« Χωρίς τη γλώσσα
δεν έχει χέρια η αγάπη
Στερνή μας γνώση, ότι αν κάπου αποσκοπεί η εξέλιξη της γλώσσας όπως και αυτή του διαδικτύου, δεν είναι για να κυριαρχήσουμε αλλά για να διασώσουμε την αιώνια λιακάδα, τη φλόγα που καίει μέσα σε κάθε πλάσμα. Παρόλα αυτά, και για λόγους ακόμη αδιευκρίνιστους, η εξέλιξη εξακολουθεί να παράγει ατζαμήδες και τις ατζαμοσύνες τους. Ίσως χωρίς σασπένς, χωρίς την εκδοχή του αφανισμού της, να μην έχει ούτε η ζωή ενδιαφέρον.
Η σκέψη χορεύει όταν είναι ολομόναχη. Αν ξαφνικά αντιληφθεί ένα ζευγάρι μάτια στο σκοτάδι, θα παγώσει. Ο εισβολέας δεν θα αντικρύσει ποτέ την μεγαλειώδη χορογραφία, ο χορός κάτω απ’ το αδιάκριτο βλέμμα θα χάσει σε πλαστικότητα, πλούτο και ελευθερία· η σκέψη τότε θα προσποιηθεί τον χορό. Συμβαίνει αυτή τη στιγμή σε ολόκληρο τον κόσμο. Για όσο θα παραμένει πάνω μας το μάτι που ελέγχει, η προσποίηση είναι μια λύση, όμως η νεκροφάνεια θα έφερνε πιο γρήγορα αποτελέσματα.
Από το άγριο κοπάδι της σκέψης, μόνο το δικό σου θηρίο μπορείς να εξημερώσεις, κι αυτό με δυσκολία, με καρτέρι και ξεμονάχιασμα: οι τεχνικές της εμπιστοσύνης είναι τεχνικές του κυνηγού.
Μπορείς άραγε να εμπιστευτείς τον εαυτό σου πέρα ως πέρα; Να του εκμαιεύσεις την αλήθεια και να ορκιστείς ότι δεν θα την ξεράσεις σε λάθος άνθρωπο;
Όχι μόνο να μη βλέπουν οι άλλοι τι σκέφτεσαι, αλλά κι εσύ ο ίδιος να μην βλέπεις. Η ίδια η ιερή γεννήτρια παράγει φως και συσκότιση.
Ενίοτε ένας εχθρός είναι προτιμότερος από το φίλο. Μπορεί να ξεδιπλώσει το ταμπεραμέντο σου, να σου διδάξει τον ελιγμό και τις προϋποθέσεις μιας σύγκρουσης, ενώ η φιλία σκοντάφτει ηλιθιωδώς στα όρια του πιο αδύναμου. Στενά δωμάτια γεμάτα παλιούς μπουφέδες και μπαουλοντίβανα. Ελάχιστες κινήσεις, πανομοιότυπες διαδρομές.
Η εποχή παραγγέλνει πολεμιστές, το οικονομικό και αναλώσιμο ανθρώπινο μοντέλο. Σώμα και δόρυ, χωρίς τη γλώσσα. Ρυθμός δωρικός, χωρίς τη μελωδία. Αλλά για τι; Τι έμεινε που να μην προδώσαμε και που να αξίζει γι’ αυτό να πολεμήσουμε; Ούτε οι γυναίκες, ούτε τα παιδιά. Ούτε οι θάλασσές μας, τα περιβόλια, τα τραγούδια μας. Χωρίς την αγάπη δεν έχει νόημα ο πόλεμος. Όπως δεν έχει ούτε η ζωή.
Μα, για το χρήμα, τι άλλο; Ωμό και ασυνόδευτο. Σε τι ωφελούν οι ρητορείες κι η πειθώ; Ένας εκβιασμός αρκεί. Πληθαίνουν οι απελπισμένοι που εξαπατούν τον εαυτό τους ισχυριζόμενοι ότι είναι απλώς κυνικοί.
Μπορώ να φανταστώ την ολιγόλεπτη ομορφιά του θανάτου στο πεδίο των αρχαίων μαχών, καθώς και την εξιδανίκευσή του. Ο ουρανός σκέπει το πληγωμένο σώμα, το αίμα κελαρυστό τραβάει για τις υπόγειες φλέβες, η γαλήνη αποκτά σχήμα σφαιρικό και χρώμα γαλαζοπράσινο, ονόματα με χρυσά γράμματα σκαλίζονται πάνω στα μάρμαρα. Έπειτα σκέφτομαι το Χάρκοβο, τη Μαριούπολη και τη φριχτή μαύρη φιγούρα του Ερημωτή τους. Όχι, δεν υπάρχει καλή πλευρά σ’ αυτόν τον πόλεμο. Κι ούτε υπάρχει καμιά αλήθεια που να μπορείς να την τραβήξεις ώστε να σκεπάσει όλα τα ψέματα.
Μελαγχολία είναι αυτό που απομένει στον πάτο μιας όμορφης μέρας – ή μιας όμορφης ζωής. Οι λίγες σταγόνες στο ποτηράκι του λικέρ που θυμίζουν τα μάτια της Έμιλυ. Μελαγχολία για την ομορφιά που έδυσε μέσα στις ίριδες και για την θνητότητά της, αλλά κυρίως, για την αχόρταστη ανάγκη μας για ομορφιά. Μελαγχολία είναι οι πρώτες νότες στο ταξίμι της στέρησης.
Επίπεδη γη και να εκτείνεται στο άπειρο, να μην υπάρχει γυρισμός.»
*από την συλλογή «Ρήξη» (υπό έκδοση από την Περισπωμένη) «Δενδρίτες ΧV περί του κρύπτεσθαι» της ποιήτριας Ευγενίας Βάγια, που μπορεί να πει ό,τι δεν δύναμαι να πω.