Σε δύο εβδομάδες θα κλείσει τα 99 του χρόνια, εξακολουθεί ωστόσο να αποτελεί σημείο αναφοράς στις διεθνείς σχέσεις, είτε τον σέβεται κανείς είτε τον απεχθάνεται. Ο Χένρι Κίσινγκερ, ισχυρός ανήρ της αμερικανικής διπλωματίας στις κυβερνήσεις Νίξον και Φορντ, μεταξύ 1969 και 1977, ανεπίσημος σύμβουλος, στη συνέχεια, πολλών αμερικανών προέδρων, έχει συναντήσει τον Βλαντίμιρ Πούτιν 20-25 φορές.
Οπως είπε ο ίδιος στον Εντουαρντ Λιους, τον γνωστό αρθρογράφο των «Financial Times», στη διάρκεια ενός συνεδρίου που διοργάνωσε η εφημερίδα το Σαββατοκύριακο στην Ουάσιγκτον, τον συναντούσε «ως φοιτητή Διεθνών Σχέσεων περίπου μία φορά τον χρόνο για μια περίοδο κάπου 15 ετών για αμιγώς ακαδημαϊκές στρατηγικές συζητήσεις». Τότε πίστευε πως η βασική του πεποίθηση ήταν «ένα είδος μυστικιστικής πίστης στη ρωσική ιστορία».
Τώρα θεωρεί πως ο ρώσος πρόεδρος υπολόγισε εσφαλμένα τη διεθνή κατάσταση καθώς και τις δυνατότητες της ίδιας της Ρωσίας όταν αποφάσισε την εισβολή στην Ουκρανία. Και πως θα αναγκαστεί να τερματίσει τον πόλεμο όταν αυτός εξαλείψει την οποιαδήποτε πιθανότητα να παραμείνει η Ρωσία μεγάλη δύναμη στο μέλλον. Ο επονομαζόμενος και «μάγος της αμερικανικής διπλωματίας», ωστόσο, δεν έκρυψε τον φόβο του για το ενδεχόμενο να καταφύγει τότε ο Πούτιν στη χρήση πυρηνικών όπλων.
Ο Κίσινγκερ διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της αμερικανικής πολιτικής επί Ψυχρού Πολέμου: υπό την καθοδήγησή του χαλάρωσε η ένταση ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη σοβιετική Ρωσία, και ιδιαίτερα ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, με αποτέλεσμα την ιστορική επίσκεψη του Νίξον στο Πεκίνο το 1972. Μιλώντας στο συνέδριο των «Financial Times», περιέγραψε πώς κατάφερε να χωρίσει τη Μόσχα από το Πεκίνο αντιμετωπίζοντας τους δυο εχθρούς διαφορετικά. Εν μέσω του πολέμου στην Ευρώπη, είπε στον Λιους, η Ουάσιγκτον πρέπει να επιδιώξει να κάνει ξανά το ίδιο. «Μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Ρωσία θα πρέπει να επαναξιολογήσει τη σχέση της με την Ευρώπη, τουλάχιστον, και τη γενική της στάση έναντι του ΝΑΤΟ. Νομίζω πως δεν είναι συνετό να κρατάμε ανταγωνιστική στάση απέναντι σε δύο αντιπάλους με τρόπο που τους φέρνει κοντά».
Σε ό,τι αφορά τον ίδιο τον πόλεμο, σύμφωνα με τον Κίσινγκερ, «η προφανής ερώτηση είναι: Πόσο καιρό θα συνεχιστεί αυτή η κλιμάκωση και πόσο περιθώριο υπάρχει για περαιτέρω κλιμάκωση; Ή έχει φτάσει [ο Πούτιν] στα όρια των δυνατοτήτων του και πρέπει να αποφασίσει σε ποιο σημείο η κλιμάκωση του πολέμου θα πιέσει την κοινωνία του σε σημείο που θα περιορίσει την ικανότητά της να διεξάγει διεθνή πολιτική ως μεγάλη δύναμη στο μέλλον; Δεν μπορώ να γνωρίζω πότε θα φτάσει σε αυτό το σημείο. Οταν όμως φτάσει, άραγε θα κλιμακώσει μετακινούμενος σε μια κατηγορία όπλων που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ποτέ στα 70 χρόνια της ύπαρξής τους;».
