Όταν ξέσπασε η πανδημία του COVID-19 η Κίνα ήταν το επίκεντρο. Μάλιστα, για ένα διάστημα κάποιες δυτικές κυβερνήσεις ήλπιζαν ότι ο νέος κοροναϊός θα ήταν η αφετηρία για να δεχτεί ένα αποφασιστικό πλήγμα η Κίνα.
Βεβαίως σύντομα οι εικόνες από τη Γουχάν επισκιάστηκαν από τα προβλήματα σε όλο τον κόσμο και τα αλλεπάλληλα κύματα κρουσμάτων και θυμάτων στις αναπτυγμένες οικονομίες. Τότε, κατάφερε να ελέγξει σχετικά γρήγορα το «πρώτο κύμα», σφραγίζοντας ουσιαστικά τα σύνορά της, περιορίζοντας την πανδημία στο αρχικό σημείο και κινητοποιώντας μεγάλους πόρους ώστε να μπορέσει η πανδημία να έχει το μικρότερο δυνατό κόστος.
Έτσι για ένα διάστημα η Κίνα φάνηκε ότι μπορούσε να γίνει το θετικό αντιπαράδειγμα στη διαχείριση της πανδημίας, εφόσον φάνηκε να μπορεί να ελέγχει τη διασπορά και να περιορίζει ριζικά τα κρούσματα. Αργότερα, προστέθηκαν και τα εμβόλια, με την Κίνα να προκρίνει αρχικά εμβόλια αδρανοποίημένου ιού και όλα έδειχναν ότι είχε αποφύγει τα χειρότερα.
Μάλιστα, το κινεζικό κράτος και η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος πρόβαλλαν αυτή την εξέλιξη ως απόδειξη ότι το κινεζικό μοντέλο λειτουργεί αποτελεσματικότερα από το δυτικό.
Η στρατηγική zero–COVID
Παρότι ο χαρακτηρισμός zero-COVID προέρχεται από συζητήσεις για τη διαχείριση της πανδημίας σε δυτικές χώρες, εντούτοις το ρητό ή άρρητο πρότυπο ήταν πάντα η Κίνα. Οι ίδιοι οι Κινέζοι επέλεξαν από τον Αύγουστο του 2021 να ονομάζουν τη δική τους στρατηγική «δυναμική στρατηγική zero-COVID»
Θυμίζουμε ότι κατά βάση μια στρατηγική zero-COVID είναι μια στρατηγική που χρησιμοποιεί έναν συνδυασμό ανάμεσα στα πλήρη λοκντάουν, τα κλειστά σύνορα και τον μαζικό εμβολιασμό, ώστε να εξασφαλίσει ότι «σπάνε» όλες οι αλυσίδες μετάδοσης και στο τέλος ο ιός παύει πια να κυκλοφορεί στην κοινότητα. Δηλαδή, ο στόχος δεν είναι να μειωθεί η επίπτωση της πανδημίας αλλά να σταματήσει να κυκλοφορεί ο ιός.
Είναι μια στρατηγική που διαφέρει από αυτές που κυρίως επεδίωξαν να διαχειριστούν το ρυθμό διασποράς ώστε να προλάβουν με τον μαζικό εμβολιασμό να πετύχουν ένα επίπεδο αποφυγής της βαριάς νόσησης που θα μείωνε ριζικά τον αντίκτυπο της πανδημίας.
Για τους υποστηρικτές των στρατηγικών zero-COVID είναι ανεπίτρεπτο να συζητάμε μια τέτοια στρατηγική διαχείρισης της πανδημίας γιατί είναι ως να θεωρούμε ότι υπάρχει ένα αποδεκτό επίπεδο θνητότητας από τον κοροναϊό.
Πρότυπο ήταν πάντα η Κίνα της πρώτης φάσης και, εάν πάμε πιο πίσω στο χρόνο, πρότυπο είναι πάντα η αντιμετώπιση του SARS το 2003. Όμως, η διαφορά με τον SARS-COV-2 ήταν ότι ήταν λιγότερο μεταδοτικός, δεν είχε ασυμπτωματικούς και ήταν πολύ πιο εύκολο όντως να περιοριστεί μέχρι πλήρους εξάλειψης η διασπορά του.
Όμως, οι επικριτές των στρατηγικών zero-COVID υπογραμμίζουν ότι έχουμε να κάνουμε με έναν πολύ πιο μεταδοτικό ιό, με πολύ μεγαλύτερα ποσοστά ήπιων κρουσμάτων και ασυμπτωματικών και άρα είναι αδύνατο να διακοπούν όλες οι αλυσίδες μετάδοσης. Επιπλέον, υπογραμμίζουν ότι τέτοιες στρατηγικές μπορούν μόνο να εφαρμοστούν στα πολύ πρώιμα στάδια μιας επιδημίας, όταν δεν έχει υπάρξει μεγάλη διασπορά στην κοινότητα και όταν μπορούν πιο εύκολα να εντοπιστούν κρούσματα, να ιχνηλατηθούν και να απομονωθούν.
