Μετά από 88 ημέρες πολέμου τα πλήγματα στις ελληνικές επιχειρήσεις που είχαν εξαγωγική, εμπορική ή ακόμη και παραγωγική δραστηριότητα σε Ρωσία και Ουκρανία πολλαπλασιάζονται, ενώ την ίδια ώρα η κρίση στην εφοδιαστική αλυσίδα δημιουργεί πίεση και σε εταιρείες οι οποίες παρότι δεν έχουν άμεση έκθεση στις εν λόγω περιοχές, αρχίζουν να βιώνουν την εποχή των μεγάλων ελλείψεων.
Ολα τα σενάρια παραμένουν ανοιχτά για την παρουσία της Coca-Cola HBC στη Ρωσία, η διοίκηση της οποίας δήλωσε ότι «αξιολογεί όλες τις επιλογές» και «εργάζεται σε στενή ευθυγράμμιση» με τη The Coca-Cola Company προκειμένου να εφαρμόσει την απόφαση του αμερικανικού γίγαντα των αναψυκτικών, που ελήφθη στις 8 Μαρτίου, να σταματήσει η παραγωγή και η πώληση της Coca-Cola στη χώρα και των άλλων εμπορικών σημάτων της εταιρείας, όπως Fanta, Coke Zero και Schweppes.
Εχοντας σταματήσει τις παραγγελίες συμπυκνωμένης πρώτης ύλης, η εταιρεία δηλώνει ότι διατηρεί μια πολύ μικρότερη παρουσία στη ρωσική αγορά, επικεντρωμένη σε τοπικά εμπορικά σήματα. Μεταξύ άλλων η Coca-Cola HBC παράγει στη Ρωσία τους χυμούς Dobry, Rich και Moya.
Οι αποφάσεις της για το… ρωσικό της μέλλον θα ανακοινωθούν το επόμενο διάστημα, όπως και το ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στα οικονομικά της αποτελέσματα που θα προκύψουν από αυτές τις αποφάσεις.
Ενδεχομένως η εταιρεία, η οποία, εξαιρουμένης της Ρωσίας και της Ουκρανίας, κατέγραψε οργανική αύξηση εσόδων 25,9% το πρώτο τρίμηνο του έτους, να είναι σε θέση να ξαναδώσει guidance για το 2022 μετά το τέλος του πρώτου εξαμήνου ανέφερε ο Zoran Bogdanovic, CEO της Coca-Cola HBC, στην ενημέρωση των αναλυτών.
Αβεβαιότητα για τη Frigoglass
Σε διαδικασία εξέτασης των στρατηγικών επιλογών της βρίσκεται και η Frigoglass, με τον Νίκο Μαμουλή, διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας, να δηλώνει πως το υφιστάμενο γεωπολιτικό περιβάλλον έχει προκαλέσει σημαντική αβεβαιότητα αναφορικά με τις λειτουργικές και τις οικονομικές επιδόσεις του έτους.
Η διοίκηση της εταιρείας αναφέρει ότι η ζήτηση στη Δυτική Ευρώπη συνεχίζει να υπόκειται σε περιορισμούς λόγω των σημαντικών δυσχερειών στη μεταφορά τελικών και ημιέτοιμων προϊόντων από τη Ρωσία καθώς και των δυσκολιών στην προμήθεια πρώτων υλών για το εργοστάσιό της στην ίδια χώρα. Μετά την καταστροφική πυρκαγιά στο εργοστάσιό της στην Τιμισοάρα της Ρουμανίας τον περασμένο Ιούνιο, το ρωσικό εργοστάσιο αποτελεί την κύρια μονάδα παραγωγής επαγγελματικών ψυγείων της Frigoglass στην Ευρώπη. Το εργοστάσιο στη Ρουμανία αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία στις αρχές του 2023.
Πονοκέφαλος «out of stock» για τη Fourlis
Ακόμη και όσοι δεν έχουν άμεση σχέση με την εμπόλεμη ζώνη, όπως ο όμιλος Fourlis, βιώνουν τις επιπτώσεις της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Οι ελλείψεις στα καταστήματα IKEA, που υπολογίζονταν σε 5%-6% λόγω της πανδημίας, πλέον εξαιτίας του πολέμου σχεδόν τριπλασιάστηκαν, αγγίζοντας το 12%-15%.
Οι καθυστερήσεις στην αναπλήρωση των προϊόντων και η ένταση των πληθωριστικών πιέσεων έχουν ως αποτέλεσμα οι επιδόσεις του πρώτου τριμήνου, παρότι θετικές, να είναι χαμηλότερες από εκείνες που είχε θέσει η διοίκηση εσωτερικά. Ο στόχος για το πρώτο τρίμηνο εφέτος είχε τοποθετηθεί 10% υψηλότερα.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο επικεφαλής του ομίλου, Βασίλης Φουρλής, υπολογίζει ότι από τις ελλείψεις στα ράφια των καταστημάτων της σουηδικής αλυσίδας σε Ελλάδα και στις άλλες αγορές που έχει τα δικαιώματα της σουηδικής αλυσίδας επίπλων χάνει πωλήσεις της τάξεως του 15%-20% στην κατηγορία είδη σπιτιού.
Τα Πλαστικά Κρήτης
Προειδοποίηση για μείωση κερδοφορίας, συνεπεία της γενικευμένης αύξησης στις τιμές πρώτων υλών καθώς και σε ενεργειακό και μεταφορικό κόστος, την οποία προκάλεσαν η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και οι κυρώσεις της Δύσης, έδωσε με τη δημοσίευση της ετήσιας Οικονομικής Εκθεσης έτους 2021 η εταιρεία Πλαστικά Κρήτης.
Οι παραπάνω αυξήσεις στο κόστος εκτιμάται ότι δεν θα καταστεί εφικτό να μετακυλιστούν στο σύνολό τους στις τιμές πώλησης. Εξάλλου, η μεγάλη αύξηση των τιμών έχει επηρεάσει αρνητικά τη ζήτηση σε ορισμένες αγορές, με αποτέλεσμα να παρατηρείται και κάποια μείωση του όγκου πωλήσεων, επισημαίνεται.
Το εργοστάσιο του ομίλου στη Ρωσία λειτουργεί αλλά με μειωμένη παραγωγή και πωλήσεις, λόγω των συνεπειών του πολέμου στη ζήτηση και των δυσκολιών εξασφάλισης των εισαγόμενων πρώτων υλών.