Οι νέοι τουρκικοί ισχυρισμοί περί «κυριαρχίας υπό όρους» – όπου ως όρος για την παραχώρησή τους ήταν, πάντα κατά την Άγκυρα, η αποστρατιωτικοποίησή τους – την οποία ασκεί η Ελλάδα στα νησιά του Αιγαίου όπως και στα Δωδεκάνησα, αποτελούν «νέα εξέλιξη» και «υπονομεύουν σοβαρά την περιφερειακή ειρήνη και σταθερότητα» ξεκαθαρίζει στην επιστολή της, με ημερομηνία 25 Μαϊου, προς τα Ηνωμένα Έθνη η Αθήνα, με την οποία απαντά σε εκείνη του Τούρκου Μονίμου Αντιπροσώπου Φεριντούν Σινιρλίογλου της 30ής Σεπτεμβρίου 2021.
Η ελληνική κυβέρνηση τονίζει στην επιστολή της προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες ότι οι τουρκικοί ισχυρισμοί ότι «η ελληνική κυριαρχία στα νησιά [του Ανατολικού Αιγαίου] είναι εξαρτημένη από την αποστρατιωτικοποίησή τους» με βάση τις Συνθήκες της Λωζάνης (1923) και των Παρισίων (1947) είναι «νομικά, ιστορικά και πραγματολογικά αστήρικτοι». Σημειώνεται συναφώς ότι η Άγκυρα επιμένει ότι καθώς τίθεται υπό αμφισβήτηση η κυριαρχία, αμφισβητούνται και τα δικαιώματα που απορρέουν από την άσκησή της – στην προκειμένη περίπτωση τα δικαιώματα των νησιών σε θαλάσσιες ζώνες.
Η Αθήνα επικαλείται δύο νομικές υποθέσεις τις οποίες έχει κρίνει το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ) για να ξεκαθαρίσει ότι τα σύνορα και η εδαφική κυριαρχία που έχουν διαμορφωθεί από διεθνείς συνθήκες δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Οι δύο υποθέσεις είναι α) αυτή μεταξύ Καμπότζης και Ταϊλάνδης για τον ναό Preah Vihear (Case Concerning the Temple of Preah Vihear, Cambodia v. Thailand, Judgment of 15 June 1962) και β) εκείνη μεταξύ Λιβύης και Τσαντ (Territorial Dispute, Libyan Arab Jamahiriya/Chad, Judgment of 3 February 1994).
Σύμφωνα με την πρώτη υπόθεση, «όταν δύο χώρες καθορίζουν ένα σύνορο μεταξύ τους», ο πρωταρχικός σκοπός των συνθηκών που καθορίζουν σύνορα και εδαφική κυριαρχία είναι «να επιτύχουν σταθερότητα και οριστικότητα (stability and finality)», όπως αναφέρεται στη σελίδα 34 της απόφασης. Επιπρόσθετα, αυτός είναι ο λόγος που και μετά την υπογραφή μίας τέτοιας συνθήκης, το αποτέλεσμα του καθορισμού ενός συνόρου ή της εδαφικής κυριαρχίας δεν εξαρτάται από τη σχετική συνθήκη, αλλά αποκτά αυτόνομη «ζωή». Όπως το ίδιο το ΔΔΧ τόνισε στην υπόθεση Λιβύης/Τσαντ, «ο ορισμός ενός συνόρου είναι ένα γεγονός το οποίο, εξ’ αρχής, έχει μία δική του νομική ζωή» (the establishment of [a] boundary is a fact which, from the outset, has had a legal life of its own) και «ένα σύνορο που ορίζεται από συνθήκη επιτυγχάνει μία μονιμότητα την οποία δεν απολαμβάνει απαραίτητα η ίδια η συνθήκη» (a boundary established by treaty thus achieves a permanence which the treaty itself does not necessarily enjoy).
