Σε ορισμένες στιγμές θυμίζει τα εξαρτημένα αντανακλαστικά που μελετούσε ο Παβλόφ. Ο λόγος για το πώς αντιδρούν ορισμένα δυτικά ΜΜΕ και κέντρα σκέψης οποτεδήποτε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιλέγει μια θέση που δεν είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένη με το πώς ορίζεται η δυτική γεωπολιτική «ορθοδοξία» σε κάθε δεδομένη στιγμή.
Αμέσως παράγεται ένας κύμα από αναλύσεις και εντιτόριαλ που αναφέρονται στο ότι «εκβιάζει», υπενθυμίζουν ότι είναι ένας «αυταρχικός ηγέτης» και σπεύδουν να τον συγκρίνουν – ή ακόμη και να τον ταυτίσουν – με τον Πούτιν ή τον Όρμπαν. Ορισμένοι μάλιστα σπεύδουν να απαιτήσουν τον εξοστρακισμό της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ υποστηρίζοντας ότι είναι ένας «Δούρειος Ίππος» μέσα στο ΝΑΤΟ.
Το κύμα ξεδιπλώνεται, συναντά ευήκοα ώτα διαμορφωμένα από την αναπαραγωγή αντίστοιχης ρητορικής και στο παρελθόν και μετά απλώς περιμένουμε την επόμενη αφορμή.
Αυτό που συνήθως δεν γίνεται είναι ακριβώς μια προσπάθεια να αναλυθεί το τι ακριβώς κάνει η Τουρκία, γιατί το κάνει, ποιον υπολογισμό έχει και ποια ρίσκα όντως αναλαμβάνει.
Δεν είναι η πρώτη φορά που «εκβιάζει» η Τουρκία
Η Τουρκία και άλλες φορές έχει δοκιμάσει να εγείρει ζητήματα μέσα στο ΝΑΤΟ σε μια προσπάθεια να αποσπάσει δεσμεύσεις ή παραχωρήσεις. Στο όχι και τόσο μακρινό 2009 οι ΗΠΑ θα βρεθούν αντιμέτωπες με το βέτο της τουρκικής κυβέρνησης στην τοποθέτηση του Δανού πρωθυπουργού Άντερς Ράσμουσεν στη θέση του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ. Η Τουρκία, που είναι η μόνη μουσουλμανική χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, υποστήριξε ότι δεν μπορούσε να αποδεχτεί τη στάση του Ράσμουσεν στο ζήτημα που είχε προκύψει με «σκίτσα του Προφήτη». Ανεπισήμως, η Τουρκία κυρίως ζητούσε να σταματήσει το κουρδικό δορυφορικό τηλεοπτικό κανάλι Roj TV που θεωρούσε ότι ελεγχόταν πλήρως από το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK). Τελικά, η Τουρκία θα αποδεχτεί τον Ράσμουσεν και έναν χρόνο μετά, το Roj TV θα κατηγορηθεί από τον γενική εισαγγελία της Δανίας για «προώθηση τρομοκρατικών δραστηριοτήτων». Για ένα διάστημα θα παραμείνει στον αέρα και τελικά θα κλείσει.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 2019, η Τουρκία θα μπλοκάρει την εφαρμογή του σχεδίου του ΝΑΤΟ για την άμυνα της Πολωνίας και χωρών της Βαλτικής. Αυτή τη φορά το αίτημα που έθεσε ήταν να συμπεριληφθεί και το PYD, το κουρδικό Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης στη Συρία, στις τρομοκρατικές οργανώσεις, καθώς η Τουρκία υποστηρίζει ότι είναι απλώς ο συριακός κλάδος του PKK. Η Τουρκία γνώριζε ότι αυτό θα ήταν πολύ δύσκολο, καθώς η ένοπλη πτέρυγα του PYD, αποτελεί τον βασικό σύμμαχο των ΗΠΑ στη Βορειοανατολική Συρία. Όμως, αυτό που κυρίως ήθελε ήταν να ξεπεραστούν οι διάφορες αντιρρήσεις που είχαν διατυπωθεί από ευρωπαϊκές χώρες στην τουρκική στρατιωτική επιχείρηση στο Συριακό έδαφος που είχε ξεκινήσει λίγο νωρίτερα. Αυτό εξηγεί και γιατί στο τέλος η Τουρκία θα συναινέσει στην εφαρμογή του σχεδίου.
