Τους τελευταίους μήνες το υψηλό κόστος της ενέργειας, ως αποτέλεσμα των διεθνών γεγονότων, αποτελεί κυρίαρχο θέμα στην ειδησεογραφία. Ανεξάρτητα από την καταλυτική επίδραση του πολέμου στην Ουκρανία, που επιτάχυνε την κρίση της ακριβής ενέργειας στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις, η αύξηση του κόστους της ενέργειας θα έπρεπε να είναι ορατή εδώ και καιρό ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των πολιτικών της ΕΕ για την κλιματική αλλαγή.
Με την εισαγωγή από την ΕΕ και τη δέσμευση των κρατών-μελών στις προτάσεις «Προσαρμογή στον στόχο του 55%» (Fit for 55), με πρωτοβουλίες πολιτικής όπως της επέκτασης του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων ρύπων και της αύξησης του στόχου ενεργειακής απόδοσης δημιουργούνται εύθραυστες ισορροπίες, οι οποίες μπορούν να διαταραχθούν από εξωγενείς παράγοντες και να οδηγήσουν σε πρωτόγνωρες καταστάσεις στην αγορά της ενέργειας.
Σε ανεπτυγμένες χώρες της ΕΕ, εδώ και χρόνια, οι κυβερνήσεις έχουν υιοθετήσει μέτρα που προετοιμάζουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά για να αντιμετωπίσουν τέτοιους κινδύνους. Χαρακτηριστικά αναφέρεται η Ολλανδία, όπου από το 2013 δημιουργήθηκε η «Ενεργειακή Συμφωνία για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη», με την οποία η ολλανδική κυβέρνηση συμφώνησε με εργοδότες, συνδικάτα, περιβαλλοντικές οργανώσεις και άλλους μια σειρά νομοθετημάτων για την εξοικονόμηση ενέργειας, την ενίσχυση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι το υπουργείο Οικονομικών της Ολλανδίας ονομάζεται «υπουργείο Οικονομικών και Κλιματικής Πολιτικής».
Στην Ελλάδα, αν και έχουμε τη δικαιολογία της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, δεν έχουμε αντιμετωπίσει με την ίδια προσοχή τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην οικονομία μας. Τα κίνητρα εξοικονόμησης ενέργειας ήταν περιορισμένα και δαιδαλώδη. Για τα νοικοκυριά, το «Εξοικονόμηση κατ’ Οίκον» ή το «Εξοικονομώ – Αυτονομώ» χρηματοδότησαν έναν μικρό αριθμό κατοικιών. Για τις επιχειρήσεις, αφενός οι επιχορηγήσεις για επενδύσεις εξοικονόμησης ενέργειας ήταν ανύπαρκτες και αφετέρου το φορολογικό κίνητρο του 2018 για επενδύσεις εξοικονόμησης ενέργειας (άρθρο 24, παρ. 10α του Ν. 4172/2013) παρέχεται με τη μορφή φορολογικής υπεραπόσβεσης και είναι χρήσιμο μόνο για κερδοφόρες επιχειρήσεις με επάρκεια επενδυτικών κεφαλαίων. Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αν και υπόσχεται ότι τουλάχιστον το 37% των πόρων των 30,5 δισ. ευρώ αφορά την πράσινη μετάβαση, θα παράσχει μόλις 1,6 δισ. για το νέο «Εξοικονομώ Κατ’ Οίκον», το «Εξοικονομώ Επιχειρώντας» και το «Εξοικονομώ στο Δημόσιο».
Από την πλευρά των επιχειρήσεων, κάποιες ήδη προετοιμάζονται για τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής. Αν και είναι προφανές ότι η αύξηση της ενεργειακής απόδοσης των πόρων μιας επιχείρησης (κτίρια, παραγωγή, μεταφορές κ.λπ.) οδηγεί σε μείωση του ενεργειακού κόστους, οι περισσότερες επιχειρήσεις δεν προχωρούν σε επενδύσεις εξοικονόμησης ενέργειας. Προτιμούν να μετακυλίουν το αυξημένο ενεργειακό κόστος στους πελάτες, αυξάνοντας τις τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών τους.
Πώς λοιπόν θα πετύχουμε τους στόχους της ενεργειακής απόδοσης στην προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής σε όλο το εύρος της οικονομίας, όπως υποδεικνύει το αξίωμα Energy Efficiency First; Απαιτείται προτεραιοποίηση και άμεση δημόσια παρέμβαση, κινητροδοτώντας σημαντικά τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να μειώσουν δραστικά την κατανάλωσή τους.
Ο κ. Στέλιος Σμπυράκης είναι Principal, Global Investment & Innovation Incentives, Deloitte Tax & Lega