Σήμερα ψηφίζουν στον ΣΥΡΙΖΑ για την εκλογή αρχηγού και μελών της ΚΕ και η αγωνία για το αν θα εκλεγεί ο κ. Τσίπρας έχει φτάσει στο κατακόρυφο. Οπως στο κατακόρυφο ήταν και την προηγούμενη Κυριακή η αγωνία για το ποιο όνομα θα διαλέξουν τα μέλη του ΠαΣοΚ. Την επόμενη Κυριακή ολοκληρώνεται και το Συνέδριο του ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ. Στον ΣΥΡΙΖΑ οι «Θέσεις» του κόμματος διαμορφωθήκαν από Επιτροπή του Συνεδρίου και δεν συζητήθηκαν πουθενά προηγουμένως. Ψηφίστηκαν ομόφωνα και απέχουν πολύ από το σχετικά σοβαρό και αυτοκριτικό κείμενο που είχε ψηφιστεί στην περυσινή Προγραμματική Συνδιάσκεψη του κόμματος. Η ομοφωνία στην ψήφιση των Θέσεων προδίδει αδιαφορία για τις ιδέες, αφού η αντιπολίτευση του 25% που σχηματίστηκε αφορούσε διαδικαστικά θέματα. Στο ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ πραγματοποίησαν ένα δημοψήφισμα όπου οι 175.000 ψηφοφόροι έμαθαν τις δύο επιλογές μόνο δύο μέρες πριν από τις εκλογές, χωρίς αυτές να συζητηθούν στις κομματικές οργανώσεις και χωρίς ηλεκτρονική υποστήριξη σε πολλά εκλογικά τμήματα. Το ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ πήρε 95%, όπως είπαν, αλλά δεν έδειξαν. Είπαμε αυτο-οργάνωση, όχι όμως και τόσο πολύ. Στο τότε ΚΙΝΑΛ κατηγόρησαν και ορθώς τον ΣΥΡΙΖΑ πως τον Ιούλιο του 2015 οργάνωσε ένα δημοψήφισμα μόνο στα στενά περιθώρια μιας εβδομάδας. Ο σημερινός αρχηγός του κόμματος είχε δείξει άψογα πολιτικά αντανακλαστικά και κατήγγειλε στο Ευρωκοινοβούλιο αυτές τις μεθοδεύσεις. Τώρα το έκαναν σε δυο μέρες. Μιλούν για θεσμικό κόμμα και φτιάχνουν κάτι σαν το Θεσμικό Επαναστατικό Κόμμα του Μεξικού, θιασώτη των δημοψηφισμάτων και το οποίο παρέμεινε στην εξουσία για 71 συνεχή χρόνια.
Το κόμμα που είχε τρεις πανεπιστημιακούς αρχηγούς (Ανδρέα Παπανδρέου, Κώστα Σημίτη και Ευάγγελο Βενιζέλο), κατάντησε το κόμμα στο οποίο η σε βάθος ιδεολογική συζήτηση θεωρείται χάσιμο χρόνου. Την περασμένη Τρίτη παρουσιάστηκαν οι «Θέσεις» του κόμματος, οι οποίες όμως δεν θα συζητηθούν στο Συνέδριο, αλλά σε μια μεταγενέστερη Προγραμματική Συνδιάσκεψη. Κάτι σαν το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ. Με όλο τον σεβασμό μου στον καλύτερο πρωθυπουργό τής μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο Ελλάδας, στον Κώστα Σημίτη, η εστίαση, όπως έγραψε, σε θέματα στέγασης των νέων, αξιοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης, στον τομέα της υγείας και της ενέργειας από μόνα τους δεν συνιστούν «βήμα στη σωστή κατεύθυνση». Πολλά από αυτά αποτελούν κοινό τόπο όλων των πολιτικών δυνάμεων και όχι ξεχωριστή σοσιαλδημοκρατική αφήγηση. Για κάτι τέτοιο οι όποιες προτάσεις πρέπει να δένουν με την εξήγηση στο τις φταίει για την άνοδο του λαϊκισμού. Σήμερα κυριαρχούν δυο ανεπαρκείς προσεγγίσεις που ερμηνεύουν την άνοδο του λαϊκισμού είτε ως επιλογή ρατσιστών και νατιβιστών εχθρών της δημοκρατίας είτε ως απάντηση στον φόβο που γεννά στην εργατική και τη μεσαία τάξη η παγκοσμιοποίηση. Αυτές οι δύο ερμηνείες χαρακτηρίζουν ως λαϊκισμό οποιαδήποτε κριτική στις ελίτ. Μια νέα σοσιαλδημοκρατική αφήγηση όμως δεν μπορεί να μη εστιάζει στις ευθύνες και των ελίτ για όσα συμβαίνουν σήμερα. Δεν μπορεί κορμό των σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών να αποτελούν η «κανονικότητα», η τεχνοκρατία και η «αξιοκρατία» και όχι η μάχη κατά των ανισοτήτων με όπλο την προοδευτική φορολογία εισοδημάτων, περιουσιών και κληρονομίας.
