Ο πρώην υπουργός Άμυνας, και ιστορική προσωπικότητα των Γάλλων Σοσιαλιστών Ζαν Πιερ Σεβενεμάν ο οποίος είχε εμπλακεί προσωπικά υπέρ μιας λύσης μέσω διαπραγματεύσεων μεταξύ Μόσχας και Κιέβου το 2014, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Le Figaro θεωρεί πιθανή μια κλιμάκωση της σύγκρουσης στην Ουκρανία αλλά ελπίζει να υπάρχει ακόμα «αρκετή κοινή λογική» στη ρωσική ηγεσία για να το αποφύγει.
Ο Σεβενεμάν δηλώνει έκπληκτος ως προς την απόφαση του Πούτιν να επέμβει στην Ουκρανία, απόφαση που θεωρεί «αντίθετη με τα συμφέροντα της Ρωσίας», αλλά και με τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει ο ίδιος ο Ρώσος πρόεδρος.
Θεωρεί προτεραιότητα σήμερα την επίτευξη κατάπαυσης του πυρός και απόσυρσης των ρωσικών στρατευμάτων από την Ουκρανία, η οποία, όπως τονίζει, «αναμφισβήτητα, είναι ένα έθνος, που οι Ρώσοι θα πρέπει να αναγκαστούν να αναγνωρίσουν».
Υποστηρίζει ότι η Ρωσία δεν είναι πλέον η υπερδύναμη που ήταν στη σοβιετική εποχή, ενώ εκφράζει τη λύπη του, ως προς το ότι η ανεξαρτησία της Ουκρανίας οικοδομήθηκε διανοητικά ενάντια στη Ρωσία, προθέτοντας ταυτόχρονα: «πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι Ρώσοι δεν διευκόλυναν την κατάσταση, ενώ οι Ουκρανοί, λίγο πολύ οπλισμένοι από τους Αμερικανούς, δημιούργησαν μια αξιοσέβαστη στρατιωτική δύναμη μέσα σε δέκα χρόνια.»
Τονίζει ότι το εσωτερικό καθεστώς της Ρωσίας είναι πρώτα και κύρια υπόθεση της Ρωσίας και δεν εναπόκειται στις εξωτερικές δυνάμεις να θέτουν εσωτερικούς πολιτικούς στόχους. Θέτοντας το ερώτημα για ποιανού νίκη συζητάμε της Ουκρανίας ή των Ηνωμένων Πολιτειών, επισημαίνει:
«Η Ουκρανία λαχταρά προφανώς να απελευθερωθεί και κατανοούμε την επιθυμία των Ουκρανών να δουν τα ρωσικά στρατεύματα να εγκαταλείπουν την Ουκρανία, αλλά η επιθυμία των Αμερικανών είναι να αποδυναμώσουν τη Ρωσία, να την επαναφέρουν στο επίπεδο μιας περιφερειακής δύναμης».
Υπενθυμίζει ότι αυτός ήταν ο στόχος του Μπρεζίνσκι στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Κατά τον ίδιον, οι Ρώσοι πρέπει να συμφωνήσουν να αναγνωρίσουν αυτό που τους είναι δύσκολο, δηλαδή την πραγματικότητα μιας ανεξάρτητης Ουκρανίας, ενός ουκρανικού έθνους διαφορετικού από το δικό τους, και πρέπει να συμφωνήσουν ότι δεν είναι πλέον η υπερδύναμη που ήταν, παραλληλίζοντάς το με την αποχώρηση της Γαλλίας από την Αλγερία τη δεκαετία του 1950.
Θεωρεί επίσης τον Γάλλο πρόεδρο Μακρόν «έναν από τους ελάχιστους» δυτικούς ηγέτες που κατάλαβαν ότι ήταν απαραίτητο να διατηρηθεί η επικοινωνία με τη Ρωσία και να εξελιχθεί σε πιο λογική βάση και υποστηρίζει ότι μπορεί να κάνει πολλά για να βοηθήσει τη Ρωσία και την Ουκρανία να βρουν μια λύση, η οποία προφανώς απαιτεί απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων και την επίλυση των διαφορών μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, δηλαδή ουσιαστικά της Κριμαίας, του Ντονμπάς και του καθεστώτος ουδετερότητας.
Υποστηρίζει ότι η Γαλλία, με τους Ευρωπαίους, μπορεί να παίξει ρόλο διαμεσολάβησης, το οποίο όμως, όπως σημειώνει, απαιτεί σύμπνοια των Ευρωπαίων που στην πραγματικότητα δεν ισχύει.
Σχετικά με τη θέση του Γάλλου προέδρου υπέρ της αναθεώρησης των ευρωπαϊκών συνθηκών και ειδικότερα της ενδεχόμενης εγκατάλειψης της ομόφωνης ψήφου των κρατών μελών, σημειώνει: «Αυτό το ερώτημα αξίζει να συζητηθεί. Είδατε ότι, αμέσως, δεκατρείς χώρες εμφανίστηκαν για να δηλώσουν ότι αυτή η πρόταση ήταν πρόωρη, επομένως απέχουμε πολύ από την ομοφωνία, που θα ήταν απαραίτητη για να προχωρήσουμε σε αυτόν τον δρόμο. Δυσκολεύομαι να καταλάβω πώς η Γαλλία, μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, θα μπορούσε να αντέξει την ειδική πλειοψηφία για θέματα εξωτερικής πολιτικής.»
Επίσης, ως προς την πρόταση δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής πολιτικής κοινότητας, στην οποία η Ουκρανία θα μπορούσε να είναι μέρος, θεωρεί «δύσκολο» να δοθεί στην Ουκρανία μια ειδική θέση στην οικοδόμηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας, «τη στιγμή που οι Ευρωπαίοι δεν βλέπουν πιο καθαρά τα ζητήματα της συλλογικής ασφάλειας και της ευρωπαϊκής ισορροπίας ασφάλειας, για μια διαρκή ειρήνη στην Ευρώπη». Ωστόσο, όπως αναφέρει, δεν είναι «καθόλου εχθρικός» στη δημιουργία αυτής της συνομοσπονδίας.