Αυτό, το κατά πόσο η Ρωσία θα στραφεί στο πυρηνικό της οπλοστάσιο προκειμένου να τερματίσει τον πόλεμο, είναι κάτι που ο Κίσινγκερ αδυνατεί να προβλέψει. Οπως είπε, «ζούμε σε μια εντελώς νέα εποχή» σε σύγκριση με τον Ψυχρό Πόλεμο.
Οσο για την αποφυγή μιας πυρηνικής καταστροφής – ο στόχος του στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι συνθήκες έχουν αλλάξει τόσο τις τελευταίες δεκαετίες που χρειάζεται μια εντελώς νέα συζήτηση για τις πιθανές επιπτώσεις της χρήσης πυρηνικών όπλων. «Η παράξενη πλευρά της παρούσας κατάστασης είναι πως τα όπλα πολλαπλασιάζονται και στις δύο πλευρές και η εκζήτησή τους αυξάνεται κάθε χρόνο. Δεν υπάρχει όμως σχεδόν καμία συζήτηση διεθνώς για το τι θα συνέβαινε αν πράγματι χρησιμοποιούνταν» επισήμανε ο Κίσινγκερ.
«Καθώς η τεχνολογία διασπείρεται ανά τον κόσμο, όπως κάνει εγγενώς, η διπλωματία και ο πόλεμος θα χρειαστούν ένα διαφορετικό περιεχόμενο και αυτό θα είναι μια πρόκληση» πρόσθεσε. «Ενα πράγμα που θα μπορούσαμε να κάνουμε, κατά την άποψή μου, είναι απλώς να την αποδεχτούμε».
Κορυφαίος διπλωμάτης του τελευταίου αιώνα, μετρ της πανουργίας και της ίντριγκας
Σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πέρυσι στη Γαλλία με τίτλο «Χένρι Κίσινγκερ, ο διπλωμάτης του αιώνα», ο Ζεράρ Αρό, πρώην πρεσβευτής της Γαλλίας στις ΗΠΑ, στον ΟΗΕ και στο Ισραήλ, επιχειρηματολογούσε πως είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς την πολιτική του Κίσινγκερ χωρίς να αναλογιστεί τα παιδικά του χρόνια στη Γερμανία, μέχρι το 1938, σε μια εβραϊκή αντισιωνιστική οικογένεια.
«Το να περνά ένα παιδί πέντε χρόνια στη ναζιστική Γερμανία ανάμεσα στα 11α και τα 15α γενέθλιά του δεν μπορεί να μην αφήσει ίχνη στον ενήλικο», σημείωνε. «Το πλέον προφανές θα είναι ο βαθύς συντηρητισμός ενός Κίσινγκερ που είδε τον κόσμο του να καταρρέει και την οικογένειά του να αποδεκατίζεται και θα αντιμετωπίζει πάντα με καχυποψία τους προφήτες. Για εκείνον, η αδικία θα είναι πάντα λιγότερο επικίνδυνη από τo χάος. Το γεγονός ότι διαπαιδαγωγήθηκε σε μια οικογένεια αυστηρά ορθόδοξη και άρα σφόδρα αντισιωνιστική εξηγεί, άλλωστε, ενδεχομένως, το γεγονός ότι δεν θα διστάσει ποτέ να αντιπαρατεθεί με το Ισραήλ όποτε διακυβεύονται τα αμερικανικά συμφέροντα».