Στο «νέο» κόμμα το «ούτε ΝΔ ούτε ΣΥΡΙΖΑ» έγινε «ούτε Μητσοτάκης ούτε Τσίπρας». Αντί αυτό να επενδύσει σε μια διακριτή ιδεολογική των πραγμάτων προσέγγιση, μετέτρεψε το ούτε-ούτε κομμάτων σε ούτε-ούτε προσώπων. Ετσι όμως τι θα έχουν να αρνηθούν, αν από τη ΝΔ τους προτείνουν, λέμε τώρα, τον κ. Πιερρακάκη για πρωθυπουργό ή από τον ΣΥΡΙΖΑ την κυρία Αχτσιόγλου; Να τι προβλήματα γεννά η προσωποποίηση ή πιο σωστά η αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής. Το χωρίς ιδεολογική ταυτότητα ΠαΣοΚ- ΚΙΝΑΛ θα ήθελε την αυτοδυναμία της ΝΔ, για να μην του τεθεί το ερώτημα με ποιον θα πάει. Αν όμως η ΝΔ είναι αυτοδύναμη, αυτό θα σημαίνει πως μια μεγάλη δεξαμενή ψήφων (πρώην κεντροαριστεροί που ψήφισαν Κυριάκο Μητσοτάκη λόγω αντι-ΣΥΡΙΖΑ) στέρεψε γι’ αυτό. Από την άλλη, οι ψηφοφόροι του ΠαΣοΚ που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ, επειδή σε αυτό είδαν σωσίβιο για την παραμονή τους στην εξουσία, όπως ήταν εθισμένοι, δεν θα επιστρέψουν σε αυτό, όσο ετούτο δεν δείχνει ικανό να ανατρέψει τους συσχετισμούς του με τον ΣΥΡΙΖΑ. Θα το έκαναν, αν αυτό ως εκ θαύματος βρισκόταν στη δεύτερη θέση, αλλά για να γίνει κάτι τέτοιο πρέπει πρώτα αυτοί να το ψηφίσουν. Τετραγωνισμός του κύκλου. Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ βεβαίως έχει βαθιές ιδεολογικές ανησυχίες. Αν είχε, δεν θα συμμαχούσε χωρίς αντίσταση των μεγαλοστελεχών του με την «ψεκασμένη» Ακροδεξιά. Ούτε θα ξεμπέρδευε τόσο εύκολα, επικαλούμενος την καραμέλα του «νεοφιλελευθερισμού», από τη δύσκολη ανάλυση των σημερινών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων.
Ο κ. Τσίπρας ισχυρίζεται πως θέλει να έχει μια ιδεολογική αφήγηση, αλλά δεν έχει. Ο κ. Ανδρουλάκης ούτε θέλει ούτε έχει. Του αρκούν «προτάσεις», από τις οποίες το ΠαΣοΚ ποτέ δεν έπασχε. Χιλιάδες τέτοιων υπήρχαν στο παλιό ΙΣΤΑΜΕ. Δεν λείπουν «τα φωτοβολταϊκά στο σπίτι», αφήγηση που να εμπνέει λείπει. Στις επόμενες εκλογές το παιγνίδι θα πάει στα πέναλτι. Δεν θα κριθεί όμως σε αυτά αλλά στον επόμενο αγώνα της ανασύνθεσης των δύο κομμάτων. Γιατί όπως σωστά ισχυρίζεται και ο Πρωθυπουργός, φυσιολογικά είναι μόνο τα κομματικά συστήματα στα οποία υπάρχουν κεντροαριστερές και κεντροδεξιές πολυκατοικίες.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.