Από ένα σημείο και μετά η μεγάλη διασπορά σημαίνει ότι είναι αδύνατο να εφαρμοστεί μια τέτοια στρατηγική. Ούτε είναι εύκολο να πούμε ότι όλη η ανθρωπότητα θα κλειστεί στα σπίτια της για 15 μέρες. Η πραγματικότητα έδειξε ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού έπρεπε να μην κάθεται σπίτι, για να μπορούν να συνεχίζουν να ζουν οι κοινωνίες, όπως και ότι ο ιός, μεταλλασσόταν σε πιο μεταδοτικές μορφές που μπορούσαν να ξεπερνούν και τα όποια περιοριστικά μέτρα.
Γιατί η Κίνα επέλεξε μια zero–COVID στρατηγική
Για να κατανοήσουμε την εξαρχής προτίμηση της Κίνας σε μια τέτοια στρατηγική θα πρέπει να δούμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κινεζικού κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Όταν στην δεκαετία του 1980 η ηγεσία του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος πήρε τη στρατηγική απόφαση ότι η Κίνα χρειαζόταν μερικές δεκαετίες ταχείας καπιταλιστικής ανάπτυξης, για να εκσυγχρονιστεί και να «αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις», ταυτόχρονα πήρε και μια άλλη επιλογή (διαφέροντας εδώ από τις επιλογές του ΚΚΣΕ στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980): ότι δεν θα άλλαζε το πολιτικό σύστημα και το Κομμουνιστικό Κόμμα θα παρέμενε ο βασικός πυλώνας εξουσίας. Αυτό άλλωστε φάνηκε στη βίαιη και αιματηρή καταστολή της φοιτητικής (και από ένα σημείο και μετά και εργατικής) κινητοποίησης στην Τιεν Αν Μεν το 1989.
Όμως, αυτό δεν σήμαινε απλώς την κατοχή της εξουσίας. Σήμαινε ότι το κόμμα θα μπορούσε να λειτουργεί ως μηχανισμός εγγύησης της κοινωνικής συνοχής την οποία απειλούσαν οι κοινωνικές ανισότητες. Αυτό ήταν κάτι στο οποίο επένδυσε ιδιαίτερα και ο Σι Τζινπίνγκ όταν ανέβηκε στην εξουσία, πριν από περίπου δέκα χρόνια.
Την ίδια στιγμή βασικό στοιχείο της ιδεολογίας του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν ακριβώς ότι μπορούσε να οργανώσει μεγάλης κλίμακας μορφές κινητοποίησης ανθρώπων και πόρων για έναν συγκεκριμένο σκοπό.
Ακόμη περισσότερο το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα έχει περίπου «ιδεολογικοποιήσει» αυτή την αντίληψη ότι μπορεί να κάνει μεγάλα εγχειρήματα κοινωνικής (και όχι μόνο) μηχανικής: να αλλάζει τις συμπεριφορές των ανθρώπων με τον τρόπο που για παράδειγμα θεωρεί ότι θα μπορέσει να αλλάξει το φυσικό τοπίο, να τιθασεύσει την κλιματική αλλαγή, να κάνει το Πεκίνο να μην έχει ατμοσφαιρική ρύπανση στην Ολυμπιάδα κ.λπ.
Με αυτή την έννοια το να πετύχει να εξασφαλίσει ότι η Κίνα έχει τη μικρότερη δυνατή επίπτωση από την πανδημία, ήταν βασική στρατηγική για να διατηρήσει το Κόμμα την αποδοχή της κοινωνίας.
Και ύστερα ήρθε η Όμικρον…
Η στρατηγική φάνηκε να αποδίδει μέχρις ότου ήρθε η Όμικρον. Ενώ μέχρι τότε τα διάφορα διάσπαρτα κρούσματα και κλάστερ κρουσμάτων φαινόταν ότι μπορούσαν εύκολα να αντιμετωπίζονται, η πολύ πιο μεταδοτική παραλλαγή Όμικρον φάνηκε ότι μπορούσε να κάνει μεγάλα πανδημικά κύματα.
Και εάν στις υπόλοιπες χώρες, κυρίως της Δύσης, αυτό αντιμετωπίστηκε ως κάτι αναπόφευκτο και η έμφαση ήταν κυρίως στα υψηλά ποσοστά εμβολιασμού ώστε να περιορίζεται η πιθανότητα σοβαρής νόσησης και θανάτου, στην Κίνα η έμφαση παρέμεινε στη στρατηγική zero-COVID.
