Βαθμολογία
5: εξαιρετική
4: πολύ καλή
3: καλή
2: ενδιαφέρουσα
1: μέτρια
0: απαράδεκτη
——
«Το κοστούμι» («The outfit», Αγγλία, 2022)
Με γνώμονα τον πρωτότυπο, ξένο τίτλο αυτής της ταινίας, δηλαδή «The outfit», η έννοιά του είναι διφορούμενη. Outfit σημαίνει όντως κοστούμι (ή ενδυμασία/ στολή), μπορεί να αποδοθεί όμως και ως «Οργάνωση», διότι «Outfit» αποκαλείται το «οργανωμένο έγκλημα» στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και τα δύο παίζουν ρόλο στην ιστορία που διαδραματίζεται στο Σικάγο του 1956, όλη σε ένα ραφτάδικο, αυτό του «Εγγλέζου» (Μαρκ Ρέιλανς), ενός ανθρώπου εξαιρετικά ευγενικού, ήσυχου και μεθοδικού στην δουλειά του, ο οποίος θα μπλέξει σε μια ιστορία σχετική με το οργανωμένο έγκλημα που μάστιζε εκείνη την εποχή το Σικάγο από τους «διαδόχους» του Αλ Καπόνε. Στην ταινία εμφανίζονται ελάχιστα πρόσωπα και τα δρώμενα έχουν από την πρώτη μέχρι την τελευταία σκηνή άξονα τον «Εγγλέζο» που ισχυρίζεται, με σθένος, ότι δεν είναι ράφτης αλλά «κόφτης» και που υποδύεται με άψογο τρόπο ο Μ. Ρέιλανς. Η απολύτως κινηματογραφική ματιά του σκηνοθέτη Γκρέιαμ Μουρ βοηθά την ταινία να ξεφύγει από την θεατρικότητα που συχνά δίνει την εντύπωση ότι έχει, λόγω, κυρίως, του κλειστού χώρου όπου διαδραματίζεται. Όμως το σενάριο (των Μουρ – Τζόναθαν Μακ Λέιν) είναι εκείνο που κυριολεκτικά σε συναρπάζει με τις διαρκείς ανατροπές και τα σκοτεινά μυστικά που όλοι οι ήρωες κρύβουν.
Βαθμολογία: 3
«Μαγνητικά πεδία» (Ελλάδα, 2021)
Διάχυτη η αίσθηση τρυφερότητας στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιώργου Γούση, η οποία διακρίθηκε στο περσινό φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και έχει συγκεντρώσει αρκετές υποψηφιότητες στα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Μια μελαγχολική γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, ένας άντρας, πιο πολύχρωμος στην ενδυμασία, ένα Peugaut ονόματι Ζορζ, ένα νησί του Ιονίου. Η γυναίκα δείχνει να βρίσκεται εκεί χωρίς συγκεκριμένο λόγο, ο άντρας με ένα μεταλλικό κουτί παραμάσχαλα, προσπαθεί να θάψει την θεία του εκεί που η μακαρίτισσα θα ήθελε. Με μια εξαιρετική αίσθηση του πλάνου και με πειραματισμούς στην φωτογραφία του Γιώργου Κουτσαλιάρη που δίνει ένα τόνο μετα-αποκαλυτικής ατμόσφαιρας, ο Γούσης στήνει αυτή την απλή ιστορία περιπλάνησης, μοναχικότητας και κυρίως, ανθρώπινης επαφής από την οποία δεν λείπει το σασπένς όπως και το χιούμορ (η σκηνή με τον ξενοδόχο όπως και τον υπάλληλο του νεκροταφείου εκκλησίας είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα). Η χημεία ανάμεσα στην ψευδο -βαμπ ηρωίδα της Ελενας Τοπαλίδου και τον «χύμα» αλλά «σπαθί» Αντώνη Τσιοτσιόπουλο λειτουργεί αποτελεσματικά σε μια ταινία που με τον τρόπο της έχει κάτι να πει για την ανάγκη της ανθρώπινης επικοινωνίας σε μια εποχή που αυτή η έννοια τείνει να φύγει από τη ζωή μας.
