«Κατά βάθος ο ποιητής έχει ένα θέμα: το ζωντανό σώμα του»
Γ. Σεφέρης
Δεν χρειάζεται να υποβληθεί κανείς σε προστατεκτομή για να σιγήσει μέσα του ο διαβόητος «δαίμων της πορνείας». Με τον Σεφέρη, που στα εξήντα του ατυχώς την υπέστη, συνέβη το αντίθετο: «ο βαθιά χοϊκός και γήινα αισθησιακός Σεφέρης, προ του γήρατος», όπως παρατηρεί ο Ευριπίδης Γαραντούδης σε ανέκδοτο κείμενό του, εκτονώθηκε, τρόπος του λέγειν, με ένα αριστουργηματικό, αθυρόστομο, ομοιοκατάληκτο ποίημα 64 στίχων («Αρετή και Ρώκριτος», Μαθιός Πασχάλης, Τα εντεψίζικα, Αθήνα, Λέσχη 1989) που γράφτηκε το 1961 με τον τρόπο του Ερωτόκριτου. Εκδόθηκε με ψευδώνυμο στο βιβλίο «Τα εντεψίζικα» το 1989 και ο επιμελητής του Γ. Π. Σαββίδης έτσι το «αποκατέστησε» αναγνωρίζοντας την παράλειψη εκ μέρους του, για το ότι δεν είχε συμπεριληφθεί στο τρίτο μέρος του «Τετραδίου Γυμνασμάτων, β» (1976) και αναθεωρώντας την άποψή του περί «νομικών και ηθικών επιφυλάξεων» που – μέσα σε μια περίπου δεκαετία; – είχαν, όπως υποθέτει, «ατονήσει». Ενα μέρος της περιγραφής από την Αρετή της ερωτικής ένωσής της με τον Ρώκριτο:
Μου λύθηκα’ τα μέλη,
πείραξην είχα λογισμού, κ’ έλεγα ν’ αφορμίσω,
τα λογικά μου τά ‘χασα, γύρευγα να γυρίσω
νά ‘μπει το φίδι κι από μπρος ώς μες στα σωθικά μου,
να σκίσει με, να φάγει με, να πάρει την εξιά μου.
Τό ‘νιωσεν ο Ρωτόκριτος και κράζει μου: «Σηκώσου·
καιρός πουνιάλο να χαρείς κάτω απ’ τον αφαλό σου.»
Πού να ήξερε ο Σεφέρης ότι λίγες δεκαετίες αργότερα μία άλλη συλλογή αθυρόστομη ομοιοκατάληκτων εξίσου σημαντικών ποιημάτων, συγκεκριμένα σονέτων (Ευριπίδης Γαραντούδης – Σοφία Κολοτούρου, «Σονετομαχία», Ποιητική, τχ. 27, Καλοκαίρι 2021), πιθανόν να «ακουστεί» στα δικαστήρια της Ευελπίδων ύστερα από μήνυση φιλολόγου αναγνώστριας η οποία αναγνώρισε σε ένα από αυτά τον εαυτό της. Το ζήτημα που με απασχολεί εδώ, αναλογιζόμενος συνεχώς και κάποια ατυχή στιγμή στο παρελθόν μου, είναι ότι με την εν λόγω μηνυτήρια αναφορά, προσβάλλεται η γραφή. Δηλαδή ο ίδιος «σκοπός» του ποιήματος και όχι η «ηθική» της φιλολόγου, πολλώ δε μάλλον το γούστο της για (τις) πέτρες, όπως θα ήθελε ο Ρεμπώ. Δίνω ως δείγμα το σονέτο του Γαραντούδη «Η μπαλωδή»:
Σοφία, δεν φτιάχνουμε και μία μπαλωδή;
Να ‘χουν να γράφουνε πως είμαστε βλαμμένοι.
«Καλώς Αυτός, αλλά κι αυτή δεν ορρωδεί·
διασύρουν εαυτόν κι εαυτήν στην οικουμένη.»
O.Κ., το παρατράβηξα με τη συνίζηση.
Τόσα φωνήεντα σε εκούσια συνουσία…
«Καθώς το κάναν δις στα ποιήματα, η καθίζηση
της λίμπιντο τούς έφερε στη στιχουργία.»
Ας παν να λεν οι ελευθερόστιχοι μαλάκες·
εμείς τη βρίσκουμε με τα κοινά μας πάθη,
σαν τον Σεφέρη να σκαρώνουμε αμαλάκες.
Κι όποιος δεν ξέρει και δεν θέλει και να μάθει
πώς χορωδούνται των ιάμβων μας οι γάμοι,
παίζει την ποίηση με γρήγορη απαλάμη.
Γράφοντας και διαβάζοντας, ο αναγνώστης και ο ποιητής διαπραγματεύονται αμφότεροι το παράδοξο της γραφής ως μορφής ανεξάρτητης από αυτό που λέει. Κι έτσι διαμορφώνουν ένα αναγνωστικό σχήμα εγγεγραμμένο ήδη στο ποίημα αναδεικνύοντας συγχρόνως μία συνείδηση κριτικού ως τρίτου όρου, ο οποίος με τη σειρά του και μέσω της λογικής των αντιφάσεών του, εγείρει αξιώσεις μιας άλλου τύπου συνέπειας. Οπότε η ηθική των θιγομένων, εάν υφίσταται, λειτουργεί μόνο ως ηθική της γλώσσας και όχι των νοημάτων. Σε βαθμό μάλιστα που ο ποιητής να οδηγεί τη γλώσσα στον αφανισμό της προκειμένου να απαλλαγεί από τα νοήματα (και την ηθική των θιγομένων), μεταβάλλοντας το ποίημα σε πτώμα όπως έκανε ο Μαλλαρμέ. Κι ο αναγνώστης με τη σειρά του έχει να κάνει με έναν καθρέπτη («το άσπρο χαρτί») που του δείχνει ό,τι αυτός προβάλλει προς αντικατοπτρισμό: τα μούτρα του (παραπέμπω εδώ στο εμβληματικό ποίημα «Μύθος» του Φρανσίς Πονζ που χαρακτηρίζει «ανυπόφορη τη συγκόλληση ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο στίχο του ποιήματος»).
Εδώ όμως, όχι τόσο για το δικαστήριο που έπεται προσεχώς αλλά για τη Θεία Δίκη της λογοτεχνίας, θα ήθελα να σημειώσω ότι η δημοσίευση των σονέτων του Γαραντούδη και της Σοφίας Κολοτούρου στο περιοδικό «Ποιητική», όπως άλλωστε και η δημοσίευση του «Αρετή και Ρώκριτος» του Σεφέρη – Μαθιού Πασχάλη καταδεικνύουν το ιδιωτικό μερίδιο που αναδύεται από την ψυχή του καθενός και που εξελίσσεται σε έναν καταναγκασμό ενός μέρους αυτής της υπογλώσσας που δουλεύει στο μεταίχμιο σάρκας και πνεύματος. Κι έτσι επιτυγχάνεται η εξίσωση ανάμεσα στη λογοτεχνική πρόθεση και τη σάρκα. Ο ποιητής προσβάλλεται με αυτά που γράφει, όχι ο θιγόμενος αναγνώστης του. Και θέλει να προσβληθεί από την ειλικρίνεια της φύσης του εις βάρος της απόκρυψης της κοινωνικής του θέσης.
Είναι πάντα η εκλογή ενός δαιμονικού τόνου που αυτόχρημα διαμορφώνει το περιβόητο ήθος του ποιητή. Δεν θέλει να γράψει, επ’ ακριβώς. Θέλει να τα πει όλα. Ζητά να επιδειχθεί στα όρια της επιδειξιμανίας του. Να τι συμβαίνει λοιπόν εδώ: όχι ο «βαθμός μηδέν» της γραφής του, αλλά ο βαθμός μηδέν της επιθυμίας του «να ξεγυμνώσει την καρδιά του». Κι αυτός ο συμβιβασμός ανάμεσα στη δημόσια εικόνα του και τη βαθύτερη επιθυμία του κάνει τη γραφή μια χειρονομία επιλογής της ελευθερίας του. Γνωρίζει πως «όλες οι γραφές παρουσιάζουν έναν χαρακτήρα περίφραξης που είναι ξένος προς την ομιλούμενη γλώσσα». Διότι η γραφή «δεν είναι καθόλου ένα όργανο επικοινωνίας, δεν είναι μια ανοιχτή οδός απ’ όπου περνάει μια μόνο πρόθεση γλώσσας. Είναι ένας σωστός κυκεώνας που κυλάει μέσα απ’ την ομιλία και της δίνει αυτή την ταραγμένη κίνηση που την κρατάει σε κατάσταση μόνιμης αναστολής» (Ρ. Μπαρτ). Αλλιώς η γραφή δεν είναι παρά μία μήνυση.