Πριν από δύο αιώνες η Δύση πάσχιζε να κάνει την Ανατολή να της μοιάζει. Σήμερα, βλέποντας πώς τα κατάφερε, τρομάζει με το αποτέλεσμα. Τι βλέπει; Πως η Ανατολή υπερεθίστηκε από τις ορέξεις της για πράγματα που θεωρεί πως της λείπουν. Και είναι έτοιμη να πράξει οτιδήποτε προκειμένου να γευτεί αυτά που στην άλλη μεριά του πλανήτη προσφέρονται από καιρό για να χορταίνουν και να ευχαριστούν τα πλήθη. Το πρόβλημα δεν είναι ότι λαχταρά κάποια αγαθά. Είναι ότι δείχνει αποφασισμένη να θυσιάσει τα πάντα για να τα καρπωθεί. Πράγμα που συνιστά έναν παραλογισμό κατά της ζωής άγνωστο στον παλαιότερο κόσμο της Ανατολής.
Το να θέλεις να αναλώσεις ό,τι έχεις προκειμένου να κερδίσεις κάτι που δεν έχεις, το να είσαι πρόθυμος να χύσεις ακόμα και το αίμα σου για να φθάσεις στο ποθούμενο, αυτό, για όσους ξέρουν να διαβάζουν την ιστορία, δεν είναι παρά μια διαστροφή του δυτικού πνεύματος.
Πράγματι, μέσα στους κόλπους της Ευρώπης γεννήθηκε η ιδέα ότι οι επιθυμίες είναι καλό να σπιρουνίζουν τις δυνατότητες. Πρώτα επιθυμείς και μετά βάζεις τον εαυτό σου να κυνηγά τον κινούμενο στόχο σου. Αυτή ήταν ουσιαστικά στους νεότερους χρόνους η ευρωπαϊκή αντίληψη για το τι σημαίνει δυναμική εξέλιξη, τόσο των ανθρώπων όσο και του κόσμου. Και αυτή ακριβώς η αντίληψη, αφού πέρασε στην Αμερική και έγινε κανόνας, προτάθηκε στην Ανατολή με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Είπαν στους νωθρούς και αργοκίνητους λαούς να βγουν από τη στασιμότητά τους και να αντιγράψουν τις συνήθειες των δραστήριων ατόμων που σε κάθε γωνιά του Λονδίνου, του Παρισιού, του Βερολίνου, της Νέας Υόρκης ψάχνουν να βρουν και το παραμικρό ίχνος μελιού για να το γλείψουν. Η πρόταση συνοδευόταν και από μερικές συμπληρωματικές ώστε να γίνει πιο δελεαστική. Συμβούλευσαν την Ανατολή να λάβει σοβαρότερα υπ’ όψιν της τις ατομικές ελευθερίες και τα ατομικά δικαιώματα. Χωρίς αυτά η όλη επιχείρηση εκσυγχρονισμού κινδύνευε να περιοριστεί σε μια αλλαγή στο πλαίσιο του εμπορίου και της κατανάλωσης. Επρεπε λοιπόν το άτομο να είναι σεβαστό ώστε να μπορεί να επιλέγει ελεύθερα. Να επιλέγει όμως τι; Πολύ γρήγορα στα μάτια των μαθητευομένων της Ανατολής οι διδαχές της Δύσης φάνηκαν αναξιόπιστες. Αυξάνονταν οι ενδείξεις πως η ευγενής ιδέα της ατομικής ελευθερίας στην πραγματικότητα εκφυλιζόταν σε ένα πρόσχημα: δεν είμαι ελεύθερος παρά για να φροντίζω το συμφέρον μου και να σταματώ (έστω και μετά κόπου) στα συμφέροντα των άλλων. Εχω το δικαίωμα να είμαι ο εαυτός μου σημαίνει να μη μου ζητούν να δώσω κάτι από τον εαυτό μου αν δεν το επιτάσσουν οι νόμοι. Τότε όμως με ποιον τρόπο το άτομο θα «ανήκει» στην κοινότητά του; Και πώς θα δεσμεύεται από αυτή;
Στην Ανατολή ήταν πάντα ζωτικής σημασίας οι δεσμοί του κάθε μέλους της κοινότητας με τα υπόλοιπα. Η ρήση του Κομφούκιου ότι «δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος εκεί όπου δεν υπάρχουν δύο άνθρωποι» είναι χαρακτηριστική. Ανάλογα ισχύουν στην ινδουιστική και στη βουδιστική παράδοση. Οσο για τη ρωσική, και εκεί η έννοια του «ριζώματος» του ατόμου στη γη – μητέρα – τροφό για όλους είναι τόσο καθοριστική ώστε να γίνει φάρμακο απέναντι σε όλες τις οδύνες. Γι’ αυτό και στην Ανατολή οι άνθρωποι αντέχουν πολύ περισσότερο τα δεινά από όσο φαντάζονται οι Δυτικοί. Ιδιαίτερα στις μέρες μας, μέσα στην ένταση του πολέμου στην Ουκρανία και στην αβεβαιότητα που τυλίγει κάθε εκτίμηση των γεγονότων, αυτό θα έπρεπε να είναι ένας από τους ελάχιστους σταθερούς γνώμονες για τις αποφάσεις. Η Ανατολή ξέρει να υπομένει. Η Δύση ξέρει να επιμένει. Αλλά η τελευταία επιμένει για να διατηρήσει κάτι, ενώ η πρώτη υπομένει για να το αποκτήσει. Είναι φανερό ότι η πλάστιγγα της ζωτικότητας γέρνει προς την ανατολική πλευρά.
