Στην εκστρατεία του στις τελευταίες γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές, ο τότε υποψήφιος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) και κατόπιν εκλεγείς καγκελάριος Ολαφ Σολτς είχε χρησιμοποιήσει ένα μονολεκτικό σύνθημα: «Σεβασμός». Ο γράφων, ευρισκόμενος τότε στη Γερμανία, είχε ρωτήσει πώς είχε επιλεγεί αυτή η λέξη. Η απάντηση ήταν ότι ο Σολτς την είχε αναδείξει έπειτα από μία συνομιλία που είχε με τον αμερικανό καθηγητή Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ Μάικλ Σαντέλ. «Ελαβα τότε ένα αίτημα από το επιτελείο του Σολτς» λέει στο «Βήμα» ο κ. Σαντέλ κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που μας παραχώρησε με αφορμή το τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Η τυραννία της αξίας: Τι έχει απογίνει το κοινό καλό;», που εκδόθηκε στα ελληνικά από τον εκδοτικό οίκο Πόλις. «Μου είπαν ότι είχε διαβάσει το βιβλίο και ήθελε να με προσκαλέσει σε μία δημόσια συζήτηση για τα ζητήματα που εγείρονται σε αυτό σε σχέση με τη Γερμανία. Συμφώνησα, και αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Εκείνος βρισκόταν σε μία δημόσια συγκέντρωση του κόμματός του και εγώ εμφανίστηκα μέσω βίντεο. Εντυπωσιάστηκα με τον τρόπο που είχε απορροφήσει το βασικό επιχείρημα του βιβλίου» σημειώνει.
Φιλόσοφος με προφίλ ενός ροκ σταρ
Ο Σαντέλ δεν είναι μία τυχαία περίπτωση καθηγητή. Στον αγγλόφωνο κόσμο θεωρείται ένας από τους πλέον φημισμένους διανοουμένους και δεν φοβάται να πει την άποψή του. Για έναν καθηγητή Φιλοσοφίας δε, η δημοτικότητά του είναι εντυπωσιακή. Εχει χαρακτηριστεί ως «ένας φιλόσοφος με το παγκόσμιο προφίλ ενός ροκ σταρ», τα βίντεο από τις διαλέξεις του περί δικαιοσύνης στο YouTube μπορεί κάποιος να τα παρακολουθήσει ελεύθερα και έχουν εκατομμύρια θεατές, ενώ έχει και εκπομπή στον ραδιοφωνικό σταθμό BBC 4 με τίτλο «Ο Δημόσιος Φιλόσοφος», στην οποία αναλύει διάφορα ερωτήματα, όπως π.χ. «Αν η τεχνητή νοημοσύνη θα καταστήσει άχρηστη τη σκέψη». Με το προηγούμενο βιβλίο του με τίτλο «Τι δεν μπορεί να αγοράσει το χρήμα», που ήρθε να προστεθεί στο εμβληματικό «Δικαιοσύνη», ο Σαντέλ είχε αναδειχθεί στον σφοδρότερο επικριτή της ορθοδοξίας της ελεύθερης αγοράς στον αγγλόφωνο κόσμο. Με την «Τυραννία της Αξίας» επιστρέφει κατά κάποιον τρόπο στα νάματα της «Δικαιοσύνης», αναζητώντας τους λόγους που οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες εμφανίζουν αυτή την επικίνδυνη ροπή προς τον λαϊκισμό – με κορυφαία έκφραση την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ και την επιλογή του Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η ύβρις της αξιοκρατίας και το προβοκατόρικο επιχείρημα
Τι συνέβη τελικά με τον Σολτς; «Μοιράστηκε μαζί μου ένα μείζον ζήτημα, που αφορά στο ότι ένα μεγάλο μέρος του αντίδρασης εναντίον των ελίτ στους κόλπους των εργαζομένων οφειλόταν στην εκτεταμένη πεποίθηση ότι άτομα που ανήκουν στην ελίτ και διαθέτουν προσόντα, τους κοιτούν υποτιμητικά. Πίστευε επίσης ότι τα κεντροαριστερά κόμματα είχαν χάσει την επαφή, αλλά και την αξιοπιστία τους, έναντι των κοινωνικών στρωμάτων που κάποτε αποτελούσαν την πρωταρχική εκλογική τους βάση, ακριβώς επειδή είχαν υιοθετήσει αυτό που ονομάζω «ύβρις της αξιοκρατίας»: την ιδέα δηλαδή ότι η τάξη των υψηλά προσοντούχων με πανεπιστημιακά πτυχία έχουν κυριαρχήσει όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στο σύστημα κοινωνικής εκτίμησης. Αυτό έχει δημιουργήσει μία δυσαρέσκεια και ένα παράπονο που είναι κατανοητά, καθώς συνεισφέρουν και εκείνοι στην οικονομία και στο κοινό καλό. Ο Σολτς», προσθέτει ο Σαντέλ, «είχε συλλάβει τη σύνδεση μεταξύ όσων έγραφα και της κατάστασης στη Γερμανία».
