Εθνικό Θέατρο

Αιχμές από τον Γιώργο Βέλτσο

Tην πρόκληση να θέλω να γράψω θέατρο χωρίς να ξέρω το θέατρο, δεν θα τη συγχωρήσουν, παρά το ακαταλόγιστο που μου αποδόθηκε από μια ολόκληρη κοινωνία, εντυπωσιασμένη – τι λέω!- κουρασμένη τόσα χρόνια να με παρακολουθεί, άλλοτε παρακάμπτοντάς με ένοχα και άλλοτε επιβραβεύοντάς με την καταδεκτική της αδιαφορία αλλά υπολογίζοντας πάντοτε το έργο μου, για τον απλούστατο λόγο πως την έκανε να φαίνεται λιγότερο ανεπαρκής από όσο είναι. Πράγμα ιδιαίτερα ευνοϊκό για εμένα, αφού αυτή η κοινωνία – τι λέω!- οι ιθύνοντες της, οδήγησαν τον συντηρητισμό τους σε μια ακατανίκητη έλξη αυτοεξαπάτησης.

Τους εξαπατώ με τη σειρά μου πείθοντάς τη για το αντίστροφο. Σκέφτομαι μάλιστα πως, αν δεν απέλαβα αυτού του προνομίου, να είμαι περίπου στο απυρόβλητο, θα υπήρχε εις βάρος μου ένα είδος δίωξης ανάλογης με εκείνην που επεφύλασσαν παλαιότερα στους φαρμακούς και τους αγύρτες. Αν όμως είχε υπάρξει «παραπομπή», θα ήμουν αναγκασμένος να ιδιωτεύω, να δημοσιοποιώ δηλαδή μορφές συμβατικών εγχειρημάτων, «καθημερινής τρέλας» που είθισται να τα ονομάζουν «έργα».

Οπότε, τι κι αν η εργασία, όπως λέγεται, του πένθους επιτελείται στο πεδίο του λόγου μου. Αυτό που επιθυμώ είναι να απαλλαγώ από το χρέος κάποιου βεβαρημένου, υποτίθεται, από μια ακατανόητη και ακατανίκητη ιδέα να γράφει, ενώ την ίδια στιγμή το πένθος αυτής της γραφής έχει τελείως εκμηδενιστεί από την εποχή και το ανόητό του διάβημα: να αναφέρεται συνεχώς σ’ αυτήν την ιδέα, προκειμένου να γράφει και να υπάρχει, μια που ουδέποτε εξέλαβε τον εαυτό του ως ιδιοφυή και επίμονο. Γιατί πώς αλλιώς θα αντλούσε τη δύναμη να επιμένει ακόμη, όρθιος στα τείχη μιας Βαβέλ γλωσσών, όπως η Ανδρομάχη στα τείχη της Τροίας; Να πει τι; Σε ποιους; Και με τι τρόπο; Να μην γράψει, παραμένοντας ωστόσο στο τρομερό κύκλωμα της γραφής. Να μην αφήσει τη σκέψη του να εκμηδενιστεί από ό,τι την υποδεικνύει.

Αναρωτιέμαι λοιπόν σε ποιους απευθύνομαι. Πάντως όχι στον καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου που δεν είχε την ευγένεια να μου απαντήσει καν στην πρόταση που του απέστειλα για ένα ανέκδοτο έργο μου που, παρα ταύτα, καλωσόρισε ο Αστέρης Πελτέκης, καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ.

Είναι τουλάχιστον απρεπές διευθυντής δημοσίου φορέα να μην απαντά σε πρόταση που του γίνεται ακόμη κι αν ο προτείνων ισχυρίζεται ότι δεν «ξέρει να γράφει θέατρο». Και φυσικά ούτε ο Μιχαήλ Μαρμαρινός ούτε η Ρούλα Πατεράκη ούτε η Άντζελα Μπρούσκου (στη σκηνή του Εθνικού) ούτε ο Λεοντάρης και πολλοί άλλοι Έλληνες σκηνοθέτες δεν θα μπορούσαν να τον πληροφορήσουν αν ξέρει ή αν δεν ξέρει να γράφει θέατρο διότι απλούστατα ανέβασαν το θέατρο του. Αλλά αυτό δε συμβαίνει μόνο με μένα. Αναφέρομαι χαρακτηριστικά στην περίπτωση του Ανδρέα Στάικου που «παρακάμπτεται» για το δύσκολο θέατρο του. Δεν είναι βέβαια Σταμάτης Φασουλής να σκηνοθετεί τους «Βρικόλακες» του Ίψεν, πρώτη επιλογή του Γιάννη Μόσχου στον «κλασσικό προσανατολισμό» που επιθυμεί να δώσει στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού.

Διάβασα τις προάλλες το πρόγραμμα των παραστάσεων του Εθνικού Θεάτρου αλλά ομολογώ ότι δε διέκρινα κανένα «όραμα» για την πρώτη σκηνή της χώρας εκτός βέβαια από τη «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» του Καμπανέλλη.

Διέκρινα όμως κάτι σύνηθες σε όσους καβάλησαν την μπαμπού πολυθρόνα το να υπηρετείς τη γελοιότητα ενός οράματος με υποκατάστατο την επιδίωξη ισχύος, εμένα τουλάχιστον μου θυμίζει ο Κιρίλοφ για τον Σταυρόγκιν: «Όταν πιστεύει, δεν πιστεύει ότι πιστεύει. Κι όταν δεν πιστεύει, δεν πιστεύει ότι δεν πιστεύει».

ΥΓ.

Συνήθως χαρακτηρίζεται  ως

«αυτοκτονία» η δημοσιοποίηση

ή η δημοσιοποιημένη

απάντηση στον  «κριτή» των κριτηρίων απόρριψης του κρινόμενου .

Ο πρώτος  θα  το

» θυμάται» διά βίου ,  ο δεύτερος δια βίου  θα απορρίπτεται .

Εξου και το #metoo.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.