Ο γνωστός γάλλος οικονομολόγος Ολιβιέ Μπλανσάρ, σήμερα στο Peterson Institute for International Economics, έχει θητεύσει ήδη ως επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Εχει έτσι μια ξεκάθαρη άποψη για ελλείμματα, κρίσεις, οικονομικές καταστροφές, απειλές. Και από τη θέση αυτήν απαντάει στην ερώτηση του «Βήματος» για το ποιος είναι σήμερα ο μεγαλύτερος φόβος του σχεδόν ακαριαία: «Οι κυβερνήσεις να μην κινηθούν αρκετά γρήγορα για να καταπολεμήσουν σοβαρά προβλήματα όπως η υπερθέρμανση του πλανήτη και οι κοινωνικές ανισότητες». Ο κ. Μπλανσάρ ήρθε στην Ελλάδα με αφορμή την τελετή αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης, της Σχολής Οικονομικών Επιστημών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Γάλλος πολίτης, ωστόσο έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής του ζωής στις Ηνωμένες Πολιτείες, παλαιότερα διδάσκοντας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, σήμερα στο ΜΙΤ, ενώ πλέον είναι μέλος και της ελληνικής ακαδημαϊκής οικογένειας.
Χρηματοοικονομική κρίση, πολιτικές λιτότητας, μια παγκόσμια υγειονομική απειλή, τώρα ένας πόλεμος… Τι ακολουθεί; Υπάρχει κάτι που κάναμε λάθος τα προηγούμενα χρόνια; Και τι λέτε ότι μάθαμε από τα λάθη μας;
«Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μια ιστορία φυσικών καταστροφών και πολέμων, με σύντομες μόνο περιόδους σχετικής ησυχίας. Η Ευρώπη είχε το κοντινότερο σε αυτό που θα λέγαμε «μια ήσυχη εποχή» από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έως τη δεκαετία του 2000. Από τότε είχαμε μια παγκόσμια οικονομική κρίση, μια κρίση του ευρώ, μια πανδημία και τώρα έναν πόλεμο. Δεν είναι ευχάριστο, αλλά δεν είναι κάτι που θα χαρακτήριζες ασυνήθιστο, αν το δεις από την απόσταση του χρόνου. Στο παρελθόν, οι φυσικές καταστροφές προέρχονταν από λιμούς και πλημμύρες. Οι οικονομίες μας όμως σήμερα εξαρτώνται πολύ λιγότερο από τη γεωργία. Τα προβλήματα πλέον προέρχονται από αλλού. Θα έλεγα ότι προέρχονται από την αυξανόμενη πολυπλοκότητα και τη διασύνδεση των οικονομιών μας. Οταν ένα μέρος τους είναι λάθος ή αντιμετωπίζει προβλήματα, τα αποτελέσματα διαδίδονται ταχύτατα σε όλους και μπορεί να είναι άσχημα. Ετσι, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, ανακαλύψαμε ότι τα προβλήματα σε μια τράπεζα επηρεάζουν και τις άλλες, κάτι που επηρεάζει τον προϋπολογισμό των καρτών, κάτι που επηρεάζει γενικότερα την κοινωνία δημιουργώντας άλλα προβλήματα. Κατά τη διάρκεια της κρίσης COVID ανακαλύψαμε ότι βασιζόμασταν σε πολύπλοκες αλυσίδες εφοδιασμού σε όλο τον κόσμο και ότι αν ένας κρίκος της αλυσίδας έχει πρόβλημα, είτε είναι ένα λιμάνι κλειστό στην Κίνα, είτε ένα σκάφος κολλημένο στο κανάλι του Σουέζ, οι συνέπειες μπορεί να είναι καταστροφικές για όλους. Σήμερα, και στον πόλεμο της Ουκρανίας διαπιστώσαμε την εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Γυρίζοντας όμως στο τι μπορεί να γίνει: Εχουμε σε μεγάλο βαθμό αγνοήσει όλες αυτές τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ μας και πλέον είμαστε αντιμέτωποι με τις συνέπειες. Σήμερα πρέπει να σκεφτούμε πώς να κάνουμε τις οικονομίες μας πιο ανθεκτικές σε τέτοιους κραδασμούς. Στον δρόμο αυτό όμως πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Για παράδειγμα, αν ένας πολίτης αποφασίσει να παράγει όλα όσα χρειάζεται στο σπίτι του, αυτό σύντομα θα αποδεικνυόταν εξαιρετικά δαπανηρό και πιθανώς αδύνατο. Με άλλα λόγια, η υπερβολική αντιστροφή της παγκοσμιοποίησης θα ήταν λάθος. Πρέπει να βρούμε τη σωστή ισορροπία, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη γεωπολιτική όσο και την οικονομία».
Εκείνο που δημιουργεί τις μεγαλύτερες κοινωνικές εντάσεις όμως είναι οι ανισότητες σε όλα τα επίπεδα. Ειδικά μετά την υγειονομική κρίση της πανδημίας και τα κενά που δημιούργησε στα εκπαιδευτικά και υγειονομικά μας συστήματα…
«Η ανισότητα είναι κεντρικό ζήτημα. Είναι ένα θέμα από μόνο του και είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που τροφοδοτούν τον λαϊκισμό και το συναίσθημα πολλών πολιτών που χαρακτηρίζει η στάση «εμείς ενάντια στις ελίτ». Η οικονομία της αγοράς δημιουργεί ανισότητες. Πώς; Οι πολίτες έχουν διαφορετικές δεξιότητες, όμως άλλοι φτάνουν να ανταμείβονται προνομιακά από την αγορά για αυτές, ενώ άλλοι όχι. Κάποιοι κατέχουν θέσεις εργασίας που έχουν μεγαλύτερη σχέση με το εμπόριο, ενώ άλλοι μένουν πίσω με πολύ ασθενέστερες σχέσεις στον ίδιο προνομιακό τομέα. Ανισότητες. Η ελπίδα να εξαλειφθούν αυτές οι δυνάμεις είναι μια ψευδαίσθηση. Και, παρά τις ελπίδες ορισμένων, δεν γνωρίζουμε άλλο σύστημα από εκείνο που ακολουθεί τους νόμους της αγοράς για να οργανώσουμε τις αποφάσεις επτά δισεκατομμυρίων ανθρώπων στη γη. Αυτό δεν σημαίνει ότι η αγορά πρέπει να καθορίζει τα πάντα, ωστόσο πρέπει και να την αφήσουμε να λειτουργήσει. Πάντως, η διαφορά στον βαθμό ανισότητας μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης δείχνει ότι οι θεσμοί και το κράτος μπορούν να έχουν (και να κάνουν) μεγάλη διαφορά. Βλέπουμε έτσι ότι υπάρχει πολύ λιγότερη ανισότητα στην Ευρώπη από ό,τι στις ΗΠΑ. Πρέπει όμως να σκεφτούμε πού μας οδηγούν αυτές οι σκέψεις. Υπάρχουν δύο κρίσιμα επίπεδα πολιτικών: Το πρώτο είναι η εκπαίδευση και η επαγγελματική κατάρτιση σε όλη τη διάρκεια της ζωής ενός πολίτη. Και εδώ μπορούμε να τα καταφέρουμε πολύ καλύτερα. Το δεύτερο είναι η ανάγκη μιας σημαντικής μεταρρύθμισης της φορολογίας κληρονομιών. Μεγάλο μέρος της ανισότητας σήμερα μεταδίδεται από τη μια γενιά στην άλλη. Τα πλούσια παιδιά ξεκινούν στη ζωή τους με πολύ περισσότερα προνόμια σε σχέση με τους άλλους. Κάποια από αυτά τα προνόμια σχετίζονται με την καλύτερη εκπαίδευση, κάποια άλλα με τη γενικότερη οικονομική τους παρουσία. Εάν σκοπεύουμε σοβαρά να καταπολεμήσουμε την ανισότητα, πρέπει να δράσουμε και στα δύο. Από την πλευρά μου έχω καταθέσει μια πρόταση μεταρρύθμισης. Σήμερα, οι περισσότεροι άνθρωποι μισούν την ιδέα του φόρου κληρονομιάς γιατί τη θεωρούν ως μια διπλή φορολόγηση, μία φορά όταν έλαβαν το εισόδημά τους στην αρχή της ζωής τους και μια δεύτερη, όταν φορολογούνται μετά τον θάνατο. Αντίθετα, εγώ το βλέπω ως ένα σύστημα μεταφοράς από προνομιούχα παιδιά σε μειονεκτούντα παιδιά. Σκεφτείτε το σύστημα αυτό να βασίζεται όχι στο τι δίνουν οι άνθρωποι, αλλά στο τι λαμβάνουν από τους γονείς και τους άλλους κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Κάθε φορά που λαμβάνουν ένα ευρώ (πάνω από ένα ορισμένο όριο), πρέπει να δίνουν 10 σεντς από αυτό σε ένα ταμείο που είναι αφιερωμένο στη βοήθεια των μειονεκτούντων παιδιών, έτσι ώστε να μπορούν να λάβουν καλύτερη εκπαίδευση ή κάποια κεφάλαια για να ξεκινήσουν μια επιχείρηση».
Σήμερα ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας;
«Οτι οι κυβερνήσεις δεν θα κινηθούν αρκετά γρήγορα για να καταπολεμήσουν την υπερθέρμανση του πλανήτη και την ανισότητα. Και οι δύο προκλήσεις είναι υπαρξιακές. Δυστυχώς, αυτά είναι ζητήματα που επιδεινώνονται αργά, με αποτέλεσμα καμία κυβέρνηση να μην αισθάνεται ότι πρέπει να κάνει κάτι άμεσα, σήμερα, τώρα. Ομως, καθώς δεν κάνουμε αρκετά για την επίλυση αυτών των προβλημάτων, ο κίνδυνος περιβαλλοντικών καταστροφών και ο κίνδυνος της ανόδου λαϊκιστικών ή αυταρχικών καθεστώτων αυξάνεται διαρκώς γύρω μας. Ελπίζω ότι υπάρχει ένας αριθμός χωρών, συμπεριλαμβανομένης της δικής μου, όπου η σημερινή κυβέρνηση γνωρίζει πολύ καλά τα ζητήματα και προσπαθεί σκληρά να σημειώσει πρόοδο και στα δύο μέτωπα. Είναι δύσκολο ωστόσο. Και οι δύο αγώνες δημιουργούν νικητές και ηττημένους. Ορισμένοι δε από τους ηττημένους, δηλαδή εκείνοι που βρίσκονται σε αδύναμα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα, πρέπει να προστατευθούν. Το να βρεις το σωστό, στενό μονοπάτι δεν είναι εύκολο».