«Το βαμβάκι είναι σαν τον αέρα που αναπνέουμε. Το έχουμε ανάγκη, το χρησιμοποιούμε, το καταναλώνουμε διαρκώς, χωρίς καν να το σκεφτόμαστε. Πώς όμως φτάσαμε στο σημείο να είναι πανταχού παρόν;».
Ο Σβεν Μπέκερτ, με τον οποίο συζητούμε στον κήπο των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, θέτει πολύ παραστατικά και σε λίγες λέξεις τον προβληματισμό που τον οδήγησε στη συγγραφή της επικείμενης και στα ελληνικά Αυτοκρατορίας του βαμβακιού. Μαζί με τον άνθρακα και τον ατμό το βαμβάκι υπήρξε πράγματι το τρίτο καίριο συστατικό της Βιομηχανικής Επανάστασης στις αρχές του 19ου αιώνα, όμως η εκδοχή της ιστορίας που αφηγείται ο κάτοχος της έδρας Laird Bell στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ δεν είναι η συνήθης ευρωκεντρική ιστορία τεχνικών εφευρέσεων και πολιτισμικών επιδράσεων, η γραμμική εξέλιξη της αλληλεπίδρασης των σιδηροδρόμων και της προτεσταντικής ηθικής.
Sven Beckert – Η αυτοκρατορία του βαμβακιού. Μια παγκόσμια ιστορία
Μετάφραση Πελαγία Μαρκέτου. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2022.
* Το βιβλίο αναμένεται να κυκλοφορήσει στα τέλη Ιουνίου.
Ο αγγλικός υπότιτλος δηλώνει πως πρόκειται για μια «νέα ιστορία του παγκόσμιου καπιταλισμού» και η έμφαση δεν είναι τυχαία: το βιβλίο του Μπέκερτ περιγράφει μια διαδικασία με πλανητικό χαρακτήρα εξαρχής, δεν αποκρύπτει τον κομβικό ρόλο της βίας και της δουλείας στη γένεσή της, παρακολουθεί τη δράση κεφαλαιούχων από την Ελβετία ως την Ινδία, υπογραμμίζει την αγαστή συνεργασία κρατικής εξουσίας και κεφαλαίου, συγκροτεί μια πειστική εξιστόρηση της διασύνδεσης νεωτερικότητας, καπιταλισμού και παγκοσμιοποίησης. Το γεγονός ότι το κατορθώνει ακολουθώντας τη διαδρομή του βαμβακιού στη διάρκεια τριών αιώνων συνιστά επίτευγμα για το οποίο το βιβλίο απέσπασε πολλά βραβεία στις Ηνωμένες Πολιτείες και βρέθηκε στον κατάλογο με τα δέκα σημαντικότερα βιβλία των «New York Times» για το 2015.
Συνομιλήσαμε με τον Σβεν Μπέκερτ στις αρχές της περασμένης εβδομάδας, λίγη ώρα πριν από την προγραμματισμένη διάλεξή του στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, για τις απαρχές του σύγχρονου κόσμου, τις μεταμορφώσεις του καπιταλισμού και την καινοτομία της εμπορικής δικτύωσης.
Πώς η αυτοκρατορία του βαμβακιού συνέβαλε στην αναδημιουργία του σύγχρονου κόσμου και στην ανάδυση του σύγχρονου καπιταλισμού;
«Συνδέοντας τις πλέον απομακρυσμένες περιοχές του. Σκεφτείτε ότι τα βρετανικά εργοστάσια κατεργάζονταν βαμβάκι καλλιεργημένο στις Ηνωμένες Πολιτείες από εργάτες που είχαν μεταφερθεί από την Αφρική. Το ύφασμα παραγόταν με τεχνολογία εισηγμένη από την Ασία και το τελικό προϊόν πωλούνταν στην Αφρική, στη Νότια Αμερική, στην Ασία και πάλι. Επρόκειτο λοιπόν για μια καινοφανή παγκόσμια κατάσταση διασύνδεσης που εισήγαγε τελικά τον καπιταλισμό στη βιομηχανική του φάση, τη στιγμή της ανάδυσης της σύγχρονης οικονομικής ανάπτυξης».