Βαθμολογία: 3
«Η νύχτα της φωτιάς» («Noche de fuego»,Μεξικό, 2021)
Διαφθορά, εκμετάλλευση, καταπίεση: όλα όσα ζει μια κοινωνία γυναικών στην μεξικανική επαρχία, οι οποίες προσπαθούν, σιωπηρά αλλά επίμονα, να επιβιώσουν με όποιον τρόπο μπορούν. Δύσκολο μέσα σε ένα περιβάλλον αστυνομικής και στρατιωτικής διαφθοράς, κατάχρησης εξουσίας και απόλυτης ταπείνωσης του ανθρώπινου είδους – και όλα αυτά δυστυχώς στις μέρες μας. Άκρως πολιτική και πέρα για πέρα επίκαιρη, η ταινία της μεξικάνας σκηνοθέτριας Τατιάνα Χουέζο, στηρίζεται στο μυθιστόρημα της Τζένιφερ Κλέμεντ «Prayers for the stolen» («Προσευχές για τους κλεμμένους») και σε κερδίζει διότι η τραγικότητα του θέματός της εναρμονίζεται συγκινητικά με την παιδική αθωότητα και πιο συγκεκριμένα το απορημένο, τρομαγμένο αλλά και επιβλητικό, ανήσυχο βλέμμα της κεντρικής ηρωίδας (Μαρία Μεμπρένο) που ενηλικιώνεται, εκ των πραγμάτων απότομα και τραυματικά. Διπλή βράβευση στο φεστιβάλ κινηματογράφου Νύχτες Πρεμιέρας της Αθήνας, η «Νύχτα της φωτιάς» κέρδισε το βραβείο καλύτερης ταινίας αλλά και το σκηνοθεσίας για την Χουέζο (στην πρώτη μάλιστα σκηνοθετική της δουλειά στη μεγάλου μήκους ταινία).
Βαθμολογία: 2 ½
«Κορδόνια» («Lacci», Ιταλία, 2021)
Μεταφορά του ομότιτλου μυθιστορήματος του Ντομένικο Σταρνόνε (εκδόσεις Πατάκη), αυτό το ψυχολογικό – οικογενειακό δράμα του Ντανιέλε Λουκέτι, αναλύει με εξονυχιστικό (και ενίοτε βασανιστικό) τρόπο τις λεπτομέρειες των παθών και αδυναμιών μέσα από τις οποίες διαμορφώνεται η ιστορία μιας προβληματικής τετραμελούς οικογένειας με αφετηρία την δεκαετία του 1980 και προορισμό τις μέρες μας. Πατέρας, μητέρα, κόρη ,γιός – τέσσερις συνηθισμένοι άνθρωποι βουτηγμένοι μέσα στη δίνη μια ποικιλίας σοβαρών ζητημάτων – εκείνα που ενδεχομένως θα βρούμε σε πολλές οικογένειες – μόνο που εδώ βλέπουμε τα πάντα στη διαπασών. Η απιστία του συζύγου (Λουίτζι Λο Κάσο), οι απρόβλεπτες, ενίοτε επικίνδυνες αντιδράσεις της συζύγου (Αλμα Ρορβάχερ), η αδυναμία (φυσικά) των παιδιών να επικοινωνήσουν είτε με τον ένα είτε με τον άλλο γονέα, είτε μεταξύ τους. Με καλές ισορροπίες ανάμεσα στους δύο χρόνους δραματουργίας (το ζευγάρι των γονέων νέο και σε μεγαλύτερη ηλικία – Λάουρα Μοράντε, Σίλβιο Ορλάντο), η στενάχωρη αλλά ουσιαστική αυτή ταινία δεν σε αφήνει ποτέ σε ησυχία και κατά κάποιο τρόπο κολλά στο λαιμό σαν μπουκιά απελπισίας.
