Όσοι έχουν πολιτικές αναμνήσεις από τα τέλη του 20ου αιώνα, έχουν ταυτίσει στη συνείδησή τους τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη (1918-2017) με πολιτικές απορρύθμισης των αγορών, ανοίγματος στον ανταγωνισμό και ιδιωτικοποιήσεις, τις οποίες είχε υιοθετήσει η κυβέρνησή του την περίοδο 1990-1993. Σαράντα όμως χρόνια πριν από την ανάδειξή του στην πρωθυπουργία, ο Μητσοτάκης, που τότε ανήκε στο πιο δυναμικό κομμάτι του Κέντρου, βρισκόταν στην αντίπερα όχθη, καθώς εφήρμοσε πολιτικές μείζονος κρατικού παρεμβατισμού, που οδήγησαν στη σωτηρία του ασθμαίνοντος τότε αεροπορικού κλάδου, ως νεότατος υφυπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης του Σοφοκλή Βενιζέλου.
Την άγνωστη στο ευρύ κοινό αυτή υπόθεση αναδεικνύει το νέο βιβλίο του Αχιλλέα Χεκίμογλου «O Ωνάσης και ο Σμηναγός Χ» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος και, με μοχλό εξιστόρησης τον «πατέρα» της πολιτικής αεροπορίας της Ελλάδας και δημιουργό της ΤΑΕ, Στέφανο Ζώτο, παρουσιάζει τη συναρπαστική πορεία των αεροπορικών συγκοινωνιών της Ελλάδας, μέσα από τα αδημοσίευτα αρχεία της Πολιτικής Αεροπορίας.
Τρεις αεροπορικές προ αδιεξόδου
Η λήξη του Εμφυλίου Πολέμου έφερε τις τότε 3 αεροπορικές εταιρίες (ΤΑΕ, ΕΛΛ.Α.Σ, και ΑΜΕ) προ αδιεξόδου, καθώς αποκαταστάθηκαν πλήρως οι χερσαίες συγκοινωνίες και η ζήτηση για αεροπορικά ταξίδια – που ήταν η μόνη εναλλακτική για τους πολίτες κατά τη διάρκεια του εμφυλίου εξ αιτίας του κινδύνου που συνεπαγόταν η κυκλοφορία στην ύπαιθρο – μειώθηκε ραγδαία. Έτσι, ξεκίνησαν όχι μόνο να καταγράφουν ζημιές, αλλά και να συσσωρεύουν μη εξυπηρετούμενες οικονομικές υποχρεώσεις προς το δημόσιο και τις τράπεζες, οι οποίες αθροιστικά ξεπερνούσαν τα 70 εκατ. (νέες) δραχμές.
Το θέμα απασχόλησε όλες τις κυβερνήσεις της εποχής και, αφού δοκιμάστηκε χωρίς επιτυχία η λύση της κατανομής των δρομολογίων μεταξύ των εταιρειών με ρυθμιστική απόφαση του υπουργού Αεροπορίας – και παπανδρεϊκού – Τάση Βγενόπουλου, προωθήθηκε τελικά η ιδέα της συγχώνευσής με στόχο να ανασυγκροτηθεί ο αεροπορικός κλάδος σε νέες, πιο υγιείς βάσεις. Τεχνικά, η πρωτοβουλία προέκυψε από τις υπηρεσίες των υπουργείων Αεροπορίας και Συντονισμού, ενώ πολιτικά προωθήθηκε από τον τότε αντιπρόεδρο των κυβερνήσεων του Σοφοκλή Βενιζέλου, Γεώργιο Παπανδρέου, με τη συνεργασία του υπουργού Οικονομικών Σταύρου Κωστόπουλου και του υφυπουργού του, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Ωστόσο, η συγχώνευση δεν προχωρούσε εξ αιτίας του βέτο που έθετε η αεροπορική εταιρεία Scottish Aviation, η οποία ήταν ο δεύτερος μέτοχος και επενδυτής στην αεροπορική εταιρεία των Μετοχικών Ταμείων, ΕΛΛ.Α.Σ. (Ελληνικαί Αεροπορικαί Συγκοινωνίαι) και δεν ήθελε την απαγκίστρωσή της από το αεροπορικό εγχείρημα.
Η Scottish Aviation είχε βρεθεί στα ελληνικά αεροπορικά πράγματα το 1947, όταν ουσιαστικά είχε υποκαταστήσει την British European Airways (BEΑ) – τη σημερινή British Airways-, στη θέση του αντισυμβαλλόμενου στην υπό διαμόρφωση τότε, ΕΛΛ.Α.Σ. Η ΕΛΛ.Α.Σ. ήταν καρπός των διαπραγματεύσεων μεταξύ του Λονδίνου, της Αθήνας και της Εθνικής Τράπεζας, για τη δημιουργία ενός αερομεταφορέα στην Ελλάδα, που είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1945.
