Ζανζιβάρη. Πολλοί την έχουν ακουστά, λίγοι όμως θα μπορούσαν να την εντοπίσουν εύκολα στον χάρτη. Η γενέτειρα του Αμπντουλραζάκ Γκούρνα ανήκει σήμερα στην Τανζανία, στην παράκτια ζώνη της Ανατολικής Αφρικής. Ο 73χρονος συγγραφέας (αραβικής καταγωγής) τιμήθηκε από τη Σουηδική Ακαδημία με το Νομπέλ Λογοτεχνίας 2021 «για την ασυμβίβαστη και συμπονετική ακτινογράφηση των επιπτώσεων της αποικιοκρατίας και της μοίρας των προσφύγων στο μεταίχμιο πολιτισμών και ηπείρων». Hταν (εξυπακούεται) η πιο απρόβλεπτη επιλογή των τελευταίων ετών. Eφτασε ωστόσο η ώρα να διαβαστεί και εδώ ο Γκούρνα (το ίδιο προφανώς συμβαίνει σταδιακά και αλλού). Αναμένεται σύντομα η έκδοση του πρώτου του βιβλίου στα ελληνικά, του πλέον πρόσφατου μυθιστορήματός του με τίτλο Aλλες ζωές (Afterlives, 2020).
Εν όψει της κυκλοφορίας ο βραβευμένος πεζογράφος (και ομότιμος πια καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κεντ) μίλησε στο «Βήμα» από το Κάντερμπερι, την πόλη στην οποία ζει. «Ασφαλώς και εξεπλάγην με τη διάκριση. Εικάζω ότι δεν υπάρχει συγγραφέας που δεν θα τη θεωρούσε απρόσμενη, που θα έλεγε «επιτέλους, κύριοι, καιρός ήταν». Απογοητεύονται ίσως μόνον όσοι βρίσκονται κάθε χρόνο στις διάφορες «προγνώσεις». Εγώ απλώς αιφνιδιάστηκα από τα θαυμάσια νέα και ακολούθως εξέφρασα την ευγνωμοσύνη μου» είπε.
«Περιορισμένος ορίζοντας»
«Αν δούμε την ιστορία του θεσμού, διαπιστώνουμε ότι υφίστατο επί μακρόν ένας περιορισμένος ορίζοντας, αν θέλετε. Oσο όμως τα χρόνια περνούσαν, το βλέμμα στρεφόταν και σε συγγραφείς πέραν της Ευρώπης, στην Ασία και στην Αφρική. Νομίζω πάντως ότι ακόμη δεν είναι αρκετοί. Ο κόσμος είναι πολύ μεγαλύτερος. Δεν ξέρω αν μου απονεμήθηκε το Νομπέλ επειδή εκφράζω κάποιο νέο είδος γραφής προερχόμενο από την Αφρική ή επειδή εκτιμήθηκε αυτόνομα το καλλιτεχνικό μου έργο. Προσωπικά, δεν μου φαίνεται ωραίο να βραβεύεται κανείς επειδή «αντιπροσωπεύει» κάτι. Θέλω να πιστεύω ότι η γραφή μου βραβεύτηκε επειδή το άξιζε, όχι επειδή είναι με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο «αφρικανική»» συμπλήρωσε ο Γκούρνα, ο οποίος ξεκίνησε από τα σουαχίλι και κατόπιν υιοθέτησε την αγγλική γλώσσα. «Ευελπιστώ ότι την έχω μπολιάσει με μια άλλη ευαισθησία και ατμόσφαιρα, με κάτι που ενδεχομένως δεν ήταν διαθέσιμο στους φυσικούς ομιλητές της, ως προς την πρόσληψη του κόσμου. Στον βαθμό που ισχύει αυτό, είναι ένα δυναμικό κέρδος, ένας φαντασιακός εμπλουτισμός μιας δεδομένης γλωσσικής κουλτούρας» σχολίασε σχετικά. Από τη διάλεξή του (καθιερωμένη για κάθε νομπελίστα, η οποία ωστόσο δεν πραγματοποιήθηκε στη Στοκχόλμη αλλά μεταδόθηκε μέσω του Διαδικτύου εξαιτίας της πανδημίας) κατέστη σαφές ότι στην περίπτωσή του η συνείδηση του συγγραφέα αναδύθηκε στην Αγγλία, όπου αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στα τέλη της δεκαετίας του 1960. «Ανέκαθεν απολάμβανα το γράψιμο. Ο,τι με συνάρπαζε περισσότερο στο σχολείο ήταν η στιγμή που ο δάσκαλος μας έδινε ένα θέμα προς ανάπτυξη. Ομως αυτό, τότε, δεν είχε καθόλου να κάνει με την επιθυμία να ακολουθήσω μια τέτοια σταδιοδρομία, αισθητική και επαγγελματική. Είχε απλώς να κάνει με τη χαρά της εξάσκησης. Και πράγματι, διαμορφώθηκα ως συγγραφέας μόνο αφότου έφυγα από τη χώρα μου και διένυσα μιαν απόσταση, όχι απλώς χιλιομετρική αλλά και πολιτισμική, σε νεαρότατη μάλιστα ηλικία. Αν εξαιρέσω το μερίδιο της περιπέτειας, τα βάρη της αλλαγής και της διαφοράς αποδείχθηκαν τεράστια. Ενα από τα πλέον κρίσιμα πράγματα σε μια τέτοια διαδικασία είναι τι αφήνεις πίσω. Κάτι που ποτέ δεν το σκέφτεσαι αρκετά, ούτε εξονυχιστικά, προτού όντως συμβεί. Κλήθηκα να αναμετρηθώ με ένα πλήθος πραγμάτων και η γραφή είναι μάλλον ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να ξεμπερδέψεις με τις δύσκολες ή επίπονες εμπειρίες, ιδίως όταν αισθάνεσαι μίζερος και αραδιάζεις στο χαρτί τον αυτοοικτιρμό σου. Καταλαβαίνετε, νιώθεις καλύτερα μετά, σαν να αποτινάζεις ό,τι σε πλάκωνε και σε βύθιζε. Δεν είναι τυχαία η ανθεκτικότητα της εξομολόγησης, ακόμη και στο πλαίσιο της θρησκείας. Πλην όμως, η στερεή φιλοδοξία για να γράψεις κάτι το οποίο να έχει νόημα, κάτι που δεν αφορά δηλαδή μόνον εσένα τον ίδιο αλλά περιλαμβάνει και τους άλλους, παίρνει χρόνο, χρόνια ολόκληρα. Η γραφή μού χάρισε τη συνθήκη της ηρεμίας, έναν διαφορετικό χώρο και χρόνο ώστε να μάθω, να αναλύσω, να καταλάβω. Εχω αναρωτηθεί πολλές φορές: θα γινόμουν ο συγγραφέας που είμαι τώρα αν δεν είχα μεταβεί στη Μεγάλη Βρετανία; Δεν ξέρω. Και είναι πολύ αργά πια για να το απαντήσω» αστειεύτηκε ο Αμπντουλραζάκ Γκούρνα.