Βαθμολογία: 2 ½
«Κώδικας εκδίκησης» («The protege», ΗΠΑ, 2021)
Μια γυναίκα επαγγελματίας δολοφόνος είναι εκείνη που θέλει να εκδικηθεί σ’ αυτή την περιπέτεια και ο Θεός να φυλάει όποιον βρεθεί στο διάβα της. Αποφασιστική, αγέλαστη (όχι όμως χωρίς χιούμορ) και εκπαιδευμένη ως μηχανή θανάτου, η ηρωίδα της Μάγκι Κιού έρχεται να προστεθεί στην λίστα ανάλογων ταινιών «θηλυκής δράσης» όπως η νύφη των «Kill Bill» (Ούμα θέρμαν), η «Χάνα» (Σόρσι Ρόναν), η «Salt» (Αντζελίνα Τζολί), η «Atomic blonde» (Σαρλίζ Θερόν) και η «Τιμωρός» (Τζίνα Καράνο). Προβλέψιμο αλλά εύπεπτο θέαμα, με τις γνωστές, χαριτωμένες υπερβολές με καλούς ηθοποιούς σε β’ ρόλους (Σάμιουελ Λ. Τζάκσον – ο μέντορας της εκδικήτριας και Μάικλ Κίτον – ο ανταγωνιστής της) και με την σφραγίδα του καλού επαγγελματία Μάρτιν Κάμπελ, δημιουργού του «Casino Royale» και της πρόσφατης περιπέτειας «Η μνημη του δολοφόνου» με τον Λίαμ Νίσον. Δεν χάνεις απολύτως τίποτα αν την χάσεις και περνάς καλά άπαξ αποφασίσεις να την δεις.
Βαθμολογία: 2
«Λούις Γουέιν Ενας ξεχωριστός κόσμος» («The electrical life of Lewis Wayne», Αγγλία, 2021)
Η υστερία στην οποία είναι βυθισμένη η ταινία του Γουίλ Σαρπ έχει επιπτώσεις στην ίδια την εξιστόρηση της εκκεντρικής, χαρούμενης μα συγχρόνως πονεμένης ζωής του Λουίς Γουέιν (Μπένεντικτ Κάμπερμπατς): με το ευφάνταστο ζωγραφικό έργο του και το πάθος του για τις δυνατότητες του ηλεκτρικού ρεύματος, ο Γουέιν συνέβαλλε ώστε πολύς κόσμος να απαλλαγεί από τις προκαταλήψεις του για τις γάτες και να τις αγαπήσει. Ο αντισυμβατικός χαρακτήρας του Γουέιν που αγνοώντας ακόμα και τις ανάγκες της οικογενείας του ήθελε να υλοποιήσει τα δικά του οράματα αδιαφορώντας για τα συντηρητικά προνόμια μιας «κανονικής» δουλειάς έχει κάποιο ενδιαφέρον και με τον Κάμπερμπατς στον ρόλο, μπορείς να αντιληφθείς το πόσο γοητευτικός μπορεί να γίνει. Και όμως δεν γίνεται διότι η παρδαλή σκηνοθεσία του Γουίλ Σαρπ που θαρρείς ότι προσπαθεί να μιμηθεί τον Τιμ Μπάρτον χωρίς στην πραγματικότητα να μπορεί, ακυρώνει το σύνολο και με μια λέξη, κουράζει.
Βαθμολογία: 1 ½
«Nitram» (Αυστραλία, 2021)
Η ταινία του Τζάστιν Τερζέλ, δημιουργού του έξοχου «Μακμπέθ» με τον Μάικλ Φασμπέντερ, αξίζει κυρίως για τις ερμηνείες των Τζούντι Ντέιβις (πόσο καιρό είχαμε να δούμε αυτή την θαυμάσια ηθοποιό;) και Αντονι Λα Πάλια που υποδύονται τους γονείς ενός «προβληματικού» εφήβου, του Νίτραμ (Κέιλεμπ Λόντρι Τζόουνς). Και αξίζουν γιατί τους καταλαβαίνουμε, ταυτιζόμαστε μαζί τους. Πως μπορούν να διαχειριστούν το άλυτο ψυχικό πρόβλημα του σπλάχνου τους που την μια στιγμή είναι τρυφερός, αγαπησιάρης και δοτικός και την άλλη επιθετικός, βίαιος και αυτοκαταστροφικός; Η μάνα, ισχνή σαν σταφίδα και με τον πόνο μιας ζωής ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της απλώς τον παρατηρεί και διαισθάνεται το κακό που κάποια στιγμή θα γίνει. Ο πατέρας, υπέρβαρος και παραιτημένος από τη ζωή, ενδιαφέρεται κυρίως για το σπίτι που θέλει να αποκτήσει αδυνατώντας να διαχειριστεί την απρόβλεπτη συμπεριφορά του Νίτραμ. Ένα ερώτημα βέβαια που τίθεται στην ταινία είναι για ποιόν λόγο ο Νίτραμ κυκλοφορεί ελεύθερος εφόσον ολοφάνερα αποτελεί κίνδυνο για τους γύρω του; Και η εξήγηση της απόφασης της πάμπλουτης Ελεν (Εσι Ντέιβις) να τον πάρει υπό την προστασία της χαρίζοντάς του την περιουσία της, κάθε άλλο παρά πειστική ήταν.
