Παρότι γράφτηκε αρκετές φορές, η κίνηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να θέσει όρους για την εισδοχή της Φινλανδίας και της Σουηδία στο ΝΑΤΟ και προς το παρόν να «μπλοκάρει» την ταχεία ένταξή τους στη Συμμαχία, δεν σηματοδοτεί φιλορωσική κίνηση, ούτε συνιστά κάποια επιλογή πλήρους ρήξης με τη Δύση.
Αντίθετα, πιο σωστό είναι να πούμε ότι αποτυπώνει την επιλογή του Ερντογάν να διεκδικήσει μια αναβαθμισμένη θέση εντός μιας «δυτικής συμμαχίας», διεκδικώντας χώρο και περιθώρια για ελιγμούς, ακριβώς για να μπορεί συνάμα να συντηρεί τη βασική θέση του ότι η Τουρκία είναι μια περιφερειακή δύναμη με δική της αυτοτελή εξωτερική πολιτική, την οποία οι άλλες χώρες σέβονται και αναγνωρίζουν.
Η στροφή του Ερντογάν προς τη Δύση
Για όποιον παρατηρεί την πολιτική του Ερντογάν, ιδίως μετά την εκλογή του Τζο Μπάιντεν στις ΗΠΑ, θα διαπιστώσει ότι κάνει μια συστηματική προσπάθεια να αποκαταστήσει σχέσεις τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση. Αυτό αποτελεί μια σχετική μετατόπιση από τον τόνο που είχε επιλέξει σε ένα προηγούμενο διάστημα και σε σχέση με την έμμεση απόδοση ευθύνης για το πραξικόπημα στις ΗΠΑ και σε σχέση με τον τρόπο που διεκδίκησε να έχει σχέσεις και με τη Ρωσία.
Αυτή η μετατόπιση αποτυπώθηκε πρωτίστως σε μια συστηματική προσπάθεια να αποκαταστήσει σχέσεις με χώρες που αποτελούν βασικούς συμμάχους των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής: το Ισραήλ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Σαουδική Αραβία και – με μεγαλύτερη δυσκολία – με την Αίγυπτο.
Αποτυπώθηκε, επίσης, στον τρόπο που επέμεινε να υπογραμμίζει ότι δεν ταυτίζεται με τη ρωσική πολιτική, π.χ. με την απόφαση εμπλοκής στην αντιπαράθεση του Αζερμπαϊτζάν με την Αρμενία. Και βέβαια φάνηκε και στον τρόπο που σε όλη τη διάρκεια της κρίσης στις ουκρανορωσικές σχέσεις και στη συνέχεια στον πόλεμο, η Τουρκία ενίσχυσε την Ουκρανία που χρησιμοποιεί τουρκικής κατασκευής drones, ενώ πάντοτε υπενθυμίζει ότι δεν αναγνώρισε την προσάρτηση της Κριμαίας.
Ακόμη και κινήσεις όπως η μερική αποκλιμάκωση της έντασης στο Αιγαίο και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο μετά τη μεγάλη κρίση του καλοκαιριού του 2020, στην ίδια κατεύθυνση συντείνουν. Το ίδιο και η επιμονή του στον στόχο της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τα όρια της σχέσης με τη Ρωσία
Σε αυτό το φόντο η σύμπραξη με τη Ρωσία δεν ήταν ποτέ ένας στρατηγικός στόχος καθεαυτός. Μάλιστα, ο Ερντογάν έχει αποκηρύξει όσους υποστηρίζουν «ευρασιανικές» απόψεις για την ανάγκη στροφής της Τουρκίας προς τη Ρωσία και την Κίνα.