Μάχες διά αντιπροσώπων
Το μυθιστόρημα Αλλες ζωές διαδραματίζεται στις αρχές του 20ού αιώνα, επί «Γερμανικής Ανατολικής Αφρικής» (μια ιστορική διάσταση της αποικιοκρατίας όχι ευρέως γνωστή), όπου παρακολουθούμε τα αποκλίνοντα πεπρωμένα ντόπιων χαρακτήρων. «Εν μέρει επανέρχομαι (με πιο υποψιασμένους όρους) στο σημαδιακό επεισόδιο ενός παλαιότερου βιβλίου μου, του «Παραδείσου» (1994), μια σκηνή στρατολόγησης Αφρικανών από τις γερμανικές δυνάμεις ασφαλείας. Θέλησα να διερευνήσω ευρύτερα τι απέγιναν οι άνθρωποι που κατατάχτηκαν, είτε με τη βία είτε αυτοβούλως είτε λόγω συγκυριών, στους αποικιοκρατικούς στρατούς. Κάθε βιβλίο είναι διαφορετικό και παράλληλα επεκτείνει ό,τι προϋπάρχει σε ένα έργο, επιζητώντας μια εμβριθέστερη προσέγγιση ορισμένων ζητημάτων. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι εκείνη την εποχή είχαμε αποικιοκρατικούς στρατούς (Γερμανών, Βρετανών, Πορτογάλων, Βέλγων) που πολεμούσαν μεταξύ τους αλλά ήταν στελεχωμένοι από Αφρικανούς, οι οποίοι συμμετείχαν σε μια ενδοευρωπαϊκή μάχη επί της ουσίας για το ποιος θα ήταν εν τέλει ο κυρίαρχός τους. Οι Αφρικανοί δεν μάχονταν για τους εαυτούς τους, αλλά για τα συμφέροντα και τις φιλοδοξίες των Ευρωπαίων. Γιατί το έκαναν αυτό; Οι απαντήσεις είναι άπειρες. Και προσπαθώ ακριβώς να τις σκιαγραφήσω. Αρκεί να σας πω ότι ανάμεσα σε αυτές, πέραν του φριχτού εξαναγκασμού, μπορεί να ήταν ένας εθελοντισμός που σήμαινε την υπέρβαση μιας ήδη άθλιας ζωής, η άγνοια και η σύγχυση επίσης».
Ο Αμπντουλραζάκ Γκούρνα, αναφερόμενος στη σύνδεση λογοτεχνίας και ιστορίας, τόνισε: «Η ιδέα τού να είσαι απλώς ενοχλημένος και οργισμένος με την αποικιοκρατία έχει αντικατασταθεί – το βλέπω αυτό, και για αυτό είμαι αισιόδοξος – από μια οπτική γωνία πιο εκλεπτυσμένη και σύνθετη ως προς το πώς βλέπουμε τα πράγματα, κυρίως την περιπλοκότητα των ανθρώπινων ζωών, πώς αυτές βιώνονται και πώς συνεχίζονται. Αυτό είναι που λείπει τις περισσότερες φορές. Αυτό που υπάρχει εκτός της πολεμικής. Ο κοντόθωρος όρος «αντι-αποικιοκρατική λογοτεχνία» παραπέμπει συχνά σε έναν ετεροκαθορισμό (των Αφρικανών σε σχέση με τους Ευρωπαίους) και σε μια μονομέρεια η οποία δεν συμπεριλαμβάνει την ολότητα των πραγμάτων, διότι αυτά δεν είναι ούτε ορθολογικά αναγκαστικά ούτε πάντοτε ευθύγραμμα».
Μας υπενθύμισε, τέλος, ότι «ένας άνθρωπος μπορεί να έχει πολλά σπίτια και να είναι όλα αληθινά, ψεύτικο είναι το να αρνηθεί ένα από αυτά».
Abdulrazak Gurnah: Αλλες ζωές
Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά.
Εκδόσεις Ψυχογιός, 2022, σελ. 392.
*Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 9 Ιουνίου.