Το επόμενο ερώτημα έρχεται κάπως φυσιολογικά. Δεν είναι κάπως προβοκατόρικο να μειώνει κανείς την αξιοκρατία; «Καταλαβαίνω καλά ότι όταν η εναλλακτική επιλογή για την εργασία και τον κοινωνικό ρόλο είναι ο νεποτισμός, το πελατειακό σύστημα, η κληρονομικότητα, ακόμη και η διαφθορά, τότε η αξιοκρατία φαίνεται σαν μία αρχή που απελευθερώνει. Ολοι πρέπει να εξετάζονται με βάση την αξία τους, ανεξάρτητα από τους δεσμούς που έχουν π.χ. μέσω της οικογενείας τους. Αυτή είναι η υπόσχεση της αξιοκρατίας. Γι’ αυτό», μας εξηγεί, «είναι κάπως παράδοξο ότι μία αρχή (principle) που υπόσχεται περισσότερη ισότητα έχει στην πραγματικότητα μετατραπεί σε μία δικαιολογία για ανισότητα ακόμη και σε επίπεδο κοινωνικής αναγνώρισης. Αυτό που με κινητοποίησε να γράψω το βιβλίο ήταν ότι ήθελα να εξηγήσω τη λαϊκιστική αντίδραση εναντίον των ελίτ και των κατεστημένων κομμάτων που εκφράστηκε με δραματικό τρόπο το 2016 στο Brexit και στην εκλογή Τραμπ. Τι κινητοποίησε τον θυμό που αισθάνθηκαν πολλοί εργαζόμενοι άνθρωποι; Ενα στοιχείο», τονίζει, «ήταν ότι ένα από τα βαθύτερα χάσματα στην πολιτική είναι πλέον το μορφωτικό επίπεδο. Αν δείτε το Brexit, ψηφοφόροι χωρίς πανεπιστημιακό πτυχίο ψήφισαν συντριπτικά υπέρ της εξόδου από την ΕΕ και κάτι ανάλογο συνέβη και με την εκλογή Τραμπ. Είχε πει μάλιστα ο Τραμπ σε μία προεκλογική συγκέντρωση: «Αγαπώ αυτούς με χαμηλό επίπεδο μόρφωσης»».
Πώς ορίζονται η επιτυχία και η αποτυχία;
Για τον αμερικανό καθηγητή, το χάσμα μεταξύ «νικητών και χαμένων» έχει βαθύνει τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες και δηλητηριάζει τα πολιτικά συστήματα. Αυτό σχετίζεται με την αυξανόμενη ανισότητα πλούτου που παράγει η παγκοσμιοποίηση. «Κατά τη δική μου άποψη όμως», τονίζει, «είχε να κάνει και με διαφορετικές απόψεις σχετικά με την επιτυχία. Αυτοί που ανέβηκαν την κοινωνική σκάλα νόμισαν πως το γεγονός ότι βρέθηκαν εκεί ήταν αποτέλεσμα μόνο των δικών τους ενεργειών και ότι αυτό είναι το μέτρο της αξίας τους – σε αντίθεση με όσους αγωνίζονται ή και δυσκολεύονται, έχοντας ίσως μείνει πίσω λόγω της παγκοσμιοποίησης, που μάλλον είναι άξιοι της μοίρας τους».
