«Πάντοτε πίστευα ότι σε αυτήν την ηλικία θα είχα αγοράσει ένα μικρό μεταχειρισμένο αυτοκίνητο για να επισκέπτομαι συχνότερα τη γιαγιά μου στη Βαυαρία – προφανώς αυτό δε θα συμβεί σύντομα». Η Άλια Χουντέιμπ είναι 23 ετών και κάνοντας την επαγγελματική της κατάρτιση στη διοίκηση στον τομέα της υγείας κερδίζει 600 ευρώ το μήνα. Συμπληρώνει το εισόδημά της δουλεύοντας σε μια καφετέρια.
Το αυτοκίνητο που δεν μπορεί να αγοράσει και οι επισκέψεις στη γιαγιά της δεν είναι η μεγαλύτερη θυσία που κάνει καθώς οι τιμές βασικών αγαθών αυξάνονται με ρυθμούς-ρεκόρ. «Το εισόδημά μου δεν επαρκεί για να αγοράσω τα τρόφιμα που θέλω, π.χ. υγιεινά, οργανικά προϊόντα από ντόπιους παραγωγούς. Με αυτές τις τιμές κάποιος σαν εμένα πρέπει να αρκεστεί στα φθηνότερα προϊόντα που βρίσκει στο σούπερ μάρκετ.»
Δεν επηρεάζονται όλοι το ίδιο
Νέοι στην ηλικία της Άλια έρχονται για πρώτη φορά αντιμέτωποι με τόσο δραματική αύξηση του κόστους διαβίωσης, ως αποτέλεσμα της συμφόρησης στην εφοδιαστική αλυσίδα λόγω της πανδημίας, αλλά και του πολέμου στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με έρευνες, όπως αυτή της Παγκόσμιας Τράπεζας, δεν επηρεάζονται όλοι το ίδιο: ο υψηλός πληθωρισμός πλήττει κατεξοχήν νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ωφελεί τους ιδιοκτήτες περιουσιακών στοιχείων. Το κατά πόσο κάποιος επηρεάζεται «εξαρτάται από παράγοντες όπως ο τρόπος ζωής, οι καταναλωτικές συνήθειες και η οικονομική κατάσταση», εξηγεί ο Έντσο Βέμπερ από το Γερμανικό Ινστιτούτο Ερευνών για την Αγορά Εργασίας (IAB).
Παράγοντα αποτελεί και η ηλικία. Σε γενικές γραμμές, οι νέοι αυτής της ηλικιακής ομάδας είναι πιο ευέλικτοι με αποτέλεσμα να προσαρμόζονται ευκολότερα σε συνθήκες οικονομικής δυσπραγίας. «Οι περισσότεροι άνθρωποι μεταξύ 30-50 δεν μπορούν να περιορίσουν τα έξοδά τους όπως οι νέοι», λέει ο Βέμπερ. «Για παράδειγμα, για όσους έχουν οικογένειες δεν είναι και πολύ εύκολο να μετακομίσουν σε ένα φθηνότερο διαμέρισμα ή να μετεγκατασταθούν με σκοπό να βρουν θέσεις εργασίας με υψηλότερο μισθό.»
Ατού για τους νέους η έλλειψη εργατικού δυναμικού
Ένα ακόμη πλεονέκτημα για τη Γενιά Ζ είναι η έλλειψη εργατικού δυναμικού που παρατηρείται τους τελευταίου μήνες. Καθώς οι επιχειρήσεις ανοίγουν ξανά τις πόρτες τους μετά την άρση των περιορισμών της πανδημίας, προσφέρουν υψηλότερους μισθούς σε σχέση με πριν, ώστε να προσελκύσουν εργαζομένους.
Έτσι, όσοι εισέρχονται τώρα στην αγορά εργασίας, μπορούν σε ένα βαθμό να επιλέξουν τη θέση που πληρώνεται καλύτερα, σε αντίθεση με κάποιον, ο οποίος ήδη μετρά δεκαετίες σε μια συγκεκριμένη εταιρεία ή κλάδο και δεν έχει την ίδια ευελιξία.
Απειλές και ευκαιρίες
Παρότι η Γενιά Ζ πληροί εν μέρει τις προϋποθέσεις να διαχειριστεί καλύτερα την τρέχουσα κρίση, η πραγματικότητα είναι λίγο πιο σύνθετη: σε ΗΠΑ και ΕΕ εκφράζονται αμφιβολίες για το αν οι αυξήσεις σε μισθούς αρκούν για να αντισταθμίσουν τη ραγδαία αύξηση των τιμών. Σύμφωνα μάλιστα με επίσημα γερμανικά στοιχεία, παρά την αύξηση του βασικού μισθού, οι πραγματικοί μισθοί ή η αγοραστική τους δύναμη έχει υποχωρήσει, ενώ παρόμοια τάση παρατηρείται και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι μεγαλύτεροι ηλικιακά εκπρόσωποι της Γενιάς Ζ θα πρέπει πρώτα να καλύψουν τις απώλειες της πανδημίας, η οποία απέτρεψε την έγκαιρη είσοδό τους στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας του 2017, ένας μήνας ανεργίας στην ηλικία των 18-20 οδηγεί σε μόνιμη, διά βίου μείωση εισοδήματος της τάξεως του 2%.
Ο Βέμπερ παραμένει αισιόδοξος. «Ζούμε σε μια περίοδο θεμελιωδών αλλαγών: οι τεχνολογίες, οι θέσεις εργασίας και οι εργασιακές απαιτήσεις μεταβάλλονται, κάτι που συνεπάγεται απειλές και ταυτόχρονα ευκαιρίες». Η συμβουλή του στους νέους; «Να αναζητούν διαφορετικές ευκαιρίες με ανοιχτό μυαλό: όσο λιγότερο ευέλικτος είναι κανείς, τόσο πιο τρωτός είναι απέναντι στις χειρότερες ζημιές που προκαλεί μια καταστροφή.»
ΠΗΓΗ: Deutsche Welle / Μονίρ Γαεντί / Επιμέλεια: Κατερίνα Αλεξανδρίδη