Οι τρέχουσες οικονομικές εξελίξεις δεν είναι και οι καλύτερες. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία πολλαπλασίασε τις αβεβαιότητες που είχαν γεννήσει οι διαταραχές στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, με αποτέλεσμα η κρίση προσφοράς να λάβει διαστάσεις και οι πληθωριστικές πιέσεις να ενταθούν και να γενικευθούν.
Αυτή τη στιγμή οι μεγάλες αυξήσεις στις τιμές του φυσικού αερίου, του πετρελαίου και του ηλεκτρικού ρεύματος επιδρούν σε ολόκληρο το φάσμα των οικονομικών δραστηριοτήτων και αυξάνουν το παραγωγικό κόστος αγαθών και υπηρεσιών, των τροφίμων συμπεριλαμβανομένων.
Αρκεί να σημειώσει κανείς ότι οι τιμές των δημητριακών, των σιτηρών και του καλαμποκιού αναμένεται να υπερδιπλασιαστούν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, ιδιαιτέρως για τα χειμαζόμενα νοικοκυριά.
Οι επικρατούσες ανατιμητικές τάσεις κλονίζουν, με τη σειρά τους, τις αγορές ομολόγων και μετοχών και μαζί ενισχύουν τις φωνές εκείνων που διεκδικούν χρησιμοποίηση των εργαλείων της νομισματικής πολιτικής, απαιτώντας ταχεία και γενναία αύξηση των επιτοκίων. Γενικώς ο ορατός οικονομικός ορίζοντας φαντάζει νεφοσκεπής. Ο πληθωρισμός ειδικότερα αναστατώνει συνολικά την οικονομία, απομειώνει τα εισοδήματα, πλήττει κυρίως τις ασθενέστερες των τάξεων, ενισχύοντας αναπόφευκτα τις διεκδικήσεις και τις πιέσεις στην πολιτική.
Η κυβέρνηση έχει κάνει μια πολύ συγκεκριμένη επιλογή. Αντιμετωπίζει τις υπεραυξημένες τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος ως την κύρια πηγή των πληθωριστικών πιέσεων και πιστεύει πως αν ελεγχθούν αυτές, θα «ξεδοντιαστεί» ο πληθωρισμός. Γι’ αυτό και έχει μεταφέρει όλο το βάρος της παρέμβασής της στο ηλεκτρικό ρεύμα, αποφεύγοντας οποιαδήποτε άλλη παρέμβαση, π.χ. στις τιμές των καυσίμων.
Ουσιαστικά, μέσω της επιδότησης των τιμών του ρεύματος σε νοικοικυριά και επιχειρήσεις, ελπίζει ότι θα αμβλύνει τις συνέπειες, θα περιορίσει τη διάχυση των πληθωριστικών προσδοκιών και θα κερδίσει χρόνο, υπολογίζοντας ότι κάποια στιγμή ο πόλεμος θα τελειώσει ή καλύτερα το βάρος του θα απομειωθεί και η πληθωριστική πίεση βαθμιαία θα περιοριστεί. Στην κυβέρνηση θέλουν να πιστεύουν ότι μέχρι το τέλος του καλοκαιριού θα έχουν υπάρξει εξελίξεις στο πολεμικό μέτωπο και ο πληθωρισμός θα αρχίσει να δίνει σημάδια υποχώρησης από τον προσεχή Αύγουστο και πέρα.
Ουσιαστικά η κυβέρνηση επιμένει να πολιτεύεται σε μεσοπρόθεσμη βάση και να «χτίζει» με γνώμονα τις προηγούμενες προοπτικές και συνθήκες. Ο Πρωθυπουργός προσβλέπει περισσότερο στις ευκαιρίες που η συνεπής και σταθερή στάση απέναντι στις έκτακτες συνθήκες διαμορφώνει παρά σε οτιδήποτε άλλο. Γι’ αυτό και επέλεξε να τοποθετηθεί όπως τοποθετήθηκε στις ΗΠΑ και γι’ αυτό δεν απομακρύνεται, παρά τις πολλές κρίσεις, από το αρχικό σχέδιο των αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων στην οικονομία.
Εκτιμά ότι αυτή η στάση και επιλογή του προσθέτει ευκαιρίες και δυνατότητες. Θεωρεί ότι στο τέλος του κύκλου των επάλληλων κρίσεων η Ελλάδα θα έχει περισσότερα να ωφεληθεί παρά να χάσει.
Είναι αυτό ένα στοίχημα δύσκολο και εν πολλοίς παράδοξο για τα ελληνικά πολιτικά ήθη. Οπως έχει σημειώσει σε ανύποπτο χρόνο ο καθηγητής Γιάννης Σπράος, «η ελληνική πολιτική πάσχει από βραχυπροθεσμοπάθεια», γι’ αυτό και οι κατά καιρούς πολιτικές παραμένουν, κατά βάση, ανολοκλήρωτες. Ο κ. Μητσοτάκης είναι αλήθεια ότι παλεύει να ξεφύγει από αυτή την τόσο προβληματική παράδοση.
Αν τα καταφέρει και ξεπεράσει το ρίσκο που αναλαμβάνει, θα έχει πολλά να κερδίσει.