To δρόμο για την επιστροφή στη φυλακή των δύο κατηγορουμένων που δικάζονται σε δεύτερο βαθμό για το βιασμό και τη δολοφονία της φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη έδειξε η εισαγγελέας του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών Ευσταθία Καμπαγιάννη ζητώντας από τους τακτικούς δικαστές και τους ενόρκους να κηρύξουν ενόχους και τους δυο δράστες.
Σε πρώτο βαθμό και οι δύο κατηγορούμενοι έχουν κριθεί ένοχοι για τη μαρτυρική δολοφονία που επιφύλαξαν στο θύμα τους και έχουν καταδικαστεί σε ισόβια και επιπλέον 15 χρόνια κάθειρξη ο καθένας.
Παρούσα σήμερα στο δικαστήριο ήταν και η οικογένεια της Ελένης Τοπαλούδη με τη μητέρα της κοπέλας να ξεσπά σε βάρος των κατηγορουμένων για το ανεπανόρθωτο κακό που προκάλεσαν στην κόρη της .
Η εισαγγελική λειτουργός αφού περιέγραψε τη συνάντηση του θύματος με τους θύτες αναφέρθηκε στο μήνυμα που έστειλε η Ελένη Τοπαλούδη στη φίλη της γράφοντας της «πάρε με σε μια ώρα τηλέφωνο». «Το μήνυμα αυτό σημαίνει για μένα ότι «δεν περνάω καλά, κάτι συμβαίνει». Είχε ένστικτο. Παρά την αντίθετη βούληση της και με την άσκηση σωματικής βίας προχώρησαν μαζί της διαδοχικά σε συνουσία. Η άσκηση βίας αποδεικνύεται από τις αμυχές στο κορμί της, τις κακώσεις, τα σημάδια από τα μαχαίρια. Οι κακώσεις έγιναν εν ζωή. Η μη ύπαρξη κακώσεων στα γεννητικά όργανα δεν προβληματίζει αφού έμεινε για αρκετή ώρα στο νερό. Το κορίτσι προσπάθησε να αντισταθεί και προειδοποίησε ότι θα τους καταγγείλει» τόνισε η εισαγγελέας.
Η στάση αυτή της Ελένης ήταν που χτύπησε το «καμπανάκι» στο μυαλό των δυο κατηγορούμενων, οι οποίοι «σκεπτόμενοι τις συνέπειες αυτού της κατάφεραν πλήγματα στο κεφάλι με σίδερο προκαλώντας της αιμορραγία και οίδημα. Οι κατηγορούμενοι αντιλαμβανόμενοι την κατάσταση τη μετέφεραν στο μπάνιο κι εκείνη αιμορραγούσε ακατάσχετα. Όταν είδαν την κρισιμότητα της κατάστασης την μετέφεραν στο αυτοκίνητο».
Σύμφωνα με την εισαγγελέα, «για τη μεταφορά είναι βέβαιο ότι απαιτούνταν δυο άτομα αφού το κορίτσι δεν θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Αντί την ύστατη στιγμή να τη βοηθήσουν, την οδήγησαν σε ερημική παραλία. Σταμάτησαν σε ένα πλάτωμα. Έριξαν την Ελενη ζωντανή στη θάλασσα για να μην εντοπιστεί ποτέ και να πεθάνει εκεί. Και οι δυο σήκωσαν το σώμα, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς τους. Προκύπτει από την κατάθεση του ιατροδικαστή ότι ενόψει ότι η Ελενη ήταν ψηλή κοπέλα και βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση και δεν ήταν δυνατόν να την σηκώσει κάποιος μόνος. Ούτε υπάρχουν σημάδια από σύρσιμο επάνω της. Τεκμαίρεται ότι συνεργάστηκαν και οι δυο για να πετάξουν την Ελενη στη θάλασσα».
Οι κατηγορούμενοι -σύμφωνα με την εισαγγελέα- επέστρεψαν στο σπίτι για να καθαρίσουν το φορτηγάκι, το σπίτι και να μαζέψουν τα προσωπικά αντικείμενα της κοπέλας. Σε 40-45 λεπτά εντοπίστηκαν ξανά στο ίδιο σημείο που έριξαν την Ελενη για να ξεφορτωθούν τα πράγματα της. Όμως πολλά κόλλησαν στη βλάστηση γιατί ο γκρεμός δεν ήταν κάθετος.
Τα σκισμένα ρούχα της Ελένης καταδεικνύουν την υπέρμετρη πάλη που προηγήθηκε κατά την εισαγγελέα, η οποία πρόσθεσε πως «αν η Ελενη συμμετείχε σε αυτό το σκηνικό οικεία βουλήσει θα ζούσε ακόμα και δεν υπήρχε λόγος για όλο αυτό που έγινε».
Καταλήγοντας η εισαγγελέας ανέφερε: «Η ανθρωποκτονία τελέστηκε και από τους δυο προκειμένου να σωπάσει η κοπέλα. Αν κάποιος δεν ήθελε, θα καλούσε σε βοήθεια. Η γιαγιά και ο παππούς του ενός ήταν στο ισόγειο. Όλες οι μετέπειτα ενέργειες τους αποδεικνύουν ότι έγιναν όλα από κοινού».