – ελάχιστοι είχαν αύξηση του πληθυσμού τους μεγαλύτερη του 5% (Δωδεκάνησα, Χίος, Λέσβος, Σάμος).
Αν η μείωση του πληθυσμού μας ξεκίνησε μόλις το 2011 και όχι νωρίτερα, αυτό οφείλεται κυρίως στη μαζική είσοδο μεταναστών στις δεκαετίες του 1990 και του 2000. Ειδικότερα, αν ο συνολικός πληθυσμός μας αυξήθηκε κατά 850 χιλ. ανάμεσα στο 1991 και το 2011, η αύξηση αυτή οφείλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στο θετικό κατά 800 σχεδόν χιλιάδες μεταναστευτικό ισοζύγιο της εικοσαετίας αυτής, ενώ την ιδία περίοδο το ισοζύγιο γεννήσεις – θάνατοι (στο οποίο περιλαμβάνονται και οι γεννήσεις των μεταναστών) περιορίστηκε στις 60 χιλ.
Αλλά και η κατανομή του πληθυσμού μας σε μεγάλες ηλικιακές ομάδες τις τελευταίες δεκαετίες άλλαξε σημαντικά: αν πάρουμε ως βάση εκκίνησης το 1951 θα διαπιστώσουμε ότι ανάμεσα στο έτος αυτό και το 2021 τόσο οι 65 όσο και οι 85 ετών και άνω αυξήθηκαν πολύ γρηγορότερα από τις άλλες ηλικιακές ομάδες καθώς το πλήθος των 65+ πολλαπλασιάστηκε επί 4,6 και των 85+ επί 12,7, ενώ αυτό των 15-64 ετών επί 1,4 (μια αύξηση σε σχέση με το 1951 μόλις κατά 37%).
Την ίδια περίοδο o πληθυσμός μας από σχετικά «εθνικά ομοιογενής» (οι μη έχοντες την ελληνική υπηκοότητα το 1951 ήταν λίγες δεκάδες χιλιάδες) συμπεριλαμβάνει σήμερα περισσότερους από 900.000 αλλοδαπούς, το σύνολο σχεδόν των οποίων προέρχεται από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη μας με το ειδικό βάρος των τελευταίων (δηλ. το ποσοστό τους στον συνολικό πληθυσμό των αλλοδαπών) να αυξάνεται από το 13% το 2015 στο 32% το 2021.
Είχαμε όμως μεταπολεμικά και μια ταχύτατη αστικοποίηση και μια υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της συνολικής επιφάνειας καθώς σχεδόν 3 στους 4 κατοίκους της χώρας μας ζουν πλέον στις μητροπολιτικές περιοχές Αθηνών και της Θεσσαλονίκης και σε μια δεκάδα μεγάλων αστικών κέντρων και την άμεση περιφέρειά τους. Είναι δε ενδεικτικό ότι το 2011 ο πληθυσμός συσσωρευτικά των 151 ΟΤΑ με περισσότερους από 10.000 κάτοικους (2,5% του συνόλου των ΟΤΑ) συγκεντρώνεται στο 4,3% της επικράτειας και αποτελεί το 62,5% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Οι αλλαγές αυτές, αποτέλεσμα του μεταπολεμικού μοντέλου ανάπτυξης, έχουν – και θα συνεχίσουν να έχουν – σημαντικές επιπτώσεις σε πλήθος πεδίων.
Παράλληλα, το προσδόκιμο ζωής μας στη γέννηση έχει αυξηθεί κατά μέσο όρο σε 17 έτη, ενώ έχει περιορισθεί η γονιμότητα/γεννητικότητα, με αποτέλεσμα οι γεννήσεις τα τελευταία χρόνια (85-86 χιλ.) να είναι κατά 70 χιλ. λιγότερες από αυτές των αρχών της δεκαετίας του 1950 (155 χιλ.). Ταυτόχρονα, στις μετά το 1960 γενεές αυξάνονται τα ποσοστά των άτεκνων, των άγαμων, των γεννήσεων εκτός γάμου καθώς και η ένταση των διαζυγίων, ενώ αυξάνεται συνεχώς και αριθμός των θανάτων λόγω της δημογραφικής γήρανσης (οι θάνατοι το 2020 – 131 χιλ. – ήταν 2,3 περισσότεροι από αυτούς που καταγράφηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1950: -57 χιλ.).
Οι προαναφερθείσες αλλαγές άλλαξαν ριζικά το δημογραφικό μας τοπίο. Η Ελλάδα είναι πλέον σχετικά γερασμένη καθώς το 22,5% των κατοίκων της είναι 65 ετών και άνω ενώ το ποσοστό των 85 ετών και άνω υπερβαίνει το 3,6% του συνολικού πληθυσμού έναντι μόλις του 0,4% το 1951. Για πρώτη φορά δε στη δημογραφική ιστορία της χώρας αυτής, από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μετά ο πληθυσμός ηλικίας 0-14 ετών υπολείπεται αυτού των 65 ετών και άνω, ενώ το 2022 οι ηλικιωμένοι είναι κατά 900.000 περισσότεροι από τους 0-14 ετών. Οι αλλαγές αυτές συνοδεύτηκαν προφανώς και από την ταχεία αύξηση όχι μόνον της μέσης ηλικίας του συνολικού πληθυσμού, αλλά και αυτής του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας (των 20-64 ετών).
