Παρότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και η Ευρώπη, φαίνονται εγκλωβισμένες σε μια ευθεία αντιπαράθεση με τη Ρωσία, σε μια κλίμακα χωρίς προηγούμενο από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, ιδίως εάν αναλογιστούμε τον όγκο στρατιωτικής βοήθειας που έχουν προσφέρει στην Ουκρανία, η αμερικανική κυβέρνηση δεν ξεχνά ότι στον πυρήνα της εξωτερικής πολιτικής της είναι η αναμέτρηση με την Κίνα ως τη χώρα που διεκδικεί να αμφισβητήσει την αμερικανική ηγεμονία όχι μόνο στρατιωτικά αλλά και οικονομικά.
Και αυτό σημαίνει ότι παρά τις προσπάθειες των ΗΠΑ να ανανεώσουν ένα φάσμα ιστορικών συμμαχιών που έχουν στην ευρύτερη περιοχή του Ινδοειρηνικού, δεν είναι τόσο εύκολο να κλιμακώσουν μια στρατηγική οικονομικής και γεωστρατηγικής «ανάσχεσης» της Κίνας. Ιδίως όταν οι ΗΠΑ σκέφτονται κυρίως με όρους ασφάλειας ενώ οι χώρες της περιοχής κυρίως με όρους εμπορίου και οικονομίας.
Η σημασία της συνόδου κορυφής ΗΠΑ-ASEAN
Αυτό μπορεί να εξηγήσει και την ιδιαίτερη σημασία που είχε η πρόσφατη (12-13 Μαΐου) σύνοδος κορυφής ανάμεσα στις ΗΠΑ και τις χώρες μέλη της ASEAN, δηλαδή της συνεργασίας των χωρών της νοτιοανατολικής Ασίας, αλλά και τη βασική αντίφαση στην οποία προσέκρουσε.
Είναι σαφές ότι αυτή την περίοδο ο τρόπος σκέψης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής κυρίως έχει να κάνει με ζητήματα που αφορούν την πολιτική ασφάλειας. Άλλωστε, οι ΗΠΑ όπως και η Ευρώπη έχουν εμπλακεί μέσα σε μια μεγάλη παρατεταμένη πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία έχοντας απέναντι τη Ρωσία.
Οι ΗΠΑ ούτως ή άλλως αντιμετώπιζαν και προηγουμένως τη Ρωσία ως απειλή. Όμως, την ίδια στιγμή αναγνώριζαν ότι ο πραγματικός τους στρατηγικός ανταγωνιστής είναι η Κίνα, που όχι μόνο αποτελεί τη δεύτερη οικονομία του πλανήτη αλλά και ολοένα και περισσότερο ενισχύει τους εξοπλισμούς της σε μια τροχιά να πετύχει εκείνο το επίπεδο που θα την κατέτασσε στις υπερδυνάμεις.
Οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι η Κίνα, σε αυτή τη φάση και με βάση τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας δεν διεκδικεί ιδιαίτερα αναβαθμισμένο γεωπολιτικό ρόλο στο σύνολο του πλανήτη, παρότι έχει αναβαθμίσει ιδιαίτερα την οικονομική διπλωματία της κυρίως μέσα από τη στρατηγική «Μία ζώνη ένας δρόμος».
Όμως, υπήρχε μια περιοχή, αυτή της Νοτιοανατολικής Ασίας και του Ινδοειρηνικού όπου η Κίνα σταδιακά διεκδικεί και έναν πιο γεωπολιτικό ρόλο. Αυτός δεν αφορά μόνο το ανοιχτό ζήτημα της Ταϊβάν, αλλά και την κατάσταση στη Νότιο Σινική Θάλασσα και την κατάσταση με τις θαλάσσιες διαδρομές.
Οι ΗΠΑ θα ήθελαν να μπορούσαν να διαμόρφωναν σε αυτή την ευρύτερη περιοχή αποτελεσματικότερες και μεγαλύτερες συμμαχίες που να οδηγούν και σε μια απομόνωση της Κίνας. Αυτές προφανώς και δεν μπορούν να περιοριστούν στην ούτως ή άλλως ιστορική συμπόρευση των ΗΠΑ με την Ιαπωνία και την Αυστραλία. Γι’ αυτό και οι ΗΠΑ έχουν κινηθεί και προς τη μεριά της Ινδίας, αν και η κυβέρνηση Μόντι σε ζητήματα όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει διεκδικήσει υψηλό βαθμό διαφοροποίησης από την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Και γι’ αυτό χρειάζονται τις χώρες της ASEAN: Μπρουνέι, Καμπότζη, Ινδονησία, Λάος, Μαλαισία, Μυανμάρ, Φιλιππίνες, Σιγκαπούρη, Ταϊλάνδη και Βιετνάμ.
Άμυνα κι εμπόριο
Εκ πρώτης όψης ο υπολογισμός της αμερικανικής ηγεσίας δείχνει να στηρίζεται σε πραγματικά δεδομένα. Σε τελική ανάλυση οι χώρες της περιοχής δεν βλέπουν πάντα με τον καλύτερο τρόπο την αντίληψη που έχει η Κίνα για την κατοχύρωση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, όπως για παράδειγμα όταν κατασκευάζει τεχνητά νησιά στη Νότια Σινική Θάλασσα για να κατοχυρώσει ακόμη μεγαλύτερα χωρικά ύδατα.