Η Τουρκία προφανώς και επιθυμούσε σχετικά καλές σχέσεις με τη Ρωσία και κυρίως να μην την έχει απέναντί της. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα στη Συρία όπου κάποια στιγμή η Τουρκία βρέθηκε να χρειάζεται τη συνεννόηση και με τη Ρωσία και με το Ιράν και για να απαντηθεί η άνοδος του Ισλαμικού Κράτους αλλά – και κυρίως – να αποτραπεί ο κίνδυνος να διαμορφωθεί μια οιονεί κουρδική κρατική οντότητα δίπλα στα σύνορα με την Τουρκία. Δηλαδή, ο Ερντογάν χρειαζόταν τη ρωσική διαβεβαίωση ότι η Συρία δεν θα εξελιχθεί στο μεγάλο νεκροταφείο των όποιων φιλοδοξιών του να παίξει ρόλο στην ευρύτερη περιοχή.
Όμως, σε αντίθεση με μια ορισμένη ρητορική στη Δύση, αυτό ποτέ δεν σήμαινε μια φιλορωσική στάση της Τουρκίας. Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμη και στη Συρία, όπου υπάρχει η συνεννόηση γύρω από τη «διαδικασία της Αστάνα», η Τουρκία εξακολουθεί να υποστηρίζει ισλαμικές οργανώσεις που είναι αντίθετες στην κυβέρνηση Άσαντ. Αλλά και στον εμφύλιο πόλεμο στη Λιβύη η Τουρκία υποστήριξε αντίθετη παράταξη από αυτή που στήριξε η Ρωσία.
Είναι σαφές ότι η Ρωσία δεν επιθυμεί μια ρήξη με τη Ρωσία, με την οποία έχει και οικονομικές σχέσεις, στοιχείο που φάνηκε και στις ισορροπίες που κράτησε σε σχέση με ζητήματα όπως τα Στενά σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Όμως, την όποια σχέση έχει με τη Ρωσία τη θέλει ως χώρα του ΝΑΤΟ, ως «δυτική χώρα», με τις εγγυήσεις και συνάμα δεσμεύσεις που αυτό συνεπάγεται.
Η ανοχή των ΗΠΑ στις τουρκικές επιχειρήσεις στο Βόρειο Ιράκ
Το τελευταίο διάστημα η Τουρκία διεξάγει επιχειρήσεις στο Βόρειο Ιράκ σε μια προσπάθεια να καταφέρει πλήγματα στις δυνάμεις του PKK που δραστηριοποιούνται εκεί. Οι επιχειρήσεις αυτές που γίνονται σε μια ορισμένη άτυπη συνεννόηση και με το Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα, αποσκοπούν στο να αποδυναμωθεί το PKK και οι διάφορες ένοπλες μορφές του, αλλά και εμμέσως αυτή ορισμένων φιλοϊρανικών πολιτοφυλακών. Ταυτόχρονα διευκολύνει τα σχέδια που από κοινού επεξεργάζονται η Τουρκία και το Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα για συνεργασία στο χώρο της ενέργειας.
Είναι προφανές ότι σε μια περιοχή που πάντα έχει την προσοχή και των ΗΠΑ, οι επιχειρήσεις αυτές έγιναν και με την ανοχή των ΗΠΑ, στοιχείο που αποτυπώνει και μια μεγαλύτερη ευελιξία της αμερικανικής πλευράς έναντι της Τουρκίας, εν μέσω πολέμου στην Ουκρανία.
Άλλωστε, ο πόλεμος στην Ουκρανία, αντικειμενικά αναβάθμισε και τη διαπραγματευτική δύναμη της Τουρκίας. Όπως, δήλωσε και ο Τσαβούσογλου στη συνάντησή του με τον Μπλίνκεν, η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία «έδειξε ότι η Τουρκία και οι ΗΠΑ πρέπει να έχουν καλύτερη συνεργασία ως σύμμαχοι και φίλοι».
Τουρκικές ασκήσεις ισορροπίας
Παράλληλα η Τουρκία δεν επιδιώκει μια πλήρη ρήξη με τη Ρωσία. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τα ζητήματα που αφορούν τη Συρία, ή συνεργασίες όπως η κατασκευή του τουρκικού πυρηνικού εργοστασίου. Αφορούν και το γεγονός ότι τα «παντουρκιστικά» οράματα της Τουρκίας προϋποθέτουν και συνεργασία με χώρες που διατηρούν καλές σχέσεις με τη Ρωσία, όπως για παράδειγμα το Καζακστάν.