Περιγράφοντας τις απαρχές της Βιομηχανικής Επανάστασης γράφετε πως «βαμβάκι, σκλάβοι και ζάχαρη διακινούνταν ανά τον πλανήτη σε ένα είδος πολύπλοκου εμπορικού χορού». Είναι επομένως η παγκοσμιοποίηση μια τόσο πρώιμη ιδιότητα του βιομηχανικού καπιταλισμού;
«Για τους περισσότερους από εμάς η «παγκοσμιοποίηση» ταυτίζεται με τη δεκαετία του 1990. Στην πράξη όμως η παγκοσμιοποίηση δεν αποτελεί απλώς πρώιμη ιδιότητα, αλλά καταστατική αρχή του καπιταλισμού γιατί ο καπιταλισμός ήταν πάντοτε παγκόσμιος – γεννήθηκε παγκόσμιος. Η παγκοσμιοποίηση προηγείται του οράματος μιας πιθανής Βιομηχανικής Επανάστασης, το οποίο προκύπτει άλλωστε ακριβώς μέσα από αυτή τη διαδικασία: πρώτα έμποροι και γραφειοκράτες αποκτούν επαφές με παραγωγούς, κατακτούν αγορές, συγκροτούν έναν διασυνδεδεμένο κόσμο και έπειτα εμφανίζεται στον ορίζοντα η πιθανότητα της Βιομηχανικής Επανάστασης. Επομένως, αυτή δεν έχει να κάνει απλώς και μόνο με το αν οι Ευρωπαίοι ήταν έξυπνοι εφευρέτες ή προτεστάντες, αλλά κυρίως με την ικανότητα συγκρότησης και διαχείρισης παγκόσμιων δικτύων».
Διακρίνετε μεταξύ «πολεμικού καπιταλισμού» και «βιομηχανικού καπιταλισμού». Συνήθως αυτή η πρότερη φάση του καπιταλισμού αποδίδεται με τον όρο «εμπορικός καπιταλισμός». Γιατί επιλέγετε να δώσετε έμφαση στην έννοια του πολέμου;
«Λόγω της βίας. Δεν χρησιμοποίησα τον όρο «πολεμικός καπιταλισμός» εξαρχής. Στο προσχέδιο του βιβλίου μιλούσα κι εγώ για «εμπορικό καπιταλισμό», όρος που παρεμπιπτόντως είναι ικανοποιητικός, εφόσον αποδίδει το βασικό νόημα – ότι έχουμε να κάνουμε με μια διαφορετική περίοδο σε σχέση με εκείνη του σύγχρονου καπιταλισμού. Αντιλήφθηκα όμως ότι δεν ταίριαζε στο αφήγημά μου. Περιέγραφα μια στιγμή στην ιστορία του καπιταλισμού κατά την οποία η άσκηση βίας ήταν στην ημερήσια διάταξη είτε μιλάμε για την κινητοποίηση του εργατικού δυναμικού, δηλαδή, τη δουλεία, την κατάκτηση εδαφών προς βαμβακοκαλλιέργεια, την έξωση των ιθαγενών από τη γη τους, είτε και για το ίδιο το εμπόριο, μια και οι έμποροι ήταν οπλισμένοι – τα μεγάλα πλοία τους έφεραν κανόνια, με τα οποία όχι σπάνια εξάλειφαν κυριολεκτικά τον ανταγωνισμό! Κατέληξα λοιπόν στον όρο «πολεμικός καπιταλισμός» γιατί θεώρησα πως η εποχή εκείνη αποτελεί μόνιμη εμπόλεμη κατάσταση – μεταξύ δουλοκτητών και δούλων, ιδιοκτητών φυτειών και ιθαγενών, ευρωπαίων εμπόρων και εμπόρων από άλλα μέρη του κόσμου».
Συνάπτετε το κεφάλαιο με την κρατική εξουσία τονίζοντας την παράλληλή τους ανάδυση κατά την περίοδο που συζητούμε.
