Νέα μελέτη ειδικών του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας (USC) αποκαλύπτει σημαντική αύξηση του κινδύνου σοβαρών επιπλοκών για τους ασθενείς με COVID-19 που εκτίθενται σε αιωρούμενα μικροσωματίδια της ατμόσφαιρας (ΡΜ2,5 – με διάμετρο της τάξεως των δύομισι εκατομμυριοστών του μέτρου) καθώς και σε διοξείδιο του αζώτου (ΝΟ2) – δύο κοινούς ρύπους της ατμόσφαιρας των μεγαλουπόλεων. Μάλιστα οι ρύποι αυτοί μπορούν να επιτείνουν τις αρνητικές επιδράσεις του ιού SARS-CoV-2 στον οργανισμό των ασθενών τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, σημειώνεται στη μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «American Journal of Respiratory and Critical Care Medicine».
Σημαντική αύξηση του κινδύνου νοσηλείας, εισαγωγής σε ΜΕΘ αλλά και θανάτου
«Η μελέτη μας έδειξε ότι η έκθεση επί έναν χρόνο κατά μέσο όρο στα ΡΜ2,5 μεταφράζεται σε 20%-30% αύξηση του κινδύνου νοσηλείας, μηχανικής υποστήριξης της αναπνοής και εισαγωγής σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) στους ασθενείς με COVID-19. Παράλληλα η έκθεση κατά μόνο έναν μήνα σε ΝΟ2 συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο σοβαρών επιπλοκών κατά 12%-18%» ανέφερε η δρ Ζάνγκουα Τσεν, επίκουρη καθηγήτρια Πληθυσμιακής Επιστήμης και Επιστημών Δημόσιας Υγείας στην Ιατρική Σχολή Keck του USC, εκ των κύριων συγγραφέων της μελέτης και προσέθεσε: «Είδαμε επίσης ότι η μακροπρόθεσμη έκθεση σε ΡΜ2,5 συνδεόταν με υψηλότερο κίνδυνο θανάτου εξαιτίας της COVID-19».
Μεγάλη αναλυτική μελέτη
Οι ερευνητές του USC συνεργάστηκαν με τον ασφαλιστικό φορέα Kaiser Permanente Southern California (KPSC) προκειμένου να εξετάσουν περισσότερα από 74.000 άτομα που διαγνώσθηκαν με COVID-19 μεταξύ Μαρτίου και Αυγούστου του 2020. Το αναλυτικό ιστορικό για τον κάθε ασθενή – συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών για τον τόπο κατοικίας του – επέτρεψε στους ειδικούς να ανακαλύψουν και το ιστορικό της έκθεσής του σε συγκεκριμένους ρύπους της ατμόσφαιρας.
Σύνδεση με την έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση σε ατομικό επίπεδο
Είχαν υπάρξει κάποιες προηγούμενες μελέτες οι οποίες είχαν συνδέσει τη μακροπρόθεσμη έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση με αυξημένη συχνότητα εμφάνισης της COVID-19 αλλά και θνητότητα εξαιτίας της. Ωστόσο οι μελέτες αυτές εμφάνιζαν αδυναμίες, καθώς δεν ήταν σαφές αν τα ευρήματά τους μπορούσαν να έχουν εφαρμογή πέρα από το στενό πλαίσιο μιας κλειστής κοινότητας, σημείωσε η δρ Τσεν και εξήγησε ότι «στη δική μας πληθυσμιακή μελέτη κοόρτης επιτύχαμε να δημιουργήσουμε μια πολύ καλά προσδιορισμένη κατηγοριοποίηση της βαρύτητας της COVID-19 και τη σύνδεσής της με την έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση σε ατομικό επίπεδο».
Ο καθαρός αέρας μειώνει τη βαρύτητα της λοίμωξης
Τα ευρήματα ήταν σαφή, υπογράμμισε ο καθηγητής Πληθυσμιακής Επιστήμης και Επιστημών Δημόσιας Υγείας Φρανκ Γκίλιλαντ που ήταν εκ των συγγραφέων της μελέτης. «Η μελέτη μας αποδεικνύει ότι το να αναπνέει κάποιος καθαρό αέρα μπορεί να μειώσει τη βαρύτητα της λοίμωξης. Οταν κάποιος μολυνθεί με τον SARS-CoV-2 η μείωση της έκθεσής του στους ρύπους της ατμόσφαιρας μπορεί να είναι ευεργετική καθώς μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο κακής έκβασης της COVID-19 και να έχει και πολλά άλλα οφέλη στην υγεία του».
Πιο αντιπροσωπευτική μελέτη διαφορετικών ηλικιακών ομάδων
Η νέα μελέτη ξεπερνά επίσης πολλές από τις αδυναμίες των προηγούμενων αντίστοιχων μελετών καθώς για πρώτη φορά λαμβάνει
υπόψη της πολλούς επιπλέον παράγοντες για το κάθε άτομο όπως η φυλή, το φύλο και η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση, γεγονός που επέτρεψε να περιληφθούν στα αποτελέσματα τόσο δημογραφικά στοιχεία όσο και συννοσηρότητες όπως ο διαβήτης, η παχυσαρκία και το άσθμα, ανέφερε η Ανι Σιάνγκ, επίσης εκ των συγγραφέων της μελέτης, και κύρια ερευνήτρια στο Τμήμα Ερευνας και Αξιολόγησης του KPSC. «Επίσης, παρότι άλλες μελέτες ήταν επικεντρωμένες σε μεγαλύτερους σε ηλικία πληθυσμούς, οι οποίοι είναι πιο ευάλωτοι στην COVID-19, η δική μας μελέτη είναι πολύ πιο αντιπροσωπευτική διαφορετικών ηλικιακών ομάδων».
Κλινικές δοκιμές για παρεμβάσεις
Με βάση τα ευρήματα, οι ερευνητές σχεδιάζουν τώρα να εξετάσουν προσεγγίσεις παρέμβασης – όπως η χρήση φίλτρων του αέρα – που θα μπορούσαν να μειώσουν την έκθεση των ατόμων στα ΡΜ2,5. «Ξεκινάμε κλινικές δοκιμές προκειμένου να διερευνήσουμε αυτού του τύπου τις στρατηγικές σε ατομικό επίπεδο για τον κάθε ασθενή ώστε να διερευνήσουμε αν μπορούμε μέσω αυτών να βοηθήσουμε στη μείωση του κινδύνου καρδιομεταβολικών νοσημάτων» κατέληξε η δρ Τσεν.