Στον 19ο αιώνα οι αποικιακές δυνάμεις προσπάθησαν να νομιμοποιήσουν την παρουσία του εκτός συνόρων και ταυτόχρονα να δικαιολογήσουν γιατί κατείχαν επικράτειες που δεν τους ανήκαν και καθυπότασσαν λαούς που κατοικούσαν σε αυτές. Μια από τις αρχές που επικαλέστηκαν, που έμελλε να παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του διεθνούς δικαίου, ήταν αυτή που έμεινε γνωστή ως standard of civilization. Σύμφωνα, με αυτή ως πλήρη υποκείμενα δικαίου μπορούσαν να θεωρηθούν μόνο τα «πολιτισμένα» κράτη, τα οποία ταυτόχρονα είχαν και μια υποχρέωση να συμβάλουν στον εκπολιτισμό των λαών και των εθνών που δεν είχαν φτάσει στο αναγκαίο πολιτιστικό επίπεδο. Το αποτέλεσμα ήταν προφανώς η νομιμοποίηση της αποικιακής βαναυσότητας ως «αποστολής εκπολιτισμού».
Αυτή την αρχή παίρνει ως αφετηρία και ως ερμηνευτικό νήμα για την ιστορία του Διεθνούς Δικαίου, η Ντίνα Τζουβάλα στη μελέτη της Capitalism as Civilization. A History of International Law (Ο καπιταλισμός ως πολιτισμός. Μια ιστορία του διεθνούς δικαίου), που κυκλοφόρησε το 2020 και μάλιστα ήταν υποψήφια (shortlisted) για το Isaak and Tamara Deutcher Prize. Σε αυτήν, η συγγραφέας χρησιμοποιεί έναν συνδυασμό μαρξιστικών και αποδομητικών θεωρητικών στρατηγικών για να εξηγήσει πώς αυτή η αρχή παρέμεινε ενεργή στο Διεθνές Δίκαιο, ακόμη και μετά το τέλος της αποικιοκρατίας, επιλέγοντας να προσεγγίσει διαφορετικές περιπτώσεις όπου έγινε επίκλησή της.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος με τον οποίο η Τζουβάλα εντοπίζει ότι αυτή η επίκληση του πολιτισμού ως κριτηρίου οδηγεί σε δύο διαφορετικές στρατηγικές, που ενίοτε εναλλάσσονται ή αλληλοσυμπληρώνονται. Από τη μία είναι η «λογική της βελτίωσης» που υποστηρίζει ότι το καθήκον των πολιτισμένων κρατών είναι να βοηθήσουν τα υπόλοιπα να «εκπολιτιστούν». Από την άλλη, είναι η «λογική της βιολογίας» που ουσιαστικά υποστηρίζει ότι ορισμένοι λαοί δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν το επίπεδο πολιτισμού που είναι τελικά αναγκαίο και άρα πρέπει να παραμείνουν υπό μια διαρκή επιτροπεία.
Κομβική διάσταση της ανάλυσης ης Τζουβάλα είναι ότι σε αυτή τη διαδικασία διαμόρφωσης του Διεθνούς Δικαίου, από την εποχή της αποικιοκρατίας έως και στις μέρες μας, αυτό που περιγράφεται ως πολιτισμός δεν είναι τίποτα άλλα παρά οι οικονομικές μορφές, οι κοινωνικές σχέσεις και τα πολιτισμικά γνωρίσματα των καπιταλιστικών κοινωνιών και μάλιστα σε μια ορισμένη, ιστορικά προσδιορισμένη εκδοχή, αυτή των «δυτικών» χωρών. Ωστόσο δεν την ενδιαφέρει απλώς να υπογραμμίσει αυτή τη συσχέτιση, ή να επαναφέρει την αξία της έννοιας του ιμπεριαλισμού. Κυρίως την ενδιαφέρει να δείξει πώς αυτές οι λογικές, στην αντιφατικότητα αλλά και τη συμπληρωματικότητά τους, όχι μόνο συνέχισαν να αποτελούν τη βάση επιχειρημάτων σε διάφορες χρονικές περιόδους αλλά και ενίοτε αξιοποιήθηκαν και από διαφορετικές πλευρές.