Σε αυτό συνετέλεσαν και εκτιμήσεις που έγιναν για την επίπτωση ενός μεγάλου πανδημικού κύματος, σε μια χώρα που εξακολουθούσε να έχει 52 εκατομμύρια ανεμβολίαστους ηλικιωμένους και όπου τον Απρίλιο μεγάλο ποσοστό ανθρώπων άνω των 60 δεν είχε κάνει αναμνηστικές δόσεις και στην οποία το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού δεν είχε έρθει σε επαφή με την πανδημία, σε αντίθεση με άλλες χώρες. Ο φόβος ήταν ότι χωρίς λήψη μέτρων αυτό θα μπορούσε να υπερκαλύψει πολλές φορές τις διαθέσιμες νοσοκομειακές υποδομές και να οδηγήσει ακόμη και σε 1,5 εκατομμύριο θανάτους.
Όμ0ως, αυτό σήμαινε πολύ περισσότερα, λοκντάουν, μεγαλύτερης διάρκειας και από ό,τι φαίνεται με χειρότερες συνθήκες, τουλάχιστον στη Σαγκάη, σε σχέση με το λοκντάτουν στη Γουχάν. Επιπλέον, δεν περιορίστηκε στη Σαγκάη, αλλά επεκτάθηκε και σε άλλες πόλεις. Επιπλέον, αυτή τη φορά, υπήρξαν αντιδράσεις. Ενώ στη Γουχάν υπήρξε μάλλον αποδοχή των μέτρων και ενεργητική συμμετοχή στην προσπάθεια εφαρμογής των μέτρων, τώρα υπήρξαν αντιδράσεις, διαμαρτυρίες και έντονη κριτική και αμφισβήτηση της εφαρμοζόμενης στρατηγικής.
Δύο γραμμές στην ηγεσία;
Ο ίδιος ο Σι Τζινπίνγκ έχει επενδύσει πολύ σε μια στρατηγική zero-COVID. Ας μην ξεχνάμε ότι το φθινόπωρο θα γίνει το συνέδριο του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος και εκεί θα ανανεωθεί για άλλα πέντε χρόνια η θητεία του (αφού επί των ημερών του εγκαταλείφθηκε η αρχή ότι ο γενικός γραμματέας πρέπει να έχει δικαίωμα μόνο σε δύο θητείες).
Όμως, η συνέχιση των περιοριστικών μέτρων δημιουργεί σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Για παράδειγμα για να μπορέσουν να ξεκινήσουν ξανά βιομηχανικές δραστηριότητες πρέπει οι εργοδότες να εξασφαλίσουν ότι οι εργαζόμενοι δεν θα εγκαταλείπουν ποτέ τον χώρο, ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα μόλυνσης. Όμως, σε επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν υπνωτήρια, αυτό δεν είναι εύκολο. Επιπλέον, στη Σαγκάη βρίσκεται και μεγάλο αριθμός ξένων επιχειρήσεων και ξένων επενδύσεων. Οι εφοδιαστικές αλυσίδες τους υφίστανται μεγάλες διαταράξεις από τα περιοριστικά μέτρα και ορισμένες αναγκάζονται να διακόψουν τη λειτουργία τους. Χαρακτηριστική και η εκτίμηση του ΠΟΥ ότι η Κίνα ακολουθεί μια μη βιώσιμη στρατηγική.
Η συνάντηση του 25μελούς πολιτικού γραφείου στις 29 Απριλίου, με την παράλληλη έμφαση στην οικονομία, φάνηκε στα μάτια αρκετών να παραπέμπει σε μια σχετική χαλάρωση των μέτρων ώστε να διευκολυνθεί η οικονομική δραστηριότητα. Όμως, λίγες μέρες μετά, η ανακοίνωση στις 5 Μαΐου της απόφασης της επταμελούς «μόνιμης επιτροπής» επανέφερε στο προσκήνιο την αυστηρή εφαρμογή των μέτρων, ενώ στις 9 Μαΐου ανακοινώθηκαν αυστηρότερα μέτρα και στην πρωτεύουσα. Αρκετοί θεώρησαν ότι αυτό παρέπεμπε και στην ύπαρξη μιας διχογνωμίας εντός της ηγεσίας.
Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι η ισορροπία που αναζητά ο Σι Τζινπίνγκ ανάμεσα στην πολιτική zero-COVID και την ανάγκη να περιοριστεί το κόστος από τα περιοριστικά μέτρα δεν είναι και η πιο εύκολη. Άλλωστε, δύο χρόνια σχεδόν ρητορικής που επικέντρωσε στη δυνατότητα πλήρους εξάλειψης του ιού και η οποία φάνηκε συγκυριακά να αποδίδει, δεν είναι εύκολο να αντικατασταθούν από μια ρητορική συνύπαρξης με τον ιό, που θα σημαίνει και περισσότερα θύματα. Βεβαίως την ίδια στιγμή δεν είναι και καθόλου δεδομένο ότι θα μπορέσει και να αποδώσει η στρατηγική της διαρκούς αλληλουχίας «σκληρών» λοκντάουν.