«Επομένως», ξεκαθαρίζει η Αθήνα, «κάθε προσπάθεια να αμφισβητηθεί η κυριαρχία της Ελλάδος σε αυτά τα νησιά επί της αθεμελίωτης προϋπόθεσης ότι η Ελλάδα φέρεται να παραβιάζει την υποχρέωσή της να τα αποστρατιωτικοποιήσει με βάσει τις προαναφερθείσες συνθήκες (σσ. Λωζάνης και Παρισίων) αντιβαίνει στη θεμελιώδη αρχή του διεθνούς δικαίου αναφορικά με τη σταθερότητα των συνόρων και των τίτλων κυριαρχίας, όπως επιβεβαιώνονται από τη διεθνή νομολογία». Σε συνέχεια αυτής της θέσης, η Αθήνα υπογραμμίζει ότι όλα τα νησιά διαθέτουν πλήρη δικαιώματα σε όλες τις θαλάσσιες ζώνες χωρίς την παραμικρή νομική αμφισβήτηση.
Η ελληνική πλευρά απορρίπτει φυσικά και όλη την τουρκική επιχειρηματολογία περί επιλεκτικής αποστρατιωτικοποίησης που επέβαλε η Συνθήκη του Μοντρέ του 1936, σύμφωνα με την οποία η Άγκυρα θεωρεί ότι η Λήμνος και η Σαμοθράκη θα έπρεπε να παραμένουν αποστριωτικοποιημένες, όπως και την ύστερη προσπάθεια της τουρκικής πλευράς να δείξει ότι η δήλωση του τότε υπουργού Εξωτερικών Αράς ενώπιον της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης (31 Ιουλίου 1936) ότι η Ελλάδα δεν έχει υποχρέωση να διατηρήσει αποστρατιωτικοποιημένες τις Λήμνο και Σαμοθράκη δεν έχει νομική ισχύ.
Ενδιαφέρον έχει επίσης η ελληνική απάντηση στην προσπάθεια ταύτισης των προβλέψεων της Συνθήκης των Παρισίων του 1947 περί της αποστρατιωτικοποίησης των Δωδεκανήσων με το καθεστώς των νήσων Άαλαντ, που είχε επικαλεστεί ο κ. Σινιρλίογλου στην επιστολή του τον περασμένο Σεπτέμβριο. Η επίκληση της Σύμβασης του 1856 για την αποστρατιωτικοποίηση των νήσων Άαλαντ, που είχε προσαρτηθεί στη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1856, είναι «πλήρως άσχετη και ανεφάρμοστη» στην περίπτωση των Δωδεκανήσων για τον λόγο ότι η Συνθήκη του 1947 δεν αφορά σε ένα «νομικό καθεστώς περί αποστρατιωτικοποίησης». Επιπλέον, η Αθήνα επαναλαμβάνει ότι η Τουρκία είναι «res inter alios acta» σε σχέση με τη Συνθήκη του 1947, το Άρθρο 89 της οποίας επισημαίνει ότι «οι προβλέψεις της δεν παρέχουν κανένα δικαίωμα και όφελος σε κράτη που δεν αποτελούν Μέρη της».
Το γεγονός ότι η Τουρκία «καλεί άλλα Κράτη-Μέρη στις συγκεκριμένες συνθήκες να καλέσουν την Ελλάδα να συμμορφωθεί με τις προβλέψεις τους» επιβεβαιώνει «την επίμονη πρακτική της Τουρκίας να εγείρει ζητήματα που δεν έχουν νομική βάση, μία πρακτική που προσθέτει στην αστάθεια που η χώρα αυτή προκαλεί με τις πράξεις της». Η Αθήνα υπενθυμίζει επίσης τη συνεχή αναβάθμιση και ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων της Τουρκίας, την απειλή πολέμου, αλλά και το ζήτημα των πρόσφατων υπερπτήσεων, τονίζοντας μάλιστα και τη σχετική πρόβλεψη του Άρθρου 13 της Συνθήκης της Λωζάνης ότι αυτές πρέπει να αποφεύγονται. Καλεί τέλος την Άγκυρα να παύσει αυτές τις κινήσεις που συμβάλλουν στην περιφερειακή αστάθεια και να προσέλθει με ειλικρίνεια σε μία ειρηνική επίλυση «της εκκρεμούς διαφοράς» για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) με βάση την καλή γειτονία και το διεθνές δίκαιο.