Ο Γιάννης Χουβαρδάς αποτελεί ένα από τα κορυφαία κεφάλαια του θεάτρου και ένας σκηνοθέτης με προσωπική σφραγίδα. Με την παράσταση «Η άλλη πλευρά της καταιγίδας» ετοιμάζεται να ανοίξει το εφετινό Φεστιβάλ Αθηνών. Πρόκειται για μια φανταστική συνάντηση του Ορσον Ουέλς με τον κόσμο του Σαίξπηρ – και τον δικό του. Και όπως παραδέχεται, «είναι ό,τι πιο δύσκολο, πιο σύνθετο και πιο ριψοκίνδυνο έχω κάνει ποτέ». Με την ίδια αφοσίωση και λεπτομέρεια που τον χαρακτηρίζουν, ο Χουβαρδάς μοιάζει σήμερα πιο απελευθερωμένος. Ισως γιατί προτιμά πλέον να δουλεύει με ανθρώπους που του κάνουν κέφι, τον χαλαρώνουν, που τους αγαπά και τον αγαπούν. Ισως πάλι, γιατί θέλει να ισορροπεί καλύτερα ανάμεσα στη ζωή και στο θέατρο, απ’ ό,τι παλαιότερα.
Πώς προέκυψε αυτό το έργο; Εσείς το γράψατε;
«Ναι, τελικά εγώ το έγραψα. Είναι δύσκολο να το ιχνηλατήσω με ακρίβεια. Ημουν πριν από τέσσερα χρόνια στο Παρίσι κι ένας γάλλος φίλος ατζέντης με έφερε σε επαφή με τη Σαρλότ Ράμπλινγκ, η οποία ήθελε να συνεργαστεί με έναν θεατρικό σκηνοθέτη. Συζητώντας καταλήξαμε στο να ερμηνεύει τον Πρόσπερο στην «Τρικυμία», την «Καταιγίδα» όπως είναι η σωστή μετάφραση. Τελικά αποφάσισε να μην κάνει θέατρο. Είχα ήδη σκεφτεί ότι γι’ αυτή την παράσταση έπρεπε να υπάρχει κινηματογράφος. Οχι μόνον λόγω της Ράμπλινγκ αλλά και γιατί ως μέσον ο κινηματογράφος μιλάει για τρικ, θαύματα, μαγικά, που υπάρχουν στο έργο, ως η γλώσσα του Πρόσπερο. Εμεινα όμως με το έργο και την ιδέα στο χέρι. Κι όταν με κάλεσε η Κατερίνα Ευαγγελάτου της το είπα, της άρεσε και έτσι άρχισα να το δουλεύω».
Πώς «μπήκε» ο Ορσον Ουέλς;
«Εντελώς τυχαία. Είναι ένας σκηνοθέτης και μια προσωπικότητα που πάντα με ενδιέφερε. Υποσυνείδητα άρχισα να συνδέω το έργο, τη ζωή και την προσωπικότητα του Ουέλς με τον Σαίξπηρ. Ανακάλυψα, εκ των υστέρων, πάρα πολλές συμπτώσεις. Η «Καταιγίδα» θεωρείται το τελευταίο έργο που έγραψε μόνος του. Ο Ορσον Ουέλς, απ’ την άλλη, ήταν γνωστό ότι κατά καιρούς ξεκινούσε ταινίες και τις άφηνε στην μέση. Μία απ’ αυτές, εκ των υστέρων το κύκνειο άσμα του, είναι «Η άλλη πλευρά του ανέμου». Τη γύριζε επί δέκα χρόνια προς το τέλος της ζωής του. Δεν έβρισκε όμως παραγωγούς – το Χόλιγουντ τον κυνήγησε ανελέητα. Είχε όμως προλάβει να τελειώσει όλα τα γυρίσματα και μέρος του μοντάζ. Την τελευταία δεκαετία έγιναν προσπάθειες αποκατάστασης μέχρι που ήρθε ως από μηχανής θεός το Netflix και την ολοκλήρωσε – παίζεται στην πλατφόρμα του».
Ποιο είναι το θέμα της;
«Εχει ακριβώς το χαρακτηριστικό του κύκνειου άσματος. Αναφέρεται σε έναν μεγάλης ηλικίας σκηνοθέτη του Χόλιγουντ – τον ερμηνεύει ο Τζον Χιούστον – που έχει εξοστρακιστεί απ’ το Χόλιγουντ και θέλει να κάνει το μεγάλο comeback με αυτή την ταινία. Αναζητεί παραγωγούς και οργανώνει ένα πάρτι για να μαζέψει κεφάλαια. Στο τέλος, αφού τους έχει όλους ταλαιπωρήσει και συγχύσει, γιατί δεν έχουν καταλάβει περί τίνος πρόκειται, παίρνει ένα αυτοκίνητο και σκοτώνεται. Σαφώς ο Ουέλς μιλάει για ένα τέλος συνολικά. Αυτή η ταινία μ’ έκανε να προσεγγίσω τους δύο δημιουργούς και να βγάλω τον τίτλο-hommage στον Ορσον Ουέλς».