Γιατί είναι τόσο σημαντικό το Κουρδικό για την Τουρκία
Μία παράμετρος που συχνά υποτιμάμε είναι η ειδική βαρύτητα που έχει το κουρδικό ζήτημα για την τουρκική κυβέρνηση. Το Κουρδικό ούτως ή άλλως είναι μια ανοιχτή πληγή για την Τουρκία, είναι το όριο της ίδιας της εθνικής της συγκρότησης, με την έννοια ότι ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού δεν αισθάνεται ότι μοιράζεται το ίδιο εθνικό αφήγημα.
Ο Ερντογάν σε πρώτη φάση προσπάθησε να λύσει το ζήτημα με όρους ενσωμάτωσης των Κούρδων, κυρίως μέσα από την αναγνώριση και της γλώσσα και της πολιτιστικής ταυτότητας. Άλλωστε, το AKP είχε σημαντική υποστήριξη σε ένα συντηρητικό και ευσεβές τμήμα του κουρδικού εκλογικού ακροατηρίου.
Όμως, αυτή η προσπάθεια σύντομα θα αντικατασταθεί από την επιστροφή στη γραμμή της βίαιης αντιπαράθεσης. Ρόλο σε αυτό θα παίξει και η κατάσταση στη Συρία. Η προοπτική αποδιάρθρωσης της Συρίας, με παράλληλη εμφάνιση μιας οιονεί κουρδικής κρατικής οντότητας δίπλα στα σύνορα με την Τουρκία, ενεργοποίησε όλους τους Τουρκικούς φόβους. Και τα πράγματα έγιναν χειρότερα όταν οι ΗΠΑ επέλεξαν να συνεργαστούν με τους Κούρδους της Συρίας, όχι μόνο απέναντι στο Ισλαμικό Κράτος, αλλά και συνολικότερα. Αυτή τη στιγμή οι Κούρδοι της Συρίας, οι πολιτοφυλακές των οποίων εξοπλίζονται από τις ΗΠΑ, μαζί με τις μικρές αριθμηματικά δυνάμεις των ΗΠΑ που έχουν παραμείνει, αποτελούν ουσιαστικά την αμερικανική παρουσία στη Συρία και ο τρόπος που μπορούν ακόμη να ασκήσουν πίεση, με δεδομένη την κατά βάση κατίσχυση της κυβέρνησης Άσαντ.
Με το βλέμμα στις ΗΠΑ
Με αυτή την έννοια, η Τουρκία σε μικρό βαθμό διεκδικεί όντως κάτι από τη Φινλανδία και τη Σουηδία. Προφανώς και η Τουρκία ενοχλείται από το ότι οι χώρες αυτές στεγάζουν οργανώσεις της κουρδικής διασποράς, όπως και από τις επαφές που έχουν με το PYD και στη στήριξη που προσφέρουν στη δράση του στη Συρία.
Κυρίως, όμως, το μήνυμα είναι προς τις ΗΠΑ, θεωρώντας ότι είναι η αμερικανική στάση που γεννά τα μεγαλύτερα προβλήματα. Μπλοκάροντας, προσωρινά, μια βασική αμερικανική επιλογή, η Τουρκία ελπίζει να αποσπάσει ακόμη μεγαλύτερες δεσμεύσεις από τις ΗΠΑ.