Ο Αναγκαστικός Νόμος
Μετά από ανεπιτυχείς διαβουλεύσεις με τους Σκωτσέζους, η κυβέρνηση Βενιζέλου προχώρησε το καλοκαίρι του 1951 στην έκδοση Αναγκαστικού Νόμου (1856/1951), με τον οποίον τερματιζόταν η άρνηση των Σκωτσέζων να αποδεχθούν μετοχικές αλλαγές, καθώς στη θέση τους επεισήλθε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, εξαγοράζοντας το ποσοστού τους στην ΕΛΛ.Α.Σ. Μάλιστα, στην Τράπεζα μεταπήδησε ο Κωστόπουλος, που προερχόταν από τη γνωστή τραπεζική οικογένεια της Τραπέζης Πίστεως (σήμερα Alpha Bank), αντικαθιστώντας στη διοίκησή της τον Γεώργιο Πεσμαζόγλου, πρώην υπουργό και υιό του άλλοτε διοικητή της Τραπέζης Αθηνών, Ιωάννη Πεσμαζόγλου. Ο Πεσμαζόγλου παρέμεινε, ωστόσο, στην Εθνική στη θέση του πρόεδρου του Γενικού Συμβουλίου.
Την υλοποίηση της πρώτης μεγάλης αεροπορικής συγχώνευσης υπό την ΤΑΕ ανέλαβε ο Μητσοτάκης, που είχε την αρμοδιότητα της δημόσιας περιουσίας, αλλά ασκούσε παράλληλα και καθήκοντα υπουργού Συγκοινωνιών. Έτσι, σε εφαρμογή του Αναγκαστικού Νόμου, το δημόσιο αντάλλαξε τις οφειλές των τριών παλαιών εταιρειών με το 10% του μετοχικού κεφαλαίου της νέας ΤΑΕ και τοποθέτησε επίτροπο στο ΔΣ της εταιρείας. Διευθύνων σύμβουλος παρέμενε ο ιδρυτής της ΤΑΕ, Στέφανος Ζώτος. Ο νόμος της συγχώνευσης των εταιρειών προέβλεπε την κεφαλαιοποίηση και εξόφληση των οφειλών αυτών, μέσα από τη σύναψη νέου δανείου από την Κτηματική Τράπεζα ύψους 48,5 εκατ. δρχ., το οποίο εγκρίθηκε από τη διαβόητη Νομισματική Επιτροπή τον Αύγουστο του 1951. Έτσι, δημιουργήθηκε η νέα «ΤΑΕ Εθνικαί Αεροπορικαί Γραμμαί» στην οποία συνέχιζε να είναι μέτοχος και η TWA, που είχε υποστηρίξει μετοχικά την ΤΑΕ στο ξεκίνημά της το 1946.
Η εμπλοκή στις εκλογές
Παράλληλα, σημειώθηκε ένα πρωτοφανές περιστατικό στην ελληνική αεροπορική, αλλά και πολιτική ιστορία, καθώς η ΤΑΕ ενεπλάκη στον προεκλογικό αγώνα του 1951, έπειτα από σύμβαση που υπέγραψε με το Κόμμα Φιλελευθέρων για τη ρίψη προεκλογικού υλικού από αέρος. Όμως, αντί φυλλαδίων, τα αεροπλάνα της έριχναν λίβελους κατά του Παπάγου, προκαλώντας τη μήνη του Στρατάρχη και του κόμματος του Συναγερμού. Αυτό, όμως που θα γινόταν γνωστό δεκαετίες αργότερα, ήταν ότι ήταν τα Ανάκτορα που είχαν ασκήσει πίεση στον Ζώτο να συμμετάσχει στην εκστρατεία κατά του Παπάγου.
Έναν χρόνο αργότερα, όταν έγινε πρωθυπουργός, ο Παπάγος υλοποίησε σχέδιο καταστροφής της ΤΑΕ για να εκδικηθεί τον Ζώτο για την παρέμβασή του αυτή και οι Μαρκεζινικοί υπουργοί ανέλαβαν την εξολόθρευση της εταιρείας. Η ΤΑΕ βρέθηκε στη μέγγενη και κατόπιν παρέμβασης του Αμερικανού παράγοντα – μιας και η TWA ήταν ακόμη μέτοχος στην ΤΑΕ – το ΔΣ της εταιρείας υπέβαλε τη παραίτησή του για να αποσυμφορήσει την κατάσταση. Όμως, ο Συναγερμός συνέχισε την αποδόμηση της εταιρείας, η οποία γρήγορα κατέληξε στα χέρια του δημοσίου.
Ο Μητσοτάκης στην αντιπολίτευση
Στην αντιπολίτευση πια, ο Μητσοτάκης έγινε βασικός συνομιλητής του Ζώτου για λογαριασμό του Κόμματος Φιλελευθέρων και άσκησε εντονότατη κριτική από τα έδρανα της Βουλής στα πεπραγμένα του Συναγερμού γύρω από την αεροπορία, καθώς η ΤΑΕ, υπό κρατική ουσιαστικά διαχείριση, είχε απωλέσει κάθε οικονομικό έλεγχο και δημιουργούσε μεγάλες ζημιές. Η πληροφόρηση που είχε ο Μητσοτάκης από τον Ζώτο, του επέτρεπε να αποκρούει τις νομοθετικές πρωτοβουλίες για την αεροπορία του Συναγερμού και της ΕΡΕ.
Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν το πρώτο Νομοθετικό Διάταγμα του Συναγερμού για την εκκαθάριση της ΤΑΕ, το οποίο, σύμφωνα με τον Μητσοτάκη, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η εφαρμογή της προειδοποίησης του Συναγερμού ότι ο Ζώτος θα πλήρωνε την ανάμειξή του στις εκλογές του 1951. Μάλιστα, ήρθε σε σύγκρουση με τον τότε υπουργό Οικονομικών, Κωνσταντίνο Παπαγιάννη, αλλά και τον τότε υπουργό Συγκοινωνιών, Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος λίγο καιρό αργότερα θα γινόταν πρωθυπουργός.
Κατά Ωνάση
Μετά τη διάσπαση του Κόμματος Φιλελευθέρων, ο Μητσοτάκης εκτελούσε καθήκοντα υπαρχηγού της Φιλελεύθερης Δημοκρατικής Ένωσης του Σοφοκλή Βενιζέλου και ενορχήστρωσε μαζί με τον βουλευτή της ΕΔΑ Νίκο Κιτσίκη και άλλα μέλη της αντιπολίτευσης, την αναπομπή της σύμβασης που είχε συμφωνήσει η κυβέρνηση της ΕΡΕ με τον Αριστοτέλη Ωνάση για την παραχώρηση της ΤΑΕ στον εφοπλιστή και τη δημιουργία της Ολυμπιακής, στην Ολομέλεια της Βουλής. Τότε ήρθε σε σύγκρουση με τον ανεξάρτητο βουλευτή Στυλιανό Πιστολάκη, τον οποίο χαρακτήρισε, μάλιστα, «Ωνασικό», ενώ άσκησε δριμεία κριτική κατά του υπουργού Συγκοινωνιών Γεώργιου Ράλλη για τη σύμβαση που διαπραγματεύθηκε με τον εφοπλιστή.
Ακολούθησε η στοχοποίηση του Ζώτου από τον δεξιό Τύπο, με αφορμή διαχειριστικό έλεγχο στην ΤΑΕ και τη διαβίβαση φακέλου από την κυβέρνηση στη Δικαιοσύνη, που συμπαρέσυρε και τον Μητσοτάκη. Η σύγκρουση Πιστολάκη – Μητσοτάκη για την ΤΑΕ προχωρούσε δια του Τύπου, κατέληξε σε εκατέρωθεν ανταλλαγή μηνύσεων και συνεχίστηκε στα έδρανα της Βουλής, όπου ο μετέπειτα πρωθυπουργός κατήγγειλε δημόσια ότι κύκλοι προσκείμενοι στον εφοπλιστή, είχαν επιχειρήσει να εκβιάσουν τόσο τον ίδιο όσο και τον Σοφοκλή Βενιζέλο.
Ακολούθησε επίθεση του τότε υπουργού Οικονομικών Χρήστου Θηβαίου στον Μητσοτάκη, ο οποίος τον κατηγόρησε ότι επί των ημερών του στο υπουργείο Οικονομικών, η εφημερίδα του «Κήρυξ Χανίων» ελάμβανε διαφήμιση από την ΤΑΕ. Τότε ο Μητσοτάκης παρουσίασε έγγραφα του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων από τα οποία προέκυπτε ότι η κυβέρνηση της ΕΡΕ είχε πουλήσει την ΤΑΕ στον Ωνάση σε πολύ χαμηλότερη αξία από την πραγματική της, καλώντας τον να απολογηθεί για την ζημιά που προκαλείτο στον ελληνικό λαό.
Η δικαίωση
Τον Σεπτέμβριο του 1958 εκδικάστηκε η μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση που είχε καταθέσει ο Μητσοτάκης στον Πιστολάκη, με τον τότε βουλευτή Χανίων να καταθέτει επί έξι ολόκληρες ώρες στο δικαστήριο. Ο Μητσοτάκης δικαιώθηκε πλήρως, καθώς ο Πιστολάκης ανακάλεσε όλες τις κατηγορίες και τις υπόνοιες εναντίον του και παραδέχθηκε ότι, είχε επιτεθεί στον Μητσοτάκη, στηριζόμενος σε ανακριβείς πληροφορίες. «Είμαι ευτυχής, διότι ο μηνυτής όχι μόνο εξέρχεται άσπιλος από την αίθουσαν αυτήν, αλλά και με την προοπτικήν ότι αύριον, μεθαύριον, αργότερα, θ’ αναλάβη μεγαλυτέρας ευθύνας εις την δημοσίαν ζωήν της χώρας» δήλωσε μάλλον προφητικά ο εισαγγελέας της έδρας, Σόλωνας Παπαδόπουλος. Μάλιστα, η δίκη ήταν «οδηγός» και για την ποινική δίωξη του Ζώτου, ο οποίος θα αθωωνόταν πανηγυρικά λίγους μήνες αργότερα στο δικαστήρια.