«Λογική της βελτίωσης» και «λογική της βιολογίας»
Επιπλέον, η Τζουβάλα εντοπίζει πώς η ίδια η επίκληση ενός προτύπου πολιτισμού καταλήγει τελικά, μέσα από τον ίδιο τον «δυισμό» των λογικών στις οποίες απολήγει, να συντηρεί μια συνθήκη ανισότητας μέσα στο διεθνές πεδίο. Από μια η «λογική της βελτίωσης», ορίζει ότι η ίση κατανομή δικαιωμάτων, καθηκόντων και προνομίων εξαρτάται από την αποδοχή των επιταγών της καπιταλιστικής νεωτερικότητας. Από την άλλη, η «λογική της βιολογίας» στην πραγματικότητα παραπέμπει στην έστω και άρρητη παραδοχή ότι τελικά υπάρχουν ανυπέρβλητες διαφορές ανάμεσα στις δυτικές χώρες και τον υπόλοιπο κόσμο, κοντολογίς στην επιβίωση μιας λογικής που μόνο ως αποικιακή μπορεί να χαρακτηριστεί.
Το καθοριστικό στοιχείο που προκύπτει από την ανάγνωση της Τζουβάλα, ιδίως στην ενότητα όπου εξετάζει πώς προσδιορίστηκε η αρμοδιότητα και η νομιμότητα της Προσωρινής Συμμαχικής Αρχής στο Ιράκ αμέσως μετά την εισβολή του 2003, είναι ακριβώς ότι αυτού του είδους η άνιση και καταπιεστική λογική είναι παραπάνω από ενεργή. Μπορεί πλέον το επίδικο να μην είναι η νομιμοποίηση της κατοχής αποικιών, όμως είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που οι επεμβάσεις στο έδαφος ξένων κρατών που υποτίθεται ότι δεν κάνουν όσα πρέπει για να μην είναι εφαλτήριο δράσης τρομοκρατών εναντίον γειτονικών κρατών, στηρίζονται στην εκτίμηση ότι αυτά τα κράτη ούτε θέλουν ούτε μπορούν να δράσουν κατά της τρομοκρατίας. Μόνο που με αυτόν τον τρόπο επιστρέφουμε ακριβώς στην ίδια αντίληψη ότι ορισμένοι λαοί «εγγενώς» δεν μπορούν να φτάσουν σε εκείνο το κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο που θεωρείται προϋπόθεση για να έχουν μια «πλήρη» κρατική συγκρότηση. Όμως αυτό ελάχιστα απέχει από την πρώιμη απολογητική της αποικιοκρατίας στον 17ο αιώνα στη βάση της υποτιθέμενης ανικανότητας ορισμένων λαών να αξιοποιήσουν «ορθά» τη γη τους.
Εάν σε όλα αυτά προσθέσουμε τη διαρκώς επανερχόμενη ρητορική της δυνατότητας «ανθρωπιστικών» επεμβάσεων και τον τρόπο που επιχειρήματα για τη δυνατότητα «αντιτρομοκρατικών» επεμβάσεων «διαχέονται» στο διεθνές σύστημα (ενδεικτική, για παράδειγμα, η στάση της Τουρκία στη Συρία και το Βόρειο Ιράκ), μπορούμε να καταλάβουμε τη σημασία που έχει να επιμένουμε να βλέπουμε το αποτύπωμα αυτού που συνηθίσαμε να περιγράφουμε ως «ιμπεριαλισμό» πίσω από την επίκληση μιας «διεθνούς νομιμότητας».
Το παράδειγμα του Ιράκ
Η ανάλυση που κάνει η Τζουβάλα ως προς τη δράση της Προσωρινής Συμμαχικής Διοίκησης στο Ιράκ υπενθυμίζει ότι ρητά διατυπωμένος στόχος της δεν ήταν απλώς η ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν αλλά και η εμπέδωση μη εύκολα αντιστρέψιμων πολιτικών και θεσμικών διαρρυθμίσεων που θα εξασφάλιζαν τη σχεδόν βίαιη μετάβαση σε μια εκδοχή νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού με εκποίηση των δημόσιων υποδομών και πλουτοπαραγωγικών πηγών.