Η αποκάλυψη για τις πληροφορίες των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών που επέτρεψαν στους Ουκρανούς να σκοτώσουν αρκετούς ρώσους στρατηγούς και να βυθίσουν τη ναυαρχίδα του ρωσικού στόλου στη Μαύρη Θάλασσα προκαλεί πολιτική θύελλα στην Ουάσιγκτον, καθώς πηγές του Λευκού Οίκου εκφράζουν την ανησυχία του προέδρου Μπάιντεν για πιθανά ρωσικά αντίποινα προς τις ΗΠΑ.
Ομως, παράλληλα, ανοίγει και πάλι την αέναη συζήτηση για την ευθύνη του Τύπου. Και μας θυμίζει τις, ουκ ολίγες, φορές που οι δημοσιεύσεις κάποιων ειδήσεων, συχνά από ανώνυμη πηγή, άλλαξαν την ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Περιπτώσεις όπως το Ουότεργκειτ που κόστισε την προεδρία στον Ρίτσαρντ Νίξον ή που επηρέασαν ακόμα και την πορεία πολέμων, ξεκινώντας με τη σημαντική επίδραση που είχε στη σύγκρουση του Βιετνάμ η δημοσίευση, το 1971, των λεγόμενων Pentagon Papers.
Σήμερα, η εξουσία είναι πάλι οργισμένη με τον Τύπο. Σύμφωνα με πηγή του Λευκού Οίκου, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν θύμωσε για τη διαρροή προς τους «New York Times» για τη βοήθεια που δίνουν οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες στους Ουκρανούς και έχουν καταφέρει καίρια χτυπήματα στον ρωσικό στρατό, μεταξύ των οποίων και στοχοποίηση ρώσων στρατηγών.
Μετά τη δημοσιοποίηση ο Μπάιντεν επέπληξε αυστηρά ανώτατα στελέχη της κυβέρνησής του, όπως ο υπουργός Αμυνας Λόιντ Οστιν, η επικεφαλής Εθνικής Ασφαλείας Αβρίλ Χέινς και ο διευθυντής της CIA Γουίλιαμ Μπερνς. Οπως ανέφερε δημοσίευμα, ο Μπάιντεν ανησυχεί πως οι αποκαλύψεις θα προκαλέσουν και άλλο τον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν. «Ο πρόεδρος δεν αισθάνεται ότι οι ειδήσεις αυτές ήταν εποικοδομητικές», σχολίασε η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου Τζεν Ψάκι.
Η λογική για τις σχέσεις εξουσίας – Τύπου είναι πάντα ίδια και οι «New York Times», όπου δημοσιεύθηκαν οι αποκαλύψεις οι οποίες εγείρουν ανησυχίες για τα αντίποινα του Πούτιν, έχουν εξηγήσει πολλές φορές πως λαμβάνουν τις συντακτικές αποφάσεις: εάν οι δημοσιογράφοι λάβουν πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές με άμεση γνώση των γεγονότων, πρώτα τις επαληθεύουν με άλλες πηγές και στη συνέχεια δημοσιεύονται, ακόμα κι αν η πηγή ζητήσει να παραμείνει ανώνυμη. Σε ορισμένες ιδιαίτερα σοβαρές ή ευαίσθητες περιστάσεις μπορεί να γίνει η επιλογή της μη δημοσίευσης, κάτι που είναι εξαιρετικά σπάνιο και αποτελεί επιλογή, πάντα, της ιδιοκτησίας ή της διεύθυνσης ενός μέσου.
Ετσι ήταν για περισσότερο από μισό αιώνα: στην περίπτωση των Pentagon Papers, το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών απέρριψε την προσπάθεια του προέδρου της εποχής, του Ρίτσαρντ Νίξον, να εμποδίσει τη δημοσίευση, επικαλούμενο την Πρώτη Τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος: εκείνη που εγγυάται την απόλυτη ελευθερία της έκφρασης. Αυτό εξηγεί γιατί, προς το παρόν, δεν έχει ασκηθεί έντονη κριτική στους «New York Times», μια εφημερίδα που αποτελεί συνήθη στόχο των συντηρητικών πολιτικών. Την ίδια ώρα ο Μπάιντεν και άλλα μέλη της κυβέρνησης αγωνίζονται να διαψεύσουν ότι υπάρχει ένα «βαθύ λαρύγγι». Χωρίς να μπορούν να διαψεύσουν τις αποκαλύψεις, κάνουν λόγο για «ορισμένες ανακρίβειες» θέλοντας να θολώσουν λίγο τα νερά.
Ομως κάτι έχει αρχίσει να αλλάζει κάτω από την επιφάνεια, γράφει ο ανταποκριτής της ιταλικής εφημερίδας «Corriere della Sera» στην Ουάσιγκτον. Κάποιες αντιδράσεις φαίνεται να εξαπλώνονται μεταξύ των δημοσιογράφων, που εκφράστηκαν εν μέρει και σε πρόσφατο άρθρο του Τόμας Φρίντμαν στους «New York Times». Υπάρχουν δημοσιογράφοι που θα ήθελαν να αποφευχθούν αυτές οι διαρροές, οι οποίες θεωρούν ότι μειώνουν την αξιοπιστία του Τύπου – που έχει ήδη χτυπηθεί από την εκστρατεία παραπληροφόρησης του Ντόναλντ Τραμπ – διότι πιστεύουν πως έτσι αποδεικνύεται η στενή σχέση με την εξουσία.
Ομως λόγω του μεγάλου ανταγωνισμού και της ταχύτητας του κύκλου των ειδήσεων, οι αποκαλύψεις είναι εκείνες που κάνουν τη διαφορά. Και έτσι τα ΜΜΕ διαγκωνίζονται για να τις εξασφαλίσουν, ακόμα και εάν τίθενται θέματα εθνικής ασφαλείας. Για παράδειγμα, το δίκτυο NBC αποκάλυψε όχι μόνο ότι τα δεδομένα για τη ρωσική ναυαρχίδα «Μόσχα» τα έδωσαν στους Ουκρανούς οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, αλλά ότι τους έδωσαν και πληροφορίες που οδήγησαν στην κατάρριψη μεταγωγικού αεροσκάφους γεμάτο ρώσους στρατιώτες.
Θα πρέπει οι πράξεις μιας κυβέρνησης να φέρνουν σε δύσκολη θέση τον Τύπο της χώρας; αναρωτιέται ο Τζακ Σάφερ στο Politico. «Τι πρέπει να σκεφτούμε για τη φράση κυβερνητικού στελέχους, ότι «οι ΗΠΑ παρέχουν πληροφορίες για να βοηθήσουν τους Ουκρανούς να υπερασπιστούν τη χώρα τους και όχι για να σκοτώσουν ρώσους στρατηγούς»;» γράφει. «Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τους πολίτες σαν ηλίθιους και ουσιαστικά τους ενθαρρύνει να αναζητήσουν την αλήθεια. Οταν δίνεις τόσα όπλα και τόσα δισεκατομμύρια δολάρια, δεν σκοπεύεις να κερδίσεις τον πόλεμο με κάθε τρόπο; Ως συνήθως, οι εφημερίδες έδωσαν μια πιο ακριβή περιγραφή τού τι κάνει η κυβέρνηση απ’ ό,τι η ίδια η κυβέρνηση».
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, με την απόλυτη δέσμευση της Αμερικής στο πλευρό του Κιέβου και το απρόβλεπτο των αντιδράσεων του Πούτιν, θέτει νέες προκλήσεις και για τα μέσα ενημέρωσης.