«Πρόκειται και εδώ για μια αμοιβαία καταστατική συνθήκη: δεν υπάρχει κεφάλαιο χωρίς κρατική εξουσία, ούτε κρατική εξουσία χωρίς κεφάλαιο. Το κεφάλαιο υποβοηθείται από το κράτος μέσω των δασμών, της στρατιωτικής ισχύος, της ρύθμισης του εργατικού δυναμικού και πολλών άλλων. Η σύγχρονη κρατική εξουσία, από την άλλη πλευρά, εδώ και τουλάχιστον 200 χρόνια είναι συνδεδεμένη με την ισχύ της εθνικής οικονομίας. Για να δείτε πόσο αλληλένδετες είναι οι έννοιες της κρατικής εξουσίας και του κεφαλαίου σκεφτείτε πώς τέμνονται στην περίπτωση της αποικιοκρατίας: αμφότερα αναζητούν σε αυτό το σχέδιο την εξάπλωση σε νέες περιοχές του κόσμου».
Η κατεργασία του βαμβακιού δεν είναι όμως μόνο μια ιστορία καπιταλιστικής εξάπλωσης. Γέννησε και κινήματα αντίστασης.
«Το βαμβάκι έπαιξε ρόλο σε πολλά πολιτικά κινήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Αίγυπτο και, κυρίως, στην Ινδία, όπου είχε κεντρικό ρόλο στον λόγο του αντιαποικιακού κινήματος και του κινήματος της ανεξαρτησίας. Ο Μαχάτμα Γκάντι έγραψε εκτεταμένα σχετικά κείμενα και έκλωθε βαμβάκι ο ίδιος για συμβολικούς λόγους, η ανέμη υπήρξε το σύμβολο του Ινδικού Εθνικού Κογκρέσου. Κι αυτό γιατί η Ινδία υπήρξε πρωτοπόρα παγκοσμίως στην παραγωγή βαμβακερών υφασμάτων επί χιλιάδες χρόνια πριν από την έλευση των Βρετανών, επομένως η απώλειά της αυτή γινόταν τώρα η προσωποποίηση όλων των κακών της βρετανικής αποικιοκρατίας. Ομως, μεγάλη σημασία στη διαμόρφωση της όλης ιστορίας που συζητούμε είχαν και τα κοινωνικά κινήματα των λιγότερο ισχυρών, οι συλλογικές δράσεις των εργατών που συνέβαλαν στη βελτίωση της θέσης τους στην Ευρώπη. Επίσης, η αντίσταση των δούλων στην αμερικανική ήπειρο: η επανάσταση της Αϊτής το 1791, ο αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος το 1861. Η οργανωμένη δράση των λιγότερο ισχυρών παρεμβάλλεται εδώ μεταξύ κεφαλαίου και κρατικής εξουσίας και το τελικό αποτέλεσμα είναι μια αυτοκρατορία του βαμβακιού χωρίς δουλεία».
Και πλέον, στην πιο πρόσφατη ως τώρα μεταμόρφωσή της, η αυτοκρατορία αυτή έχει επιστρέψει στην κοιτίδα της, όπως επισημαίνετε.
«Αποτελεί ειρωνεία της ιστορίας ίσως το γεγονός ότι τον 20ό αιώνα η αυτοκρατορία του βαμβακιού επέστρεψε στην κοιτίδα της. Η ευρωπαϊκή στιγμή ήταν πολύ σύντομη τελικά, από το 1800 ως το 1970, περίπου. Οι βαμβακοπαραγωγοί, οι εργάτες και οι υφαντές μπορεί να ανήκουν σε συγκεκριμένα εθνικά κράτη, οι ισχυροί παίκτες όμως σήμερα είναι οι επιχειρήσεις που δίνουν το brand τους στα προϊόντα χωρίς να τα παράγουν οι ίδιες. Πρόκειται για πολυεθνικές εταιρείες που προσωρινά μόνο σχετίζονται με συγκεκριμένες χώρες και αλλάζουν τόπο παραγωγής από τη μια μέρα στην άλλη, πότε στο Μπανγκλαντές, πότε στην Κίνα, πότε στην Αιθιοπία. Βέβαια, η καινοτομία τους δεν είναι ακριβώς αυτή. Και στον 19ο αιώνα η παραγωγή μετακινούνταν, από τη Δυτική Ευρώπη στην Ανατολική, από τον Βορρά των ΗΠΑ στον Νότο. Αυτό που είναι πράγματι καινοφανές είναι η πραγματικά παγκόσμια προοπτική της παραγωγικής δραστηριότητας. Σε σχέση με το παρελθόν, όπου η συλλογική δράση οργανωνόταν σε επίπεδο εθνών-κρατών, αυτό δυσχεραίνει και τη δυνατότητα διεκδίκησης καλύτερων συνθηκών εργασίας».