Όμως, την ίδια στιγμή οι χώρες αυτές είναι κατεξοχήν εμπορικές και εξαγωγικές. Αυτό που μετράει είναι σε μεγάλο βαθμό η ικανότητά τους να διατηρήσουν έναν δυναμισμό στην οικονομία. Και οι οικονομικές σχέσεις με την Κίνα είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένες.
Αρκεί να αναλογιστούμε ότι το 2021 το εξωτερικό εμπόριο της Κίνας με τις χώρες της ASEAN ήταν 878,2 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ με τις ΗΠΑ περίπου 362 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ούτε είναι δεδομένο ότι στο Ουκρανικό ζήτημα το σύνολο αυτών των χωρών υποστηρίζουν ανάλογες θέσεις με αυτές των ΗΠΑ. Κάποιες έχουν ιστορικούς δεσμούς με τη Ρωσία από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης (χαρακτηριστικά το Βιετνάμ και το Λάος απείχαν από την ψηφοφορία καταδίκης της Ρωσίας στη ΓΣ του Ηνωμένων Εθνών), ενώ όλες ανησυχούν ιδιαίτερα για την άνοδο των τιμών στα πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, τα δημητριακά και τα λιπάσματα. Γι’ αυτό και σε γενικές γραμμές οι χώρες αυτές δεν επιθυμούν έναν διπολικό κόσμο. Ούτε μπορεί εύκολα να περάσει το μήνυμα ότι αυτό που χρειάζεται είναι πάλη «κατά των αυταρχικών καθεστώτων», μια που αρκετές χώρες έχουν μάλλον αυταρχικά καθεστώτα.
Την ίδια στιγμή η αμερικανική κυβέρνηση, στην τρέχουσα τουλάχιστον πολιτική της, δεν μπορεί να προσφέρει αυτό που κατεξοχήν θέλουν αυτές οι εξαγωγικές χώρες, δηλαδή συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου. Και αυτό γιατί οι Δημοκρατικοί δεν θέλουν να συγκρουστούν με τα αντανακλαστικά προστατευτισμού που υπάρχουν στην αμερικανική κοινωνία και οικονομία και τα οποία ο Τραμπ καλλιέργησε και τροφοδότησε ιδιαίτερα. Γι’ αυτόν τον λόγο και η κυβέρνηση Μπάιντν δεν έχει επιλέξει να ανοίξει το ζήτημα των «παγωμένων» μεγάλων συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου.
Από την άλλη μεριά οι χώρες της ASEAN κατεξοχήν επενδύουν στις μεγάλες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου και η Κίνα με το δικό της τρόπο έχει δείξει ότι ενδιαφέρεται πάρα πολύ για την οικονομική ολοκλήρωση αυτής της ευρύτερης περιοχής. Ούτε έχουν μπορέσει οι ΗΠΑ να δείξουν ότι μπορούν να προσφέρουν ανάλογης κλίμακας επενδύσεις σε υποδομές όπως αυτές που περιλαμβάνουν οι κινεζικές πρωτοβουλίες.
Κυρίως οι χώρες της ASEAN δύσκολα μπορούν να συναινέσουν σε αυτό που κυρίως θα ήθελαν οι ΗΠΑ δηλαδή μια αποσύνδεσή τους από τις κινεζικές εφοδιαστικές αλυσίδες, γιατί πολύ απλά αυτό θα σήμαινε μια οικονομική καταστροφή για αυτές.
«Δεν επιθυμούμε να διαλέξουμε»
Τον τόνο τον έδωσε ο πρωθυπουργός της Σιγκαπούρης, χώρας παραδοσιακά φιλοδυτικής, που τόνισε ότι η Νοτιοανατολική Ασία «δεν επιθυμεί να διαλέξει» ανάμεσα στην Κίνα και τις ΗΠΑ.
Και αυτό δείχνει την αντίφαση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην περιοχή. Παρότι αρκετές χώρες δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα με μια «συγκράτηση» της κινεζικής ισχύος, εντούτοις δεν μπορούν να ακολουθήσουν την αμερικανική στρατηγική που κυρίως στηρίζεται σε πρακτικές συγκρουσιακές και σε μια εργαλειοποίηση μέσων όπως οι κυρώσεις. Αντιθέτως, θα προτιμούσαν τα όποια γεωπολιτικά αντισταθμίσματα στην κινεζική ισχύ να μην διακυβεύουν την προσπάθεια οικονομικής ολοκλήρωσης της περιοχής, συμπεριλαμβανομένων και της Κίνας.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι ΗΠΑ αντί για μεγάλα επενδυτικά προγράμματα που θα ήθελαν οι χώρες αυτές επικέντρωσαν σε ζητήματα όπως η βοήθεια για προγράμματα θαλάσσιας ασφάλειας.
Την ίδια στιγμή η Κίνα προσπαθεί και αυτή να οικοδομήσει συμμαχίες. Για παράδειγμα στις Φιλιππίνες, τη χώρα που κάποτε ήταν ο βασικός σύμμαχος των ΗΠΑ στην περιοχή, η Κίνα είχε επενδύσει στις καλές σχέσεις με τον Ντουτέρτε και ο διάδοχος του Φερντινάντ Μάρκος, δείχνει ότι θέλει να συνεχίσει σε μια ανάλογη κατεύθυνση, συμπεριλαμβανομένης και της υπογραφής διμερούς συμφωνίας για την επίλυση των ζητημάτων που αφορούν τη Νότια Σινική Θάλασσα.