Τα κίνητρα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πίσω από το “βέτο” σε ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ έχουν γίνει αντικείμενο πολυάριθμων αναλύσεων. Μια άλλη προσέγγιση επιχειρεί το Spiegel με μια αναδρομή στο 1952, όταν η Τουρκία ζητούσε να ενταχθεί η ίδια στη Βορειοατλαντική Συμμαχία υπό την απειλή των επεκτατικών αξιώσεων του Στάλιν.
“Τον περασμένο Φεβρουάριο η Τουρκία τίμησε μια σημαντική επέτειο: πριν από 70 χρόνια εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ, τρία χρόνια πριν από τη Γερμανία. Ήταν μια μεγάλη επιτυχία της διεθνούς πολιτικής, έπειτα από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις και ενάντια στην αρχική αντίσταση πολλών μελών του ΝΑΤΟ. Για μεγάλο χρονικό διάστημα η Τουρκία ανταπέδιδε την εμπιστοσύνη και, έως και τις ταραχές στην Κύπρο τη δεκαετία του 1960, θεωρείτο αξιόπιστος σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών και πρότυπο μαθητή στο ΝΑΤΟ.
Από ιστορικής άποψης, η Άγκυρα θα έπρεπε να κατανοεί πολύ καλά τη Σουηδία και τη Φινλανδία. Γιατί η Τουρκία βρέθηκε κάποτε υπό την τεράστια απειλή της επιθετικής σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής.”
Κι ενώ ο Τούρκος πρόεδρος άφηνε αιχμές για “λάθος” του ΝΑΤΟ σε ό,τι αφορά και την Ελλάδα, ο αρθρογράφος θυμίζει τους λόγους πίσω από την παράλληλη ένταξη των δύο χωρών στη Συμμαχία και το τότε επιχείρημα της τουρκικής πλευράς ότι “η Ελλάδα και η Τουρκία είναι πολυτιμότερες για το ΝΑΤΟ απ’ ό,τι το Λουξεμβούργο, η Δανία ή η Ολλανδία.”
Με το βλέμμα στραμμένο στην Τουρκία, η Frankfurter Allgemeine Zeitung φιλοξενεί αφιέρωμα στη γενιά που μεγάλωσε έχοντας γνωρίσει μόνο έναν ηγέτη, με τίτλο “οι νέοι Τούρκοι στρέφουν την πλάτη στον Ερντογάν”. Αναφερόμενος σε μια σειρά από “αγκάθια” στην τουρκική κοινωνία, ο αρθρογράφος επικαλείται πρόσφατη έρευνα, κατά την οποία 73% των νέων 18-25 ετών θα εγκατέλειπαν τη χώρα εάν είχαν τη δυνατότητα. Και καταλήγει ότι “ίσως όλα αλλάξουν πάλι προς το καλύτερο. Όμως μέχρι τότε πολλοί νέοι Τούρκοι θα έχουν γυρίσει την πλάτη στη χώρα τους”.
Διαμάχη για τη “σύνταξη στα 70”
Το ρεκόρ πληθωρισμού αναζωπυρώνει τη συζήτηση για αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης έως και στα 70 χρόνια, παρότι ήδη έχει δρομολογηθεί αύξηση από τα 65 στα 67 έως το 2029. “Το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης πρέπει να αυξηθεί. Η Γερμανία έχει ήδη σήμερα ένα τεράστιο πρόβλημα έλλειψης ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας είναι ακάλυπτες”, δήλωσε στην Bild ο Γκούντερ Σναμπλ από το Πανεπιστήμιο της Λειψίας, ένας από τους τρεις γνωστούς οικονομολόγους που υποστηρίζουν συνταξιοδότηση στα 70.
“Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα δεν θα επιτρέψει οι συνταξιούχοι να ανακηρυχθούν κινητήριες δυνάμεις του πληθωρισμού και παράγοντες οικονομικού κινδύνου”, ήταν η απάντηση μέσω του Tagesspiegel του γενικού γραμματέα του κυβερνώντος κόμματος Κέβιν Κύνερτ, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι αντιδράσεις της Άνια Πιλ από το διοικητικό συμβούλιο της Γερμανικής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων, η οποία μίλησε στη Neue Osnabrücker Zeitung: «Δεν πρόκειται για τίποτε περισσότερο από μια άτολμη προσπάθεια μείωσης των παροχών εις βάρος των εργαζομένων. Όμως ο πληθωρισμός δεν καταπολεμάται κατ’ αυτόν τον τρόπο.”
Αντίο στον “πρωτοπόρο Vangelis”
Το Βαγγέλη Παπαθανασίου αποχαιρετά και ο γερμανικός Τύπος χαρακτηρίζοντάς τον “πρωτοπόρο της ηλεκτρονικής μουσικής μαζί με τους Kraftwerk, τον Klaus Schulze και τον Jean-Michel Jarre”. Όπως σημειώνει η Berliner Zeitung, “είχε μια ιδιαίτερη σχέση με την εξερεύνηση του Διαστήματος και αφιέρωσε στην αποστολή “Rosetta” του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος (ESA) το ομώνυμο άλμπουμ του. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πολλοί ήταν αυτοί που θρήνησαν για το συνθέτη, ο οποίος είχε σπουδάσει ζωγραφική, αλλά συνέθετε ήδη από την ηλικία των τεσσάρων ετών”.
Το δίκτυο N-TV υπενθυμίζει ότι ο Παπαθανασίου έγινε διάσημος στη Γερμανία όταν ο πυγμάχος Χένρι Μάσκε χρησιμοποίησε τη μουσική του στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ως εισαγωγή του σε αγώνες. “Ο γεννημένος το 1943 Βαγγέλης αναμείγνυε στη μουσική του ήχους από ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια και χορωδιακή χριστιανική μουσική, δεν είχε όμως επίσημη μουσική παιδεία, κάτι που όπως ο ίδιος ομολόγησε αργότερα τον βοήθησε να διαφυλάξει την αίσθηση της δημιουργικότητας.”
Κατερίνα Αλεξανδρίδη