Στην καταληκτική σας παράγραφο, ωστόσο, εκφράζετε μια νότα αισιοδοξίας: δεν αφηγηθήκατε, λέτε, μόνο μια ιστορία κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, αλλά και μια ιστορία απελευθέρωσης και δημιουργικότητας.
«Ως το 1920 ακόμη κανείς Ευρωπαίος δεν θα μπορούσε καν να φανταστεί έναν κόσμο σαν τον σημερινό όπου η Κίνα είναι η κυρίαρχη παραγωγός βαμβακιού, η Ινδία ισχυρή παρουσία στην παγκόσμια αγορά και η Αγγλία πλήρως ανύπαρκτη. Από τη μια πλευρά αυτό μας δείχνει την τεράστια δημιουργική ισχύ του καπιταλισμού, από την άλλη την απίστευτη ευελιξία του. Ο καπιταλισμός αποτελεί μια διαρκή επανάσταση, όπου τίποτα δεν είναι σταθερό. Η ιστορία του βαμβακιού έχει καταθλιπτικές πλευρές, δείχνει όμως και την τεράστια δημιουργικότητα του ανθρώπινου είδους και την ικανότητά του να αλλάζει τον κόσμο. Αυτή η σκέψη με κάνει ενίοτε αισιόδοξο και για το μέλλον – κάτι μάλλον απερίσκεπτο! Πιστεύω ότι έχουμε την ικανότητα να λύσουμε πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, δεν ξέρω όμως αν διαθέτουμε την απαραίτητη πολιτική βούληση».
Η Ελλάδα, το βαμβάκι και ο κόσμος
Ανάμεσα στα πολλά παραδείγματα πρωτοπόρων βαμβακεμπόρων του 19ου αιώνα κρατάτε μια ιδιαίτερη θέση για τον εμπορικό οίκο των χιωτών αδελφών Ράλλη που δραστηριοποιούνταν στο Λονδίνο, στη Μασσαλία, στην Κωνσταντινούπολη, στην Οδησσό, στην Καλκούτα, στη Βομβάη, στις Ηνωμένες Πολιτείες.
«Συχνά η έννοια της Βιομηχανικής Επανάστασης μας παραπέμπει στις εικόνες των μηχανών, του ατσαλιού, των σιδηροδρόμων. Χωρίς όμως την ικανότητα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και των ευρωπαϊκών κρατών να συνδέουν τον κόσμο με νέους τρόπους, χωρίς την εμπορική πλευρά των πραγμάτων, δεν υπάρχει Βιομηχανική Επανάσταση. Αυτή είναι η περίπτωση του οίκου των αδελφών Ράλλη. Συνδέοντας κέντρα επεξεργασίας και πηγές παραγωγής, τις αγορές της Ινδίας με αυτές της Αμερικής και της Ευρώπης, συνιστούν έναν μικρόκοσμο της ίδιας της αυτοκρατορίας του βαμβακιού. Κάνουν και κάτι άλλο για εμάς, όμως. Μας υπενθυμίζουν το ρόλο της Ελλάδας σε αυτήν. Οι ελληνικές εμπορικές οικογένειες εισήγαγαν την Αίγυπτο στην παγκόσμια αγορά. Αλλά και οι απαρχές της ελληνικής εκβιομηχάνισης προήλθαν από τη βιομηχανία βαμβακερών υφασμάτων. Σήμερα, επιπλέον, η Ελλάδα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός βαμβακιού στην Ευρωπαϊκή Ενωση με 45.000 παραγωγούς. Και φυσικά η Ελλάδα ήταν στην αρχαιότητα ο τόπος από τον οποίο έφτασε το βαμβάκι στην Ευρώπη – υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα του 500 π.Χ. που υποδεικνύουν ότι ήρθε μέσω Ελλάδας από τη Νότια Ασία. Η περιπέτεια του βαμβακιού λοιπόν ξεκινάει ακριβώς από εδώ!».