Το λάθος να αντιμετωπίζεται η Τουρκία ως «φιλορωσική» δύναμη
Συχνά η Τουρκία παρουσιάζεται ως μια δύναμη που συμπορεύεται με τη Ρωσία. Μάλιστα συχνές είναι οι αναφορές στο ότι ο Ερντογάν υποτίθεται ότι μοιράζεται το ίδιο πρότυπο αυταρχικής ηγεσίας με τον Πούτιν. Το γεγονός ότι η Τουρκία προμηθεύτηκε πυραυλικά συστήματα S-400 από τη Ρωσία, ότι το τουρκικό πυρηνικό εργοστάσιο που κατασκευάζεται είναι ρωσικής τεχνολογίας, ότι η Τουρκία έχει αρνηθεί να επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία, όλα αυτά παρουσιάζονται ως αποδείξεις της φιλορωσικής στροφής της Τουρκίας.
Μόνο που αυτό είναι μια εξαιρετικά ελλιπής προσέγγιση της πραγματικότητας. Ο Ερντογάν όχι μόνο δεν επιθυμεί μια ταύτιση με τη Ρωσία, αλλά έχει σε δυσμένεια όσους υποστήριξαν μια «ευρασιατική» στροφή της Τουρκίας. Η Τουρκία έχει υποστηρίξει το Αζερμπαϊτζάν έναντι της Αρμενίας, έχει διεκδικήσει αναβαθμισμένη παρουσία στην Κεντρική Ασία, έχει πουλήσει drones στην Ουκρανία και επιμένει να μην αναγνωρίζει την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία.
Η Τουρκία συνεργάζεται όντως με τη Ρωσία στη Συρία, όμως αυτή η συνεργασία στηρίζεται σε διαφορετικές αφετηρίες. Η Τουρκία ήταν εξαρχής εχθρική προς τη κυβέρνηση Άσαντ και εξακολουθεί να υποστηρίζει ένοπλες αντικυβερνητικές οργανώσεις. Όμως, μοιράζεται με τη Ρωσία την ίδια θέση για την εδαφική και πολιτική ακεραιότητα της Συρίας και άρα τη μη δημιουργία Κουρδικής οιονεί κρατικής οντότητας στο Συριακό έδαφος. Αντίστοιχα, η Τουρκία χρειάζεται τη Ρωσική (όπως και την Αμερικανική) ανοχή για να μπορεί να διατηρεί σημαντικές ένοπλες δυνάμεις στο έδαφος της Συρίας και να εξασφαλίζει ότι οι υποστηριζόμενες από αυτήν οργανώσεις δεν βρίσκονται στο στόχαστρο των Συριακών κυβερνητικών δυνάμεων.
Όμως, όλα η Τουρκία δεν τα κάνει σε ρήξη με το ότι είναι μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά ακριβώς επειδή είναι μέλος του ΝΑΤΟ. Γιατί είναι ακριβώς η ένταξή της στη συμμαχία που την προστατεύει από τον κίνδυνο ρωσικών αντιποίνων, όταν για παράδειγμα εξοπλίζει την Ουκρανία ή όταν κάνει ανοίγματα στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία. Και αντίστοιχα είναι η ένταξη στο ΝΑΤΟ και οι δεσμεύσεις που αυτό συνεπάγεται που της δίνουν την όποια ευελιξία τακτικών συνεργασιών με τη Ρωσία.
Η Τουρκία ποτέ δεν έχασε τη στρατηγική της αξία για τις ΗΠΑ
Είναι αλήθεια ότι σε μία προηγούμενη περίοδο η Τουρκία φάνηκε να έρχεται σε μεγαλύτερη ρήξη με τις ΗΠΑ ή με συμμάχους των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή. Σε εκείνη τη φάση μπορεί κανείς να βρει διάφορες δηλώσεις ή αναφορές που να παραπέμπουν σε ενδεχόμενη ρήξη της Δύσης με την Τουρκία ή ότι αυτή πλέον δεν έχει την ίδια στρατηγική βαρύτητα. Ας θυμηθούμε και τις αυταπάτες σε σχέση με την ελληνική στρατηγική αναβάθμιση που αυτό δημιούργησε.
