Ο Νταμιέν Μπονάρ είναι ο μόνος άνδρας ηθοποιός που εμφανίζεται στην τελευταία ταινία του Γιώργου Λάνθιμου «Βληχή», στην οποία πρωταγωνιστεί η Εμα Στόουν και η οποία παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία πριν από λίγες ημέρες στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Είναι η δεύτερη ανάθεση της ΕΛΣ στον διεθνή δημιουργό του «Κυνόδοντα», του «Αστακού» και της «Ευνοούμενης», ενταγμένη στο πρόγραμμα The Artist on the Composer – μια συνεργασία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και του ΝΕΟΝ.
Υπό τη συνοδεία ζωντανής μουσικής, η ζωή, ο θάνατος, η μοναξιά και το σεξ κάνουν έναν πολύ παράξενο και ασυνήθιστο συνδυασμό, την ώρα που η ασπρόμαυρη φωτογραφία, ο ακαθόριστος χρόνος και η απουσία ήχου παραπέμπουν σε ένα σινεμά που δεν υπάρχει πια δίνοντας υλικό για πολλές σκέψεις. «Είναι σαν να βλέπεις την ιστορία του κινηματογράφου με σύγχρονο τρόπο από έναν δεξιοτέχνη της αφήγησης» όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Γιώργος Κουμεντάκης, καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ. Στην πρώτη παρουσίαση της ταινίας ο Νταμιέν Μπονάρ, που γεννήθηκε το 1978 στην Αλέ της Γκαρ στην Γαλλία, δεν ήταν παρών. Ηρθε μια μέρα αργότερα, την Παρασκευή 6 Μαΐου, για να παραστεί στην παρουσίασή της στο κοινό. Τον συναντήσαμε στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία και ήταν εξαιρετικά χαλαρός και ευχάριστος, παρέα με τον αδελφό του.
Η κλήση στο WhatsApp
Η γνωριμία από την οποία προέκυψε η συνεργασία του Νταμιέν Μπονάρ με τον Γιώργο Λάνθιμο έχει αρκετό ενδιαφέρον. «Δεν είχα γνωρίσει τον Γιώργο πέρα από κάποιες σύντομες συναντήσεις μας – η πρώτη φορά νομίζω ότι ήταν στις Κάννες -, είμαι όμως φίλος της γυναίκας του, της Αριάν Λαμπέντ, και βέβαια γνώριζα τη δουλειά του» είπε ο ηθοποιός. Ο Μπονάρ πιστεύει ότι ο Λάνθιμος τον ανακάλυψε στην ταινία «Rester vertical» (2016) του Αλέν Γκιροντί, ένα παράξενο αισθησιακό δράμα με τον πρώτο στον ρόλο ενός σεναριογράφου που αναπτύσσει σχέση με μια κτηνοτρόφο. Πολλά χρόνια πέρασαν, ώσπου κάποια στιγμή, έκπληκτος, ο ηθοποιός είδε μια κλήση του Λάνθιμου στο WhatsApp. «Μου είπε μερικά πράγματα για τη «Βληχή» και θυμάμαι ότι ένιωσα κάπως σουρεαλιστικά. Θέλω να πω το βρήκα πολύ παράξενο που ενώ έχει δουλέψει με τόσους μεγάλους σταρ, ο Λάνθιμος έπαιρνε εμένα στο τηλέφωνο». Γελά όταν του αναφέρω ότι και ο ίδιος έχει συνεργαστεί με μεγάλους σκηνοθέτες, όπως ο Κρίστοφερ Νόλαν στη «Δουνκέρκη», ο Γουές Αντερσον στη «Γαλλική αποστολή» ή ο Ρόμαν Πολάνσκι στο «Κατηγορώ» και ότι το όνομά του είναι συνδεδεμένο με το αστυνομικό δράμα «Οι Αθλιοι» (2019), μια από τις μεγαλύτερες γαλλικές επιτυχίες των τελευταίων χρόνων. «Ονειρα που έγιναν πραγματικότητα», λέει εκείνος ταπεινά, «ποτέ δεν πίστευα ότι θα μπορούσε να συμβεί και όμως συνέβη και μάλιστα πολύ απλά». Στην πρώτη κουβέντα τους, ο Γ. Λάνθιμος ήταν, όπως το συνηθίζει, πολύ απλός. «Moυ είπε «σε πήρα γιατί θέλω να δουλέψουμε μαζί»» είπε ο Μπονάρ. Του έστειλε το σενάριο μαζί με μια μουσική και όταν μίλησαν ξανά στο τηλέφωνο «τον ξαναρώτησα γιατί εμένα. Οπότε μου είπε πες μου «απλώς ναι ή όχι. Θέλεις ή δεν θέλεις να το κάνεις;». Και βεβαίως του είπα ναι, θέλω».
