Πόλεμος, πανδημία, πληθωρισμός… Αυτά που αντιμετωπίζουμε σήμερα αποτελούν αρνητική συγκυρία της Ιστορίας, ή μήπως αυτό που ζήσαμε όσοι γεννηθήκαμε τις πρώτες δεκαετίες μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν απλώς ένα φωτεινό διάλειμμα που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον τρόμο και στις τραγωδίες που είχε βιώσει η Ευρώπη στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα;
Mόλις δύο μόνο χρόνια πριν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο βρετανός νομπελίστας Norman Angell δημοσίευσε το περίφημο βιβλίο του με τίτλο «The Great Illusion» (Η Μεγάλη Ψευδαίσθηση). Θύματα της μεγάλης αυτής ψευδαίσθησης ήταν, κατά τον Angell, όσοι προσδοκούσαν την αύξηση της ισχύος και της ευημερίας του έθνους τους μέσα από πολέμους και κατακτήσεις. Το βιβλίο, που γράφηκε σε μια εποχή δεκαετιών μεγάλης οικονομικής ανόδου και πρωτόγνωρης μέχρι τότε κινητικότητας, ανθρώπων, κεφαλαίων και αγαθών, προκάλεσε έντονες συζητήσεις ανάμεσα στην ευρωπαϊκή και την αμερικανική πολιτική και οικονομική ελίτ και μεταφράστηκε αμέσως σε πολλές γλώσσες. Βασική θέση του Angell ήταν ότι η τεράστια αύξηση των συναλλαγών και της αλληλεξάρτησης των χωρών στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομίας, οι πυκνές και γρήγορες επικοινωνίες και ο διεθνής χαρακτήρας του χρηματοοικονομικού και του πιστωτικού συστήματος είχαν πλέον καταστήσει απαρχαιωμένη την παραδοσιακή πολιτική της ισχύος γιατί αυτός που θα ξεκινούσε έναν πόλεμο, θα κατέβαλλε πολύ μεγαλύτερο οικονομικό κόστος από τα προσδοκώμενα οφέλη.
Ανάμεσα στο 1900 και στο 1914 το γαλλογερμανικό εμπόριο είχε αυξηθεί κατά 137%, το ρωσογερμανικό κατά 121% και το εμπόριο μεταξύ Γερμανίας και Μεγάλης Βρετανίας είχε διπλασιαστεί. Ο πόλεμος, που ξέσπασε όσο ακόμη διαρκούσε η εκδοτική επιτυχία του βιβλίου του Angell, ήρθε να διαψεύσει την άποψη ότι η μεγάλη οικονομική πρόοδος και η αλληλεξάρτηση θα καθιστούσε αδύνατο τον πόλεμο και θα υποκαθιστούσε τη βία από τη συνεργασία.
Παρότι οι οικονομικοί δείκτες έδειχναν ειρήνη, αυτό δεν εμπόδισε το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου με τραγικές συνέπειες για όλους τους εμπλεκομένους αλλά και για την υπόλοιπη ανθρωπότητα.
Παρ’ όλα αυτά, οι απόψεις του συνέχισαν να βρίσκονται στο επίκεντρο της συζήτησης. Οι θέσεις του Angell έγιναν δημοφιλείς γιατί σε μια εποχή όπου οι διεθνείς οικονομικές συναλλαγές αυξήθηκαν κατά πολύ σε όγκο και πυκνότητα, φαίνονταν να επιβεβαιώνουν έναν κοινό τόπο. Το ίδιο συμβαίνει και στις μέρες μας, όπου πολλοί θεώρησαν ότι η διαρκής αύξηση της ευημερίας είναι κάτι δεδομένο. Ιδίως μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης οι πιο αισιόδοξοι είδαν την επικράτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, την αύξηση της οικονομικής ευημερίας και το τέλος της ιστορίας. Οι πρόσφατες εξελίξεις έδειξαν ότι η ανθρώπινη ιστορία, σε πείσμα των υπεραισιόδοξων προβλέψεων, συνεχίζει να πορεύεται μέσα από συγκρούσεις, πολέμους, πτωχεύσεις, οικονομικές αναταράξεις, άνοδο αυταρχικών καθεστώτων.
Μία από τις πιο συχνές ερωτήσεις που τίθεται σε αβέβαιους καιρούς όπως οι σημερινοί, δίχως την προσδοκία μιας συγκεκριμένης απάντησης, είναι «τι πρόκειται να συμβεί στη συνέχεια;». Η ειλικρινής απάντηση είναι ότι κανείς δεν ξέρει. Οποιεσδήποτε προσπάθειες να προβλέψουμε ένα συγκεκριμένο μέλλον είναι καταδικασμένες. Ποιος προέβλεπε πριν από 3 χρόνια ότι θα ενσκήψει μια πανδημία, ότι στην πορεία της η μία παραλλαγή θα έδινε τη σκυτάλη στην άλλη και ότι θα ξεσπούσε ένας πόλεμος σε ευρωπαϊκό έδαφος, με την εισβολή μιας χώρας σε μια άλλη; Ισως είναι καλύτερα να αντικαταστήσουμε την ερώτηση «τι πρόκειται να συμβεί στη συνέχεια;» – η οποία δεν έχει απάντηση – με μια άλλη που τουλάχιστον επιδέχεται μια μερική απάντηση. Η ερώτηση είναι: «πόσο γρήγορα μπορούμε να προσαρμοστούμε αποτελεσματικά σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο περιβάλλον;» Και η μερική απάντηση είναι: εξαρτάται από τις επιλογές που θα κάνουμε. Αν θα επιλέξουμε στο τιμόνι της χώρας μια σταθερή κυβέρνηση και ανθρώπους που ξέρουν καλά το διεθνές περιβάλλον και μπορούν να κινούνται με κύρος και σοβαρότητα σε αυτό όπως είναι ο Κυρ. Μητσοτάκης ή θα εμπιστευθούμε εκείνους που διαβάζουν τον κόσμο με λάθος γυαλιά και προκαλούν οι ίδιοι κρίσεις λόγω ιδεοληψιών, αυταπατών και ελλιπή γνώση, όπως έγινε το 2015. Από την απάντηση που θα δώσουμε εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και το μέλλον μας. Και οι λάθος απαντήσεις κοστίζουν πολύ ακριβά και σε κάθε επίπεδο.
Ο κ. Δημήτρης Τσιόδρας είναι δημοσιογράφος, διευθυντής του Γραφείου Τύπου του Πρωθυπουργού.