Όμως, η πραγματικότητα είναι ότι η Τουρκία διατηρεί μια αναντικατάστατη στρατηγική σημασία για τη Δύση και αυτή έγινε ακόμη πιο προφανής στην περίοδο του πολέμου στην Ουκρανία. Αρκεί να σκεφτούμε το μέγεθος των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, τη θέση της Τουρκία και τον έλεγχο που ασκεί στα Στενά, τον παραδοσιακό ρόλο που είχε ήδη από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου ως «αναχώματος».
Θα ήταν αφελές να πιστέψουμε ότι οι ΗΠΑ είναι διατεθειμένες να χάσουν μια τέτοια σύμμαχο, και δη σε μια συγκυρία όπου ο στόχος τους είναι να συστρατεύσουν όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες στο «δυτικό στρατόπεδο».
Η τουρκική κυβέρνηση όλα αυτά τα αντιλαμβάνεται και θα προσπαθήσει να τα αξιοποιήσει ως ισχυρά διαπραγματευτικά χαρτιά, προς όλες τις κατευθύνσεις. Προς τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, αλλά ως ένα βαθμό και προς τη Ρωσία στην οποία μπορεί να προβάλει το γεγονός ότι είναι μια νατοϊκή χώρα που δεν έχει επιλέξει δρόμο πλήρους ρήξης.
Το διαρκές παζάρι
Επομένως, αντί για να μιλήσουμε για «εκβιασμό» ή για υπονόμευση της συμμαχίας, η Τουρκία μάλλον επιδιώκει να διαπραγματευτεί. Καθόλου τυχαία, οι κλασικοί «υψηλοί» τόνοι του πάντα απευθυνόμενου στο εσωτερικό ακροατήριο Ερντογάν συνδυάζονται με τις πιο «ρεαλιστικές» τοποθετήσεις του Ιμπραχίμ Καλίν και του Μεβλούτ Τσαβούσογλου, που προσπαθούν να δείξουν ότι η Τουρκία ανησυχεί για θέματα «ασφάλειας», δηλαδή τον ίδιον τον σκοπό του ΝΑΤΟ.
Και ως ένα βαθμό, οι τουρκικές θέσεις «εισακούονται»: Χαρακτηριστική η δήλωση του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ Τζέικ Σάλιβαν ότι «η Φινλανδία και η Σουηδία εργάζονται απευθείας με την Τουρκία για να αντιμετωπιστούν οι τουρκικές ανησυχίες» και ότι είναι αισιόδοξος ότι στο τέλος το ΝΑΤΟ θα «μιλήσει με μία φωνή».
Και επειδή σε ένα παζάρι κανείς γνωρίζει ότι δεν θα πάρει αυτά που ζητάει αρχικά, η Τουρκία γνωρίζει ότι οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να σταματήσουν την υποστήριξη στους Κούρδους της Συρίας. Όμως μπορεί να ελπίζει σε μια συνεχιζόμενη ανοχή των ΗΠΑ όχι στην τουρκική παρουσία στη Συρία αλλά και στις συνεχιζόμενες και επεκτεινόμενες τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις σε βάρος του PKK στο έδαφος του Ιρακινού Κουρδιστάν.
Επιπλέον, υπάρχει πάντα το θέμα των εξοπλισμών. Η Τουρκία θα ήθελε να δει μια αλλαγή στάσης των ΗΠΑ στο θέμα των F-35, όμως βλέπει με καλό μάτι και την διαφαινόμενη προθυμία της αμερικανικής κυβέρνησης να προχωρήσει η αναβάθμιση των F-16. Είτε μιλάμε για αυτή την απόφαση, είτε για κάποιες «δεσμεύσεις» των σκανδιναβικών κυβερνήσεων ότι συμμερίζονται τις τουρκικές θέσεις, έστω και για το καλό της συμμαχίας, θα μπορούσαν να παρουσιαστούν από τον Ερντογάν ως απόδειξη ότι η Τουρκία αντιμετωπίζεται με σεβασμό και αναγνώριση από τους συμμάχους της.