Σε επιφυλακή βρίσκονται όλα τα νοσοκομεία της χώρας αλλά και ο ΕΟΔΥ, για τον έγκαιρο εντοπισμό του πολυανθεκτικού μύκητα Candida auris που έχει γίνει διάσημος τις τελευταίες ημέρες, παρότι στη ζωή μας βρίσκεται τουλάχιστον από το 2009.
Ήδη το 2011 προκάλεσε για πρώτη φορά ιατρική ανησυχία καθώς προκάλεσε σοβαρή νόσο σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, ενώ πλέον παρουσιάζει παγκόσμια διασπορά κυρίως εντός νοσοκομειακού περιβάλλοντος, με αποτέλεσμα να έχει προκαλέσει συχνά τοπικές επιδημίες όπως σε νοσοκομεία της Νέας Υόρκης το 2017.
Παρά την ανθεκτικότητά του σε διάφορες θεραπείες, ο συγκεκριμένος μύκητας δεν αποτελεί κίνδυνο για τον γενικό πληθυσμό, ούτε καν σε ασθενείς, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι ανοσοκατεσταλμένοι.
Ο Candida auris έχει θεωρηθεί ότι αναπτύχθηκε λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη και προαρμόστηκε ώστε να ζει σε πτηνά και θηλαστικά, μέσω των οποίων μεταδόθηκε από τις αγροτικές περιοχές της Ινδίας.
Ο μύκητας εντοπίστηκε στα απομονωμένα νησιά Άνταμαν στη μέση του Ινδικού Ωκεανού, σε ένα οικοσύστημα όπου δεν υπάρχει ανθρώπινη δραστηριότητα, οπότε θεωρείται ότι προϋπήρχε ως περιβαλλοντικός μύκητας πριν φτάσει να είναι παθογόνος στους ανθρώπους.
Ο προβληματισμός για τις επιπτώσεις του αφορά τη πρόσθετη νοσηρότητα σε ασθενείς ανοσοκατεσταλμένους που συνήθως έχουν και κάποια επιπλέον λοίμωξη, συνήθως νοσοκομειακή.
Candida auris και covid
Με δεδομένη τη σημαντική νοσηρότητα που προκαλεί ο πανδημικός κοροναϊός στους νοσηλευόμενους, ο προβληματισμός για τον πολυανθεκτικό μύκητα προστίθεται στον προβληματισμό των λοιμωξιολόγων, καθώς η θνησιμότητα στους ανοσοκατεσταλμένους, κυμαίνεται μεταξύ 40-60%.
Παρόλα αυτά, ο συγκεκριμένος μύκητας μπορεί να περιοριστεί με τα κατάλληλα πρωτόκολλα ελέγχου της διασποράς του μέσα στο νοσοκομείο, είναι ευαίσθητος σε αντισηπτικά διαλύματα για την απομάκρυνσή του από τις θαλάμους, τις μονάδες εντατικής και τα χειρουργεία, οπότε μπορεί να αποφευχθεί η μετάδοσή του από ασθενή σε ασθενή, αν τηρούνται οι κατάλληλες προφυλάξεις.
Πρωτόκολλα περιορισμού
Βέβαια για την εφαρμογή των σχετικών πρωτοκόλλων απαιτείται επαρκές νοσηλευτικό προσωπικό – που δεν υπάρχει, πέραν της τήρησης των βασικών κανόνων υγιεινής μεταξύ γιατρών και νοσηλευτών κατά την εξέταση των ασθενών, με τη χρήση αντισηπτικών από τον έναν ασθενή στον άλλον.
Παρά το γεγονός ότι οι μύκητες «τρέφονται» από τα αντιβιοτικά που χορηγούνται για τα μικρόβια, οι λοιμωξιολόγοι, θεωρούν πως οι ασθενείς κινδυνεύουν πολύ περισσότερο από τα βακτήρια που έχουν προσαρμοστεί στις αντιβιώσεις και είναι ανθεκτικά στις περισσότερες αν όχι σε όλες τις εξελιγμένες αντιβιοτικές αγωγές που είναι μέχρι σήμερα διαθέσιμες.
