Στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1960 η δημιουργία των συγκροτημάτων ήταν τις περισσότερες φορές υπόθεση μιας φιλίας, ενός σχολείου, μιας γειτονιάς. Ανάμεσά τους και οι Forminx του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Ο οποίος συστήνεται παίζοντας χάμοντ, ενώ το γκρουπ – έμβλημα πειραματίζεται σε μελωδίες του Χατζιδάκι, κάνει ρεκόρ πωλήσεων με το «Jeronimo Yanka» και σκηνοθετείται η πορεία του από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.
Από τα μέσα του 1968, έως περίπου τα τέλη του ’70 ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, ο Ντέμης Ρούσσος και ο Λουκάς Σιδεράς ως Aphrodite’s Child πρωταγωνιστούσαν με τα τραγούδια τους σε όλη την Ευρώπη, γνωρίζοντας τεράστια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία.
«Επεσα κατευθείαν στη φωτιά»
Τις πρώτες του εμπειρίες από το Παρίσι του Μαΐου του 1968 είχε περιγράψει στην ανταποκρίτρια των «ΝΕΩΝ» Ηρα Φελουκατζή, στη συνέντευξη που της έδωσε τον Μάρτιο του 1973: «Επεσα κατευθείαν στη φωτιά. Εμενα στο Οντεόν, τη φοιτητική συνοικία, δεν καταλάβαινα λέξη γαλλικά, αλλά έζησα έντονα ό,τι συνέβαινε. Υπήρχε μια κίνηση, κάτι γινόταν γύρω μου, ένας χείμαρρος σάρωνε τα πάντα. Μου έκανε εντύπωση ότι για μια στιγμή οι άνθρωποι συμφιλιώθηκαν, μια αγάπη διάχυτη κι ένας διάλογος επικρατούσε στους δρόμους του Παρισιού».
Τον απέδωσε σαν συμφωνία, σαν ποίημα, σαν δίσκο «λαϊκό», «με κραυγές αυθόρμητες του πλήθους» στον πρώτο τους δίσκο, «Rain and Tears».
«Θέλησα να φέρνει τη φρεσκάδα των νεανικών φωνών, τα όνειρά τους… Ονειρα που άρχιζαν μόλις έπεφτε η νύχτα με τα οδοφράγματα και έσβηναν όταν έφτανε το πρωί και σκόρπιζαν οι συγκεντρώσεις…».
Το κύκνειο άσμα των Aphrodite’s Child είναι το διπλό άλμπουμ «666» και ηχογραφείται στο Studio Europa – Sonor στο Παρίσι, στο τέλος του 1970 – αρχές 1971.
Εμπνευσμένο από την Αποκάλυψη του Ευαγγελιστή Ιωάννη, η κυκλοφορία του καθυστέρησε επί έναν χρόνο, γιατί υπήρχε ένα σημείο με ερωτικές κραυγές της Ειρήνης Παπά («Ι was, Ι am, Ι am to come» στο περιβόητο «Απειρο») που θεωρήθηκε πολύ τολμηρό…
«Παίρνω το ρίσκο να είμαι ντεμοντέ, μπροστά ή σύγχρονος»
«Κάνω αυτό που αισθάνομαι, την εποχή που το νιώθω», «κι έτσι παίρνω το ρίσκο να είμαι ντεμοντέ, μπροστά ή σύγχρονος» έλεγε ο συνθέτης για αυτό το progressive rock άλμπουμ.
Πολλές δεκαετίες αργότερα, το 2015, ο GZA, ο «μπροστάρης» της μπάντας Wu Tang Clan που θεωρείται «θεσμός» για την αμερικανική ραπ, προετοιμάζει τον νέο του δίσκο «Dark matter» και ζητά συνεργασία από τον διεθνή πλέον Vangelis.
Το άλμπουμ με άξονα την κβαντική φυσική και την αστρονομία παρακινεί τον συνθέτη να συνεργαστεί για πρώτη φορά με έναν ράπερ.
Στο μεταξύ οι εκπρόσωποι του είδους, από τον Jay Ζ και τον Κάνιε Γουέστ μέχρι το ντουέτο των Outkast, έχουν δείξει τον σεβασμό τους σε εκείνον κάνοντας σάμπλινγκ διάφορα μουσικά του μοτίβα.
Στη μεγάλη οθόνη
Η στενή σχέση του Vangelis με την κινηματογραφική μουσική αναπτύσσεται σε διάστημα σχεδόν 60 χρόνων.
Ξεκίνησε με τους Forminx να γράψει μουσικές για ελληνικές ταινίες : «Ο αδελφός μου… ο τροχονόμος» (1963), «5.000 ψέματα» (1966).
Τα πρώτα σάουντρακ που γράφει στη Γαλλία, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, σχετίζονται με τον σκηνοθέτη Ανρί Σαπιέ για τις ταινίες του «Sex – Power» (1970), «Salut, Jerusalem» (1972) και «Amore» (1974).