Στο βιβλίο του, ο γάλλος διπλωμάτης παρακολουθούσε τα ίχνη αυτού του 15χρονου που έφτασε στο λιμάνι της Νέας Υόρκης ένα καλοκαιρινό βράδυ του 1938, που πολιτογραφήθηκε με την κατάταξή του στον αμερικανικό στρατό το 1943, που επέστρεψε στην Ευρώπη για να απελευθερώσει τη Γερμανία από τον ναζισμό, που είδε ένα μεγάλο κομμάτι της οικογένειάς του να χάνεται στα ναζιστικά στρατόπεδα, που έγινε αργότερα καθηγητής στο Χάρβαρντ πριν αναλάβει σύμβουλος εθνικής ασφαλείας, το 1969, και υπουργός Εξωτερικών, το 1973, υπό τις προεδρίες Νίξον και Φορντ (1969-1977). Περνώντας έτσι από τη θέση του απάτριδος πρόσφυγα στον θώκο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο Κίσινγκερ ενσάρκωσε το αμερικανικό όνειρο.
Αξιος διάδοχος του Μέτερνιχ, του Ταλλεϋράνδου και του Μπίσμαρκ, μετρ της πανουργίας και της ίντριγκας («καμιά φορά», έχει πει, «η τέχνη της διπλωματίας συνίσταται στο να κάνεις δυσνόητο αυτό που είναι ξεκάθαρο»), ο Κίσινγκερ καθοδηγείται από τρεις κατευθυντήριες γραμμές. Τον ρεαλισμό, καταρχήν, ο οποίος τον οδηγεί να διεξάγει μια διπλωματία που δεν ανησυχεί καθόλου για την ηθική. Πιέζει λοιπόν για την détente με τη Σοβιετική Ενωση και τον έλεγχο των πυρηνικών εξοπλισμών, ανοίγει τον δρόμο για την αναγνώριση της λαϊκής Κίνας και κλείνει τον πόλεμο του Βιετνάμ με τις συμφωνίες του Παρισιού. Εναν βαθύ αντικομμουνισμό, κατά δεύτερον, που τον κάνει να υποψιάζεται κάθε προοδευτικό καθεστώς ότι παίζει το παιχνίδι της Μόσχας. Εναν παθιασμένο αριβισμό, τέλος. Ο εμπνευστής της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής είναι δουλοπρεπής με τους ισχυρούς, σκληρός με τους αδύναμους, καχύποπτος με όλους – βάζει να κατασκοπεύουν τους ίδιους τους συνεργάτες του.
Τις μεγαλύτερές του επιτυχίες τις αναφέραμε ήδη: η σινοαμερικανική προσέγγιση, που κορυφώθηκε με την επίσκεψη του Νίξον στο Πεκίνο, η πολιτική της ύφεσης που κατέληξε πρωτίστως στον περιορισμό των πυρηνικών όπλων μεταξύ ΕΣΣΔ και ΗΠΑ, οι συμφωνίες του Παρισιού για το Βιετνάμ (για τις οποίες βραβεύτηκε με Νομπέλ Ειρήνης) καθώς και οι διαπραγματεύσεις που έθεσαν τέλος στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ. Ομως αυτή η ρεάλπολιτικ που επέτρεψε στις ΗΠΑ να κερδίσουν τον Ψυχρό Πόλεμο είχε και ένα βαρύτατο ανθρώπινο κόστος – στο Βιετνάμ, στην Καμπότζη, στο Μπανγκλαντές, στο Τιμόρ, στη Χιλή, στην Αργεντινή, στην Κύπρο…
Υπό την καθοδήγηση του Κίσινγκερ, η αμερικανική κυβέρνηση στήριξε αποφασιστικά διάφορα αυταρχικά καθεστώτα, μεταξύ των οποίων και η ελληνική χούντα των συνταγματαρχών. Οπως σχολίαζε χαρακτηριστικά στο βιβλίο του ο Ζεράρ Αρό, «στις ΗΠΑ», αλλά και εκτός των ΗΠΑ, και εδώ σε εμάς, «ο Κίσινγκερ είναι επίσης ο διάβολος». Είναι επίσης, χάρη στην αναλυτική του ευφυΐα (αλλά και την απουσία κάθε συναισθηματικότητας…), το μοναδικό παράδειγμα πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ η γνώμη του οποίου εξακολουθεί να αναζητείται και να βαρύνει – και αυτό, στα 99 του χρόνια και 45 χρόνια μετά την αποχώρησή του από την εξουσία.