Όλα αυτά αποτυπώνονται σε διάφορες ασκήσεις ισορροπίας. Για παράδειγμα: ανάμεσα στις 19 και τις 22 Απριλίου το ΝΑΤΟ πραγματοποίησε στο Ταλίν της Εσθονίας της άσκηση Locked Shields 2022, μια μεγάλη άσκηση κυβερνοασφάλειας με συμμετοχή της Τουρκίας. Την επόμενη μέρα ο Τούρκος ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου ανακοίνωσε ότι η Τουρκία θα κλείσει για τρεις μήνες τον εναέριο χώρο της για τα ρωσικά αεροπλάνα με κατεύθυνση τη Συρία, ανακοινώνοντας παράλληλα και τη ματαίωση και μιας προγραμματισμένης νατοϊκής άσκησης.
Ένα βέτο με «δυτική» επιχειρηματολογία
Αντίστοιχα, έχει ενδιαφέρον το πώς διατυπώνονται οι τουρκικές αντιρρήσεις στην εισδοχή της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ. Η Τουρκία δεν διατυπώνει αντιρρήσεις που έχουν να κάνουν με τον πόλεμο στην Ουκρανία ή τον κίνδυνο η διεύρυνση του ΝΑΤΟ να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη ένταση στο διεθνές πεδίο.
Οι αντιρρήσεις της Τουρκίας αφορούν το εάν και κατά πόσο οι δύο αυτές χώρες συμβάλλουν στην «αντιτρομοκρατική πολιτική». Ακόμη και εάν κανείς τη θεωρήσει μια προσχηματική επίκληση, δεν παύει παραδόξως να αφορά τον πυρήνα των σκοπών του ΝΑΤΟ, ιδίως μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τον υποτίθεται διακηρυγμένο ρόλο του στο διεθνές σύστημα.
Ταυτόχρονα, συνδέοντας το θέμα της ένταξης με το Κουρδικό ζήτημα, ο Ερντογάν πιέζει και την αντιπολίτευση στην Τουρκία που σε γενικές γραμμές επίσης έχει εθνικιστική τοποθέτηση στο συγκεκριμένο θέμα.
Οι τακτικοί υπολογισμοί και ο ορίζοντας των εκλογών
Ο Ερντογάν ουδέποτε εξέτασε το ενδεχόμενο μεγαλύτερης ρήξης με τη Δύση. Όμως, την ίδια στιγμή για να μπορεί να υλοποιεί το όραμά του για μια Τουρκία περιφερειακή δύναμη, πρέπει να κατοχυρώνει περιθώρια κινήσεων. Αυτό εξηγεί τον τρόπο που διαρκώς διαπραγματεύεται τη συμπόρευσή του με τη Δύση. Και με την οικονομία από το ισχυρό του χαρτί να εξελίσσεται ολοένα και περισσότερο στην αχίλλεια πτέρνα του, ο Ερντογάν έχει ανάγκη να κάνει άλλες προβολές ισχύος και να δείξει ότι μπορεί να υπερασπίζεται τα «εθνικά συμφέροντα» και να εξασφαλίζει παραχωρήσεις από τους συμμάχους. Γι’ αυτό και φρόντισε να δείξει ότι δεν «μπλοφάρει». Άλλωστε, γνωρίζει ότι για τους ρυθμούς με τους οποίους προωθούνται τέτοια ζητήματα δεν προκαλεί ιδιαίτερα μεγάλη καθυστέρηση. Πάντως, ο ίδιος ο Γενς Στόλτενμπεργκ έσπευσε να δηλώσει ότι «η Τουρκία είναι ένας πολύτιμος σύμμαχος και πρέπει να αντιμετωπίσουμε όποιες ανησυχίες ασφάλειας έχει» έγραψε στο tweeter.