Ο συνθέτης αντιμετωπίζει το σινεμά ως πεδίο αναζήτησης πρωτοτυπίας και προσωπικής έκφρασης. «Θα ήθελα να έχω μεγαλύτερο διάλογο με τον κόσμο. Δεν συνθέτω για τους λίγους, προτιμώ να διαφωνήσω με χίλιους παρά να συμφωνήσω με πέντε. Πάντοτε δυσπιστούσα προς τους διανοούμενους και τους ήρωες. Νιώθω ευάλωτος. Οσο περισσότερο αισθάνεται κανείς, τόσο πονάει και φοβάται».
«Οι δρόμοι της φωτιάς» οδηγούν στο Οσκαρ
Στις 29 Μαρτίου 1982 κερδίζει Οσκαρ για τη μουσική της ταινίας του Χιου Χάντσον «Οι δρόμοι της φωτιάς», βασισμένη στην αληθινή ιστορία δύο βρετανών ερασιτεχνών δρομέων που κερδίζουν το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924.
Παρόλο που στη δεκαετία του ’80 συνηθιζόταν να γράφεται συμφωνική μουσική για ταινίες εποχής, ο Vangelis χρησιμοποίησε συνθεσάιζερ και πιάνο τολμώντας το άλμα προς τον ήχο της εποχής του. Γι’ αυτό και η μουσική των τίτλων έναρξης θεωρείται από τις πιο δημοφιλείς στιγμές στην ιστορία της κινηματογραφικής μουσικής.
Η ταινία Blade Runner
Μετά το Οσκαρ, θα δεχτεί την πρόσκληση συνεργασίας του Ρίντλεϊ Σκοτ για να συνθέσει τη μουσική της ταινίας με τη νουάρ ρετρό – φουτουριστική ατμόσφαιρα «Blade Runner» (1982).
Η μουσική της ταινίας είχε μεγάλη αποδοχή και ήταν υποψήφια για BAFTA και για Χρυσή Σφαίρα το 1983. Χρειάστηκαν όμως να περάσουν πάνω από δέκα χρόνια για να κυκλοφορήσει το επίσημο σάουντρακ.
Η μουσική του θα συμπληρώσει, μεταξύ άλλων, τις ταινίες «1492: Χριστόφορος Κολόμβος», «Αλέξανδρος», «Ελ Γκρέκο».
Ο ήχος του αθλητισμού
Τον Αύγουστο του 1997 είναι ο ενορχηστρωτής της τελετής έναρξης του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Στίβου Αθήνα ’97, στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο.
Η παγκοσμιότητα των ήχων που έβγαινε από τα πλήκτρα των συνθεσάιζερ υπογράμμιζε τη στιγμή που αθλητισμός έμπαινε στη «χάι – τεκ» εποχή του καθώς η πραγματικότητα των σπορ μεταμορφωνόταν σε θέαμα, σε μάξιμουμ μεγέθη, ρεκόρ χρωμάτων, συναρπαστικές εμφανίσεις.
Ακολουθεί το Μουντιάλ του 2002 και η σύνθεση του ύμνου του Παγκοσμίου Κυπέλλου, εμπνευσμένος από την παραδοσιακή μουσική των δύο διοργανωτριών χωρών, της Νότιας Κορέας και της Ιαπωνίας.
Από τη Γη στο Διάστημα
Στο θεατρικό έργο «Χήρες» του Φρανσουά Μπιγεντού, στο Παρίσι του ’70 δημιούργησε μουσική με βάση την ατμόσφαιρα της αρχαίας τραγωδίας χρησιμοποιώντας και ηλεκτρονική μουσική.
Ωστόσο η υµνογραφία της Μεγάλης Εβδοµάδας κέντρισε τον Παπαθανασίου και το 1986 στις «Rapsodies» του χρησιµοποιεί την υποβλητική άµπιεντ γκάµα των πλήκτρων του, ενώ η Ειρήνη Παπά ερμηνεύει τους ύµνους «Τη Υπερµάχω Στρατηγώ», «Ω Γλυκύ Μου Εαρ», «Τον Νυµφώνα Σου Βλέπω», «Χριστός Ανέστη», «Ασµα Ασµάτων».
Χρόνια αργότερα το έργο του «Μυθωδία» επελέγη από τη NASA ως η επίσημη μουσική για την αποστολή της: 2001 Οδύσσεια στον Αρη.
Το καλοκαίρι του 2019 στην Επίδαυρο επέστρεψε στις ρίζες για να επεξεργαστεί την παράδοση με την παράσταση χορού «The Thread» του Σερζ Μάλιφαντ.
Θεωρούσε ότι η ελληνική παραδοσιακή μουσική είναι η πιο αρχέγονη που έρχεται από χιλιάδες χρόνια πίσω, από τότε που αρχίζει ο άνθρωπος να δημιουργεί.
Ο Vangelis έβλεπε τη σύνθεση του έργου ως ανασκαφή στο παρελθόν και στο μέλλον.