Βαθμολογία: 2
ΕΠΑΝΑΠΡΟΒΟΛΗ
«Σμύρνη μου αγαπημένη» (Ελλάδα, 2021)
To γεγονός ότι η ταινία του Γρηγόρη Καραντινάκη επανακυκλοφορεί σε ειδικό μοντάζ (και με μικρότερη διάρκεια) για τις θερινές κινηματογραφικές αίθουσες, δεν αλλάζει βεβαίως την αρχική μας άποψη για την ταινία που έχασε εισιτήρια έχοντας διανεμηθεί εν μέσω πανδημίας τον Νοέμβριο του 2021. Με βάση την ομότιτλη θεατρική επιτυχία της Μιμής Ντενίση και με πρωταγωνίστρια την ίδια δίπλα σε ένα εκλεκτό καστ (Λεωνίδας Κακούρης, Κρατερός Κατσούλης, Μπουράκ Χακί, Ταμίλα Κουλίεβα κ.α.), η ταινία γίνεται μακράν η καλύτερη μέχρι σήμερα κινηματογραφική μεταφορά της θηριωδίας που συνέβη στην Σμύρνη του 1922. Ο τρόπος με τον οποίο ο σκηνοθέτης Γρηγόρης Καραντινάκης αντιπαραθέτει την ξέγνοιαστη ζωή των εύπορων αλλά στον «κόσμο τους» Μικρασιατών με τον ξαφνικό αφανισμό τους από τους Τσέτες του Μουσταφά Κεμάλ είναι με μια λέξη συγκλονιστικός, ο πολιτικός προσανατολισμός της ιστορίας ακριβής (και επίκαιρος), ενώ συγχρόνως η «Σμύρνη» προσφέρει ένα άκρως χορταστικό θέαμα ισάξιο με τις πανάκριβες παραγωγές που βλέπουμε να γυρίζονται στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού. Τέλος σε ότι αφορά τα οπτικά εφέ η κλιμάκωση της ταινίας με την καταστροφή της Σμύρνης είναι εντελώς πρωτόγνωρη για τα ελληνικά κινηματογραφικά δεδομένα. Εν ολίγοις, όπως η «Πολίτικη κουζίνα» του Τάσου Μπουλμέτη, αυτή η ταινία, έχει τα φόντα να φέρει στις αίθουσες ακόμα και κόσμο που πηγαίνει σπανίως σινεμά. Η’ καθόλου.
Βαθμολογία: 3
Επίσης
Για πρώτη φορά στην Ελλάδα, αποκλειστικά στο ΣΤΟΥΝΤΙΟ, προβάλλεται το ρεαλιστικό κοινωνικό δράμα «Ανοιξη σε ένα μικρό χωριό» (Xiao Cheng zhi Chun, Κίνα 1948) του Μου Φέι, το οποίο το 2005 στα Βραβεία Κινηματογράφου του Χονγκ Κονγκ, με αφορμή τον εορτασμό των 100 χρόνων του Κινεζικού Κινηματογράφου ψηφίστηκε ως η καλύτερη Κινεζική ταινία που φτιάχτηκε ποτέ.