Ο ορισμός της επιτυχίας είναι μία δύσκολη εξίσωση. «Στις κοινωνίες μας, όπου η αξία και η επιτυχία ορίζονται σε μεγάλο βαθμό με όρους της αγοράς, η επιτυχία δυστυχώς ορίζεται ως οικονομική επιτυχία με συνακόλουθη πρόσβαση σε θέσεις εργασίας με υψηλές αποδοχές. Και πριν από αυτό υπάρχει η είσοδος σε πανεπιστημιακά ιδρύματα που ανοίγουν τις πόρτες για τέτοιες καριέρες. Αυτός δεν είναι ο ορισμός που δίνω εγώ, αλλά αυτός που δίνουν οι νέοι άνθρωποι. Προσωπικά τους παροτρύνω να προσεγγίζουν τον ορισμό της επιτυχίας λίγο πιο κριτικά» λέει.
Οι «έμποροι της δυσαρέσκειας»
Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι όσοι εκμεταλλεύονται πολιτικά αυτές τις ανισότητες είναι άνθρωποι που μάλλον θα χαρακτηρίζονταν ελίτ. Δεν ήταν άλλωστε μέρος μιας ελίτ και ο Τραμπ ή, σήμερα, το νέο… πουλέν του, με έδρα το Οχάιο, ο Τζ. Ντ. Βανς (απόφοιτος του Γέιλ);
«Αυτή είναι πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση! Νομίζω», λέει ο κ. Σαντέλ, «ότι πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ δύο διαφορετικών κατηγοριών ελίτ. Ο Τραμπ ασφαλώς ανήκει στην ελίτ, από την άποψη ότι είναι ένας πλούσιος άνθρωπος που ακολούθησε πολιτικές που εξυπηρέτησαν τα συμφέροντα της κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκει. Η συντριπτική πλειοψηφία των περικοπών φόρων που επέβαλε ήταν προς όφελος των πλουσίων και των μεγάλων επιχειρήσεων. Μόνο ένα μικρό μέρος πήγε σε όσους από την εργατική τάξη τον υποστήριξαν. Για πολιτικούς λόγους όμως, ο Τραμπ επιτέθηκε με επιτυχία όχι στις ελίτ που έχουν πολλά χρήματα, διότι είναι ένας από αυτούς, αλλά στις πολιτισμικές, ακαδημαϊκές, μιντιακές ελίτ, εναντίον ανθρώπων με καλές σπουδές, εναντίον ανθρώπων που ανήκουν στις επιστημονικές ελίτ. Και οι άνθρωποι που ψήφισαν Τραμπ δεν νοιάζονταν που ο ίδιος είναι πλούσιος, δεν τον έβλεπαν ως ελίτ με βάση πολιτισμικούς όρους». Για τον ίδιο, «ο θυμός εναντίον των ελίτ σχετίζεται περισσότερο με την κοινωνική αναγνώριση, την εκτίμηση, τον σεβασμό, παρά με την οικονομική κατάσταση. Υπάρχει μία αίσθηση στην εργατική τάξη ότι η δουλειά που κάνουν, καθώς και οι ίδιοι ως άνθρωποι, δεν αναγνωρίζονται». Ο Τραμπ μετέφρασε «αυτό το αίσθημα αδικίας σε πολιτική».
Η παγκοσμιοποίηση βάθυνε την ανισότητα
Ο Σαντέλ αναλύει εκτενώς στο βιβλίο του τη διάβρωση της αξιοπρέπειας της εργασίας που αισθάνονται τα μέλη της εργατικής τάξης. Αναδύεται κομβικό το ερώτημα πώς αντιστρέφεται αυτό το αίσθημα. Και το πρώτο είναι, όπως λέει, «η αλλαγή των όρων του δημοσίου διαλόγου. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 40 ετών περίπου, η παγκοσμιοποίηση βάθυνε την ανισότητα στα εισοδήματα και στον πλούτο. Τα κατεστημένα πολιτικά κόμματα τόσο της Κεντροδεξιάς όσο και της Κεντροαριστεράς απάντησαν στη διευρυνόμενη ανισότητα και στην απώλεια θέσεων εργασίας όχι προτείνοντας μία ουσιαστική διαρθρωτική μεταρρύθμιση της οικονομίας αλλά αντιθέτως λέγοντας στους εργάτες ότι το πρόβλημα είναι αυτοί οι ίδιοι και όχι η δομή της οικονομίας».
Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόταση ήταν ότι αν κάποιος ήθελε να είναι ανταγωνιστικός πρέπει να πάρει ένα πτυχίο πανεπιστημίου. «Στο βιβλίο μου το ονομάζω αυτό «η ρητορική της ανόδου». Αυτή η ρητορική αντικατοπτρίζει μία λύση που δεν είναι λύση. Και αυτό όχι επειδή δεν πρέπει να ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους να πάνε στο πανεπιστήμιο. Αυτό όμως που έχασαν οι ελίτ αλλά και τα κατεστημένα κόμματα ήταν η προσβολή που ενυπάρχει σε αυτή τη συμβουλή. Το μήνυμα που έστειλε στους εργαζομένους ήταν ότι αν δεν έχετε πτυχίο και δυσκολεύεστε στη νέα οικονομία, τότε η αποτυχία είναι δικό σας φταίξιμο» μας λέει. Και προσθέτει: «Πρέπει να μετακινηθούμε από τη λογική της αξιοκρατίας στην αξιοπρέπεια της εργασίας».
Πόσο τον ανησυχεί ότι η πρόοδος της τεχνολογίας μπορεί να λειτουργήσει εναντίον αυτής της λογικής; «Συχνά υποθέτουμε – και οι πολιτικοί ενισχύουν αυτή την υπόθεση – ότι ο τρόπος με τον οποίο η τεχνολογία απειλεί την απασχόληση είναι απλά κάτι το φυσιολογικό, ότι η τεχνολογία έχει μία λογική πέραν του ανθρώπινου ελέγχου. Η άποψή μου», εξηγεί εμφατικά, «είναι ότι πρόκειται για μία λανθασμένη οπτική της τεχνολογίας. Η τεχνολογία δεν είναι μία απλή δύναμη της φύσης. Μπορεί να προσανατολιστεί προς συγκεκριμένη κατεύθυνση και δεν υπάρχει κανένας λόγος να καταστρέφει δουλειές για όσους δεν διαθέτουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση, αλλά να κατευθυνθεί προς την αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων. Μιλάμε για πολιτικές αποφάσεις, όπως και για επενδυτικές προτεραιότητες».
Δικαιότερες κοινωνίες η απάντηση στον λαϊκισμό
Μία δικαιότερη κοινωνία είναι, κατά τον κ. Σαντέλ, η καλύτερη απάντηση στον λαϊκισμό. «Αυτό είναι το κεντρικό πολιτικό ερώτημα των ημερών μας. Πρέπει να σκεφθούμε υπεύθυνα τις πολιτικές μας επιλογές, ώστε να αντιμετωπίσουμε τις αγωνίες και τη δυσαρέσκεια που οδηγούν πολλούς ανθρώπους στον δεξιό λαϊκισμό. Αυτό σημαίνει», καταλήγει, «ότι οι κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις θα πρέπει να έχουν ένα όραμα για μία δικαιότερη κοινωνία, τόσο από την άποψη της δικαιοσύνης της αναδιανομής όσο και της δικαιοσύνης της συνεισφοράς». Και το πρώτο βήμα είναι η αξιοπρέπεια της εργασίας, καθώς η εργασία «δεν αφορά μόνο το να βγάζει κάποιος τα προς το ζην. Αφορά τη συνεισφορά ενός ανθρώπου στην οικονομία και στο κοινό καλό. Να κερδίζει την κοινωνική αναγνώριση για αυτό που κάνει».
Το παράδειγμα της φορολογίας είναι ενδεικτικό. «Ο τρόπος με τον οποίο φορολογούμε αντανακλά τις αξίες μας. Αυτό που σήμερα βλέπουμε είναι ότι οι επενδύσεις κεφαλαίου ή όσοι ασχολούνται με τη χρηματοοικονομική κερδοσκοπία φορολογούνται χαμηλότερα από την εργατική τάξη» υπογραμμίζει. Επίσης, ένας φόρος στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές ή στις ψηφιακά στοχευμένες διαφημίσεις που κατακλύζουν τις εταιρείες κοινωνικών δικτύων θα ήταν κινήσεις προς τη σωστή κατεύθυνση.