Τι θα δούμε;
«Το κείμενο είναι βασισμένο στη δομή του σαιξπηρικού έργου, τα πρόσωπα ονομάζονται με τα ονόματα των ηρώων του Σαίξπηρ, αλλά παίζονται με τον τρόπο που θα έπαιζαν τους ρόλους κάποιες θρυλικές μορφές του Χόλιγουντ – Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Ρίτα Χέιγουορθ, Πίτερ Λόρε, Τζίντζερ Ρότζερς, Φρεντ Αστέρ… Υπάρχει κι ένας ρόλος, επινοημένος από εμένα, μια φαμ φατάλ. Στην παράσταση υπάρχουν πολλοί κόσμοι, φιλμ νουάρ, ρομαντική κωμωδία, μιούζικαλ, του Ορσον Ουέλς που αντιστοιχούν στον Σαίξπηρ αλλά εκφράζουν και το Χόλιγουντ της χρυσής εποχής. Αυτή είναι η συνάντηση».
Πόσος Χουβαρδάς ενυπάρχει;
«Είναι και προσωπικές οι αναφορές. Δεν μπορώ να πω τη δοσολογία, αλλά είναι αρκετός. Υπάρχει και Σαίξπηρ και Ορσον Ουέλς, υπάρχω κι εγώ, όπως υπάρχουν και όλοι οι καλλιτέχνες που φτάνουν σε ένα σημείο που ενδεχομένως – σε όλους μας συμβαίνει αυτό – η έμπνευση στερεύει. Και τότε περνάει από μπροστά μας ένας από μηχανής θεός και μας λύνει τον γόρδιο δεσμό για να μπορεί να συνεχίσει η έμπνευση. Στη δική μας παράσταση, στο μπλοκάρισμα του καλλιτέχνη – Πρόσπερο/Ορσον Ουέλς – περνάει ένας αληθινός άνθρωπος, που αφηγείται τη δική του ιστορία: είναι ο Γιάννης Βογιατζής. Μετά συμβαίνει κάτι που μας παραπέμπει σε έναν άλλον αγαπημένο δικό μου σκηνοθέτη, τον Φελίνι και το «8 ½ «».
Βιώνετε την έλλειψη έμπνευσης;
«Μέχρι στιγμής είμαι αρκετά τυχερός να μην αισθάνομαι, εγώ τουλάχιστον, ότι έχω στερέψει τόσο πολύ. Δεν είναι προσωπικό με την έννοια την ανεκδοτολογική αλλά είναι προσωπικό με την έννοια ότι αυτό μπορεί να συμβεί στον οποιονδήποτε. Μπορεί να μου συμβεί στην επόμενη στροφή… Αλλά δεν είναι αυτό που με απασχολεί, όσο η περιπέτεια της δημιουργίας. Για εμένα αυτό που χαρακτηρίζει τον Ορσον Ουέλς είναι ότι μέχρι την τελευταία στιγμή πειραματιζόταν. Δεν συμβιβάστηκε ποτέ με ένα δημιούργημα με προδιαγραφές Χόλιγουντ. Παλαιότερα οργάνωνα τις πρόβες απ’ το Α ως το Ω, σε κάθε λεπτομέρεια. Τώρα ό,τι πιάνω απ’ τον αέρα με τους ηθοποιούς και τους συνεργάτες μου, το ακολουθώ. Αυτή η ελευθερία και η ανάγκη για αέναη δημιουργία και ψάξιμο χαρακτηρίζει τον Ορσον Ουέλς περισσότερο από καθετί άλλο – το ίδιο και τον Σαίξπηρ. Οπότε αυτό είναι που μ’ ενδιαφέρει περισσότερο και μου ταιριάζει».
Σαν να μη θέλετε να μπείτε στο κάδρο;
«Ναι, πάντα το προσπαθούσα. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα – πολλές φορές δεν θα τα κατάφερα. Γιατί δεν είναι μόνο το κάδρο των άλλων, είναι και το δικό σου. Αν δεν ξεφύγεις από το δικό σου, δεν ξεφεύγεις ούτε απ’ των άλλων. Νομίζω ότι αυτή είναι η μεγάλη δυσκολία και ο αέναος αγώνας που δίνει ένας καλλιτέχνης. Πώς δεν θα καλουπωθεί, δεν θα επαναλαμβάνεται ακολουθώντας τις ευκολίες του, λύνοντας τα προβλήματά του ανώδυνα. Αυτό είναι το ζητούμενο και σ’ αυτό θα ήθελα να έχω μοιάσει στον Ορσον Ουέλς».
Ο Πρόσπερο, η ημιτελής ταινία του Ουέλς κι εσείς: Σας απασχολεί η έννοια του χρόνου;
«Τυχαίο είναι ότι διάλεξα αυτό το έργο; Σίγουρα έχει σημασία. Δεν γίνεται με πρόγραμμα όμως. Δεν λέω δηλαδή, τώρα μεγαλώνω, ποια έργα με αφορούν. Μόνο του γίνεται. Ερχονται και μας διαλέγουν τα έργα. Με απασχολεί το μετά, το τέλος, περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Είμαι 72 χρόνων».
Εχετε απωθημένα;
«Πιστεύω στους αλλεπάλληλους κύκλους στη ζωή. Πιστεύω ότι έχω κλείσει διάφορους κύκλους και τώρα βρίσκομαι στο ξεκίνημα ενός ακόμα, που, συμπτωματικά ή όχι, τυχαίνει να είναι από τους τελευταίους, ή καλύτερα ένας κύκλος ωριμότητας. Απ’ αυτόν θα ανοίξουν πόρτες που δεν έχουν ανοίξει ως τώρα, πόρτες που να έχουν σχέση με μια πιο ανεξάρτητη στάση στα πράγματα. Η προσέγγισή μου απέναντι στο υλικό της τέχνης μου πιστεύω ότι γίνεται όλο και πιο χαλαρή, με την έννοια μιας πιο καθαρής, ανεξάρτητης ματιάς».