Και η δομή όμως των νοικοκυριών και των οικογενειών μας άλλαξε ριζικά. Εκλείπουν πλέον οι διευρυμένες οικογένειες, μειώθηκαν σημαντικά τα πολυμελή νοικοκυριά και οι πολύτεκνες οικογένειες (οι τρίτες και τέταρτες και άνω γεννήσεις από 14% και 12% του συνόλου στις αρχές της δεκαετίας του 1960 αποτελούν αντίστοιχα το 10% και 4% σήμερα). Αυξάνεται παράλληλα τόσο ο αριθμός των μονογονεϊκών οικογενειών (με μοναδικό γονέα συνήθως γυναίκα), ως αποτέλεσμα της αύξησης των διαζυγίων και των εκτός γάμου γεννήσεων που από το 1% τη δεκαετία του 1950 και το 2% το στα τέλη της δεκαετίας του ’80 υπερβαίνει το 12% το 2021, όπως επίσης αυξάνεται και ο αριθμός και το ειδικό βάρος των άτεκνων ατόμων. Τέλος, αυξάνεται και η μέση ηλικία στο πρώτο παιδί (πάνω από 31 έτη το 2021 έναντι 24 ετών γύρω από το 1980 και 26 ετών γύρω από το 1960).
Η χώρα μας έχει να αντιμετωπίσει άμεσα σημαντικές προκλήσεις, και κυρίως: 1) τη δημογραφική γήρανση (την αύξηση δηλαδή του ποσοστού και του πλήθους των 65 ετών και άνω αλλά και την ακόμη ταχύτερη αύξηση των 85 ετών και άνω), 2) την αναμενόμενη μείωση του πλήθους και την αύξηση της μέσης ηλικίας του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας (των 20-64 ετών) σε μια νέα εποχή που θα σημαδευτεί από τη μετάβαση στην ψηφιακή οικονομία και την υποκατάσταση εν μέρει της ανθρώπινης εργασίας από αυτοματοποιημένα συστήματα, 3) την επιβράδυνση της αύξησης του προσδόκιμου ζωής μας 4) τη μετανάστευση των νέων παραγωγικής και αναπαραγωγικής ηλικίας, τμήμα των οποίων έχει και υψηλό επίπεδο σπουδών (αλλά και την ενσωμάτωση των προσφάτως αφιχθέντων αλλοδαπών) και, τέλος 5) την πολύ χαμηλή, εδώ και δεκαετίες, γονιμότητα που δεν επιτρέπει την αναπαραγωγή (την αντικατάσταση δηλαδή κάθε μητέρας από μια κόρη λαμβάνοντας υπόψη και τη θνησιμότητα). Ειδικότερα δε οφείλουμε να σημειώσουμε ότι όσον αφορά τις γεννήσεις και τη γονιμότητα η χώρα μας καταγράφει από τους χαμηλότερους ετήσιους δείκτες γονιμότητας στην ΕΕ, ενώ ο αριθμός των παιδιών που φέρνουν στον κόσμο οι διαδοχικές γενεές (διαγενεακή γονιμότητα) μειώνεται σταθερά.
Για να περιορίσουμε την περαιτέρω πτώση των γεννήσεων και την εξ αυτής συνεπαγόμενη μείωση του πληθυσμού μας (και ταυτόχρονα για να επιβραδύνουμε μερικώς και τη δημογραφική γήρανση) οφείλουμε να λάβουμε άμεσα μέτρα που σε μια πρώτη φάση θα περιορίσουν το αρνητικό φυσικό ισοζύγιο (γεννήσεις – θάνατοι). Μέτρα στο πλαίσιο μιας ενεργής κοινωνικής και δημογραφικής πολιτικής που θα είναι επικεντρωμένα στο παιδί και την οικογένειά του (ανεξαρτήτως της μορφής της) θα διευκολύνουν τους νέους ανθρώπους να αποκτήσουν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν – αλλά δεν κάνουν – και θα ανατρέψουν τη σημερινή διάχυτη ανασφάλεια για το μέλλον, που αποτελεί ένα επιπλέον εμπόδιο για να δημιουργήσουν οι νέοι μας την οικογένεια που επιθυμούν.
Οι έχοντες επομένως την ευθύνη σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων δεν είναι δυνατόν να παραμένουν θεατές των δημογραφικών μας εξελίξεων. Οφείλουν αφενός μεν να θεωρήσουν ως δεδομένες κάποιες μη αναστρέψιμες τις αμέσως επόμενες δεκαετίες τάσεις, να εκτιμήσουν τις επιπτώσεις τους και να τις λάβουν υπόψη, αφετέρου δε, να λάβουν τα προσήκοντα μέτρα, τα οποία, εκτός των άλλων, θα στοχεύουν τόσο στην επιβράδυνση των ρυθμών μείωσης του πληθυσμού μας όσο και στην προοδευτική αναστροφή κάποιων βασικών δημογραφικών δεικτών που επηρεάζουν καθοριστικά την ηλικιακή δομή του.
Ο κ. Βύρων Κοτζαμάνης είναι καθηγητής Δημογραφίας στο Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και διευθυντής του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ).