Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και παρά ορισμένες αρχικές αμφιβολίες, μάλλον λίγων Ευρωπαίων, για τη σκοπιμότητα ύπαρξης της Ατλαντικής Συμμαχίας στις νέες συνθήκες, το ΝΑΤΟ αποτέλεσε τον βασικό παράγοντα της νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας στην Ευρώπη: Επέτρεψε την απορρόφηση των συνεπειών της ενοποίησης της Γερμανίας, η οποία προκαλούσε την ανησυχία όχι μόνο της τότε Σοβιετικής Ενωσης αλλά και δυτικών δυνάμεων, όπως της Γαλλίας και της Βρετανίας. Με τη διεύρυνσή του προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη πρόσφερε για μεγάλο διάστημα ένα σταθερό περιβάλλον ασφαλείας στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η διεύρυνση ενόχλησε τη Μόσχα, δυσαρεστημένη από την απώλεια της ζώνης επιρροής της, αλλά κάλυψε τις θεμελιώδεις ανάγκες ασφαλείας των μικρών κρατών τα οποία αναδύθηκαν στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και υπέστησαν κατά καιρούς τις συνέπειες του ανταγωνισμού ή των πρόσκαιρων συμμαχιών μεγάλων δυνάμεων, ιδίως της ναζιστικής Γερμανίας και της Σοβιετικής Ενωσης, το 1939, και της στρατιωτικής επικράτησης της τελευταίας στην περιοχή στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι διατλαντικές σχέσεις πέρασαν και από οξείες κρίσεις, όπως η ρήξη της Γερμανίας και της Γαλλίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία λόγω του πολέμου στο Ιράκ, ή χαρακτηρίστηκαν από διαρκείς διαφωνίες σχετικά με την ενεργειακή εξάρτηση της ηπειρωτικής Ευρώπης από τη Ρωσία και το χαμηλό επίπεδο στρατιωτικών δαπανών των ευρωπαίων συμμάχων. Παρά ταύτα, υπήρχε σε βάθος χρόνου μια ατλαντική διάσταση στη στρατηγική των ευρωπαϊκών χωρών, ιδίως της Γερμανίας. Η ύπαρξη του ΝΑΤΟ επέτρεπε στους Ευρωπαίους να αναπτύσσουν στενές οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία και να είναι ταυτόχρονα απαλλαγμένοι κατ’ ουσίαν από το βάρος υψηλών στρατιωτικών δαπανών. Εξάλλου, η ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία, την οποία υποστήριξε το 2019 ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, κηρύσσοντας το ΝΑΤΟ «εγκεφαλικά νεκρό», απαιτούσε υψηλές και δυσβάστακτες στρατιωτικές δαπάνες σε μακροχρόνια βάση προκειμένου να δημιουργηθεί μια αξιόπιστη στρατιωτική ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η κλίμακα της απαιτούμενης προσπάθειας ήταν από τη γερμανική οπτική απαγορευτική. Η εκτίμηση αυτή αποκρυσταλλώθηκε ήδη κατά την περίοδο της προεδρίας Τραμπ παρά τα ερωτήματα που αυτή έθετε σχετικά με την αμερικανική δέσμευση στο ΝΑΤΟ.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία εισήγαγε νέα δεδομένα στη στρατηγική εξίσωση και επιδρά προς την κατεύθυνση ενίσχυσης του ΝΑΤΟ. Η Μόσχα δεν αμφισβήτησε μόνο το δικαίωμα ύπαρξης μιας χώρας, αλλά απαίτησε τη διάλυση του μεταψυχροπολεμικού πλέγματος ασφαλείας. Η χρήση της ρωσικής στρατιωτικής ισχύος επιβεβαιώνει την ιστορική εμπειρία των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες ανησυχούσαν ήδη από το 1992 από το ενδεχόμενο επιστροφής της Μόσχας στην περιοχή. Επιβεβαιώνει επίσης, από την οπτική της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, την ανάγκη εγγύησης από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον μόνο παράγοντα που μπορεί να επηρεάσει την ισορροπία δυνάμεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Πέραν αυτού, ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξε στη γερμανική στρατηγική ανάλυση τη σημασία της στρατιωτικής ισχύος στη διαμόρφωση της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτή βασιζόταν αποκλειστικά στο αμοιβαίο οικονομικό όφελος, το οποίο όμως, όπως κατέστη σαφές στο Βερολίνο, δεν απέτρεψε την προβολή στρατιωτικής ισχύος εκ μέρους της Ρωσίας, ούτε και τη χρήση του φυσικού αερίου ως μέσου εκβιασμού των Ευρωπαίων. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δημιούργησε, επίσης, μια οξεία αίσθηση απειλής στη Σκανδιναβία, πέραν δηλαδή της παλαιάς σοβιετικής σφαίρας επρροής. Η Φινλανδία και η Σουηδία εμφανίζονται διατεθειμένες να προσχωρήσουν στο ΝΑΤΟ εγκαταλείποντας έτσι μια παράδοση ουδετερότητας.
Αναδείχθηκε, τέλος, μια πραγματικότητα που αφορά τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες: Η στροφή του ενδιαφέροντος της Ουάσιγκτον προς την Ασία δεν μπορεί να σημαίνει τη μείωση του ενδιαφέροντος για την Ευρώπη. Η προσέγγιση ή και ευθυγράμμιση της Ρωσίας με την Κίνα δείχνει ότι η Ευρώπη και η Ασία συνιστούν ενδεχομένως ένα σύστημα συγκοινωνούντων δοχείων. Η παγκόσμια πολιτική δεν είναι στεγανοποιημένη σε επιμέρους περιφέρειες. Η ίδια η αξιοπιστία άλλωστε των Ηνωμένων Πολιτειών, που ενδιαφέρονται να διατηρήσουν βασικές παραμέτρους του μεταπολεμικού κόσμου, τους κανόνες του οποίου σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωσαν οι ίδιες, επιβάλλει το ενεργό αμερικανικό ενδιαφέρον για την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο βασικός πάροχος βοήθειας στην Ουκρανία.
Η ενίσχυση του ΝΑΤΟ δεν σημαίνει ασφαλώς την πλήρη εναρμόνιση της πολιτικής των μελών του. Η ενεργειακή εξάρτηση ευρωπαϊκών χωρών από τη Ρωσία και η όποια πιθανότητα κλιμάκωσης της στρατιωτικής σύγκρουσης μπορεί να προκαλούν διαφωνίες. Η πολιτική κατάσταση στον δυτικό κόσμο όμως δεν υπονομεύει την προοπτική των διατλαντικών σχέσεων, το αντίθετο: Στη Γερμανία, η κυβέρνηση του τριμερούς συνασπισμού σχηματίστηκε πρόσφατα. Παρά τους δισταγμούς που προκύπτουν από μια μακρά περίοδο καλών σχέσεων με τη Μόσχα και αναστολών στη χρήση στρατιωτικής ισχύος, το Βερολίνο στράφηκε προς την ενδυνάμωση της στρατιωτικής ικανότητάς του στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Ο πρόεδρος Μακρόν μόλις επανεξελέγη και δεν αμφσβητείται η θεμελιώδης δέσμευσή του στην Ατλαντική Συμμαχία, ενώ οι προεδρικές εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες απέχουν δυόμισι χρόνια. Συνεπώς, η λογική της ισορροπίας δυνάμεων είναι αυτή που καθορίζει σήμερα τις εξελίξεις και ευνοεί την ενίσχυση του ρόλου του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη.
*Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών και συγγραφέας του βιβλίου «America and Europe Adrift. Transatlantic Relations after the Cold War», ABC Clio Praeger 2022.