Οταν «Το Βήμα» συνάντησε τη Ρομπέρτα Μετσόλα στο γραφείο της, στον 15ο όροφο του κτιρίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο, το μεσημέρι της περασμένης Τρίτης, η εκ Μάλτας ορμώμενη νέα πρόεδρος του Σώματος παρακολουθούσε την εξέλιξη της ψηφοφορίας στην Ολομέλεια επί της έκθεσης νομοθετικής πρωτοβουλίας με την οποία προτείνεται, για πρώτη φορά, η εκλογή ενός αριθμού βουλευτών από πανευρωπαϊκό ψηφοδέλτιο. «Είναι κάτι πολύ σημαντικό» μας λέει προτού η συζήτησή μας εισέλθει στις τρέχουσες σοβαρές εξελίξεις που συγκλονίζουν την ευρωπαϊκή ήπειρο και τον κόσμο ολόκληρο – δηλαδή τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αλλωστε, σε λιγότερο από 24 ώρες μετά τη συνάντησή μας με την κυρία Μετσόλα, η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανακοίνωνε από τη βήμα της Ευρωβουλής το έκτο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας με βασικότερο μέτρο τη σταδιακή επιβολή εμπάργκο στις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου.
Η 43χρονη και προερχόμενη από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) πολιτικός γεννήθηκε το 1979. Ανέλαβε επισήμως τα καθήκοντά της ως πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 18 Ιανουαρίου 2022, διαδεχόμενη τον αδικοχαμένο Νταβίντ Σασόλι. Αν οι συμπτώσεις παίζουν στη ζωή κάποιον ρόλο, τότε η σύμπτωση ότι στις 18 Ιανουαρίου είναι και η ημερομηνία γέννησής της ίσως αποτελεί κάποιον οιωνό. Σχεδόν όμως έναν μήνα μετά την ανάληψη των καθηκόντων της συνέβη το γεγονός που άλλαξε άρδην τα δεδομένα διεθνώς: η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου. Και την 1η Απριλίου η Ρομπέρτα Μετσόλα έγινε η πρώτη κοινοτική αξιωματούχος που επισκεπτόταν το Κίεβο, ευρισκόμενο ακόμη υπό πολιορκία, για να συναντηθεί με