Πυκνότητα σε λίγες σελίδες
Ρωτώ τον Νταμιέν Μπονάρ τι ήταν εκείνο που του κίνησε την περιέργεια από το ίδιο το σενάριο της «Βληχής». «Ενώ ήταν ένα μικρό σενάριο, μόλις μερικές σελίδες (σ.σ.: έδειξε με τα δάχτυλά του το ελάχιστο πάχος τους), ήταν πάρα πολύ πυκνό και άγγιζε μεγάλα θέματα – την αγάπη, τον θάνατο, τη μελαγχολία, τη μεταφυσική, την τραγωδία. Τη βάση της ζωής. Τι μπορείς να κάνεις όταν χάνεις κάποιον δικό σου, πώς μπορείς να τον διατηρήσεις μέσα σου για όλη σου τη ζωή; Τι μπορείς να κάνεις όταν σου λείπει; Πώς συνομιλείς με τη μοναξιά σου, την απομόνωσή σου; Πώς μπορείς να μη χάσεις τον εαυτό σου;».
Ολες αυτές οι σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του Μπονάρ ενώ διάβαζε το μικρό αυτό σενάριο με το λεξικό δίπλα του. «Ο Γιώργος είναι πολύ ακριβής στη χρήση των λέξεων και χρησιμοποιεί πολύ συγκεκριμένες λέξεις, πολλές από τις οποίες δεν γνώριζα. Η επιλογή των λέξεων είναι πολύ σημαντική γιατί ξέρει ακριβώς τι θέλει να πει. Η εμπειρία μου διαβάζοντας το σενάριο της «Βληχής» μού θύμισε αυτό που κάνω όταν διαβάζω δύσκολους αμερικανούς συγγραφείς, όπως π.χ. ο Ντον Ντε Λίλο. Εχω πάντα ένα λεξικό δίπλα μου σημειώνοντας τις άγνωστες λέξεις που αναζητώ. Και είναι πολλές».
Ο χορός και η ατμόσφαιρα
Για τον Ντ. Μπονάρ η εμπειρία των γυρισμάτων της «Βληχής» στην Τήνο ήταν εξίσου ενδιαφέρουσα διότι την ώρα που ο Λάνθιμος ακολουθεί κατά γράμμα το σενάριο «είναι ανοιχτός σε οποιαδήποτε ιδέα μπορεί να αφιχθεί από τους συνεργάτες του. Εξάλλου, πώς μπορείς να σκηνοθετήσεις μια κατσίκα;». Πάντως, η ακρίβεια του σκηνοθέτη μπορεί να παρασύρει τους ηθοποιούς να συμπεριφερθούν με ανάλογη ακρίβεια. Ο Μπονάρ έδωσε ένα παράδειγμα που αφορούσε τον ίδιο. Στην ταινία υπάρχει μια σκηνή όπου χορεύει και είχε στη διάθεσή του τέσσερις μέρες στην Αθήνα για να μάθει τη χορογραφία του Χρήστου Παπαδόπουλου. «Ομως δεν είμαι χορευτής και δεν τα πήγαινα καλά γιατί ο χορός ήταν πολύ συγκεκριμένος. Ζήτησα παραπάνω μέρες για να μάθω τον χορό και ο Γιώργος μου είπε, δεν πειράζει, μπορώ να χορέψω και με τον δικό μου τρόπο. Αρνήθηκα διότι δεν είναι έτσι γραμμένο στο σενάριο. Του είπα ότι εφόσον θέλει αυτόν τον τρόπο χορού, δεν θα κάνω τον δικό μου». Και πράγματι, τελικά τα κατάφερε υποβάλλοντας τον εαυτό του σε οκτάωρη καθημερινή εκπαίδευση. Η κινηματογράφηση της σκηνής του χορού στην Τήνο, όπου γυρίστηκε εξ ολοκλήρου η «Βληχή», ήταν αρκετά περίπλοκη διότι ο Γ. Λάνθιμος χρησιμοποίησε διαφορετικές κάμερες από διαφορετικές γωνίες λήψης. «Ο Λάνθιμος κάνει σινεμά Τέχνης, πραγματικό σινεμά, με σύνθετο τρόπο». Στον σκηνοθέτη αρέσει επίσης να δημιουργεί ατμόσφαιρα στους ηθοποιούς. «Κάθε πρωί που είχαμε γύρισμα με την Εμα Στόουν μας έβαζε μουσική, η οποία μας έβαζε αμέσως στην ατμόσφαιρα».
Ο Νταμιέν Μπονάρ είναι ένας ηθοποιός που εκθέτει το σώμα του μπροστά στον φακό, κάτι που συμβαίνει και στη «Βληχή». Τον ρωτώ αν τον προβληματίζουν οι σκηνές γυμνού. «Οχι» απαντά αμέσως. «Δεν είναι κάτι εύκολο αλλά είναι μέρος της ηθοποιίας. Ομως απέκτησα την οικειότητα με αυτό το θέμα όταν στο «Rester vertical» χρειάστηκε να παίξω γυμνός σε πάρα πολλές σκηνές. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι γεννιόμαστε γυμνοί».