Με την προαναφερόμενη πρακτική περιορισμού, τα πολυανθεκτικά μικρόβια μπορούν να περιοριστούν σημαντικά, σε ποσοστό περίπου 30%, όμως δεν μπορούν να εξαλειφθούν, επειδή η Ελλάδα παραμένει πρώτη σε αντοχή σε πολυανθεκτικά ή πανανθεκτικά μικρόβια, όπως το ασετινοβακτήριο, η κλεμπσιέλα, η ανθεκτική ψευδομονάδα και ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος που είναι ανθεκτικός στη μεθυκιλίνη (MRSA).
Η κατάσταση με τις ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις παραμένει δραματική, αφού σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου Λοιμώξεων για το 2020, από τους ασθενείς που νοσηλεύονται σε νοσοκομείο από απλό θάλαμο μέχρι εντατική και εμφανίζουν μικροβιαιμία (δηλαδή το μικρόβιο έχει περάσει στην κυκλοφορία του αίματος με κίνδυνο να προκαλέσει σήψη) από χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο, ο ένας στους δύο έχει προσβληθεί από το μικρόβιο που είναι ανθεκτικό στη μεθυκιλίνη.
Αντοχή 90% και πάνω
Αντίστοιχα, όσοι εμφανίζουν μικροβιαιμία από τα άλλα τρία μικρόβια που προαναφέρθηκαν (ασετινοβακτήριο, κλεμπσιέλα ή ψευδομονάδα), αυτά είναι ανθεκτικά σε ποσοστό 90% και πάνω, στις καρβαπανέμες, τα τελευταίας γενιάς αντιβιοτικά.
Αιτία της αυξημένης αντοχής των μικροβίων στη χώρα μας είναι ότι γίνεται ευρεία χρήση αντιβιοτικών προχωρημένων γενεών ήδη στην κοινότητα, δηλαδή στους εξωνοσοκομειακούς ασθενείς, με αποτέλεσμα όταν καταλήγουν στο νοσοκομείο να είναι πολύ χειρότερα και να χρειάζονται ακόμη πιο ισχυρή φαρμακευτική αγωγή.
Επιπλέον, δεν τηρούνται πάντα οι σωστές οδηγίες χρήσης των αντιβιοτικών υπό τον φόβο μιας πιθανής χειρότερης εξέλιξης του ασθενή, γεγονός που «προπονεί» τα μικρόβια να αντέχουν ισχυρότερες θεραπείες.
Το αποτέλεσμα είναι η χώρα μας να παρουσιάζει κατά μέσο όρο αντοχή στα αντιβιοτικά κατά 66,3% σε ολόκληρη την Ευρώπη, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Ιταλία που έρχεται δεύτερη είναι κάτω από το μισό, στο 29,5%.
Το δύσκολο όμως στην αντιμετώπιση των νέων αυτών σοβαρότατων μικροβιακών λοιμώξεων, είναι ότι στα ερευνητικά προγράμματα των φαρμακευτικών εταιρειών δεν περιλαμβάνονται σημαντικά νέα αντιβιοτικά με νέους μηχανισμούς που να μπορούν πραγματικά να σκοτώσουν τα ανθεκτικά μικρόβια.
Η φαρμακευτική έρευνα στρέφεται σε άλλους τομείς πέραν των λοιμώξεων, με στόχο την αντιμετώπιση ακάλυπτων αναγκών για ασθένειες που μέχρι πρότινος δεν υπήρχαν θεραπείες. Η δραστηριοποίηση αυτή προτιμάται, καθώς οι άλλοι τομείς είναι πιο αποδοτικοί οικονομικά, κυρίως όταν πρόκειται για ασθένειες που από θανατηφόρες έχουν πλέον μετατραπεί σε χρόνιες.