Με διαφορετικό ως έναν βαθμό τρόπο η καθεμία, η Κίνα, η Ρωσία και Ινδία ίσως θα επιδιώξουν να θέσουν σε εφαρμογή αυτό που τους δίδαξε η Δύση: να ακολουθούν τις επιθυμίες τους ακόμα και αν η απόσταση ανάμεσα στις επιθυμίες και στις ικανότητές τους μεγαλώνει. Το μεγάλο πλεονέκτημα για την Ανατολή είναι ότι το άτομο εκεί εξακολουθεί να αποδέχεται την ενσωμάτωσή του στο κοινωνικό σύνολο, στη χώρα, στο έθνος, στη φυλή (και σε μικρότερο βαθμό στη θρησκεία του). Αλλοτε, στη Δύση η ατομική προσωπικότητα μπορούσε να τρέφει κατακτητικά όνειρα. Το πάθος της ισχύος έπαιρνε το όνομα της μεγαλοφυΐας, της δόξας ή απλώς της επιτυχίας. Στην Ανατολή για το πάθος αυτό θα βρεθούν άλλα ονόματα. Ολα όμως θα παραπέμπουν σε κάποιο είδος συλλογικού πεπρωμένου. Το τι φιλοδοξεί ο ένας θα μοιάζει να εκκολάπτεται από τη θέληση των πολλών. Οπωσδήποτε ο Πούτιν δεν εκφράζει τις καλύτερες προσδοκίες του ρωσικού λαού. Πίσω από αυτόν όμως ο λαός ενδιαφέρεται τόσο πολύ για τη συνοχή του που μπορεί να ανταλλάξει την επιφύλαξή του απέναντι στον ηγέτη του με την ικανοποίηση που θα έχει αψηφώντας τις τιμωρίες των δυτικών κυβερνήσεων. Παρόμοια αντίδραση – αν και συγκεκαλυμμένη – είναι πολύ πιθανόν να εκδηλωθεί και στην Κίνα. Σε αμφότερα τα κράτη ο πολιτισμός και τα ήθη τους θα δείξουν ένα πρόσωπο που για το πνεύμα της Δύσης είναι ό,τι χειρότερο: του μνησίκακου, του λιγότερο ισχυρού, που για να εκδικηθεί τον πιο ισχυρό μιμείται τις πιο απεχθείς πλευρές του.
Η Ανατολή θα μιμηθεί τη Δύση στη βουλιμία της. Ταυτόχρονα όμως, όπως έκανε και στο παρελθόν, θα κατασκοπεύσει τις αδυναμίες των ανταγωνιστών της ώστε να γνωρίζει πώς να αποφύγει τις παγίδες. Εκεί βρίσκεται μια άλλη σημαντική ικανότητά της, πολύ χρήσιμη στα χρόνια που έρχονται. Από αιώνες έχει ασκηθεί στο να αποφεύγει την κατάχρηση των δυνάμεών της. Υπομένει, αμύνεται ή επιτίθεται, αλλά δεν ξοδεύεται υπερβολικά (η στρατιωτική τακτική της Ρωσίας στις ημέρες μας είναι ενδεικτική). Βέβαια, οι πιο έμπειροι σε αυτή την τέχνη ήταν ανέκαθεν οι Κινέζοι. Πολλά από αυτά που έπραξαν στο παρελθόν θα τα πράξουν και στο μέλλον. Θα περισυλλέγουν στοιχεία από τις γνώσεις και τα επιτεύγματα των άλλων, θα τα επεξεργάζονται, θα τα προσαρμόζουν στις δικές τους ανάγκες, δεν θα αποκλείουν τίποτα και θα κρύβονται πάντα στην πολιτική τους πίσω από το αξίωμα του Λάο Τσε ότι «το Α είναι και δεν είναι Α». Προφανώς, η αριστοτελικά εκπαιδευμένη Δύση, όταν, άλλοτε, συναντούσε αυτή τη λογική, έμενε αμήχανη. Πάντως προσπαθούσε να την καταλάβει. Ωστόσο, σήμερα ποιος θυμάται στη Δύση τις υποδείξεις του σταγειρίτη φιλοσόφου;
Οπότε η αμηχανία και η αναστάτωση απέναντι στους ασιατικούς ελιγμούς και αιφνιδιασμούς τείνουν να είναι ακόμη μεγαλύτερες. Θα μειώνονταν μόνο αν η Δύση έπαυε να φλυαρεί, να υποκρίνεται και να αυταπατάται. Αν έπαυε δηλαδή να μιλάει για τις επιθυμίες και τα δικαιώματά τους και μιλούσε για την ανάγκη να βρεθεί η ισορροπία ανάμεσα σε αυτά που θέλουν οι άνθρωποι (και τα κράτη) και σε αυτά που μπορούν. Και τότε ίσως θυμόταν προς το περιβόητο «μέτρον» δεν είναι η ίση απόσταση ανάμεσα σε δύο κακά. Είναι η στάθμιση και η αποφυγή εκείνου που βλάπτει περισσότερο. Αν είναι έτσι, τότε το ξαναμοίρασμα του κόσμου σήμερα δεν είναι ούτε καταστροφή ούτε οπισθοδρόμηση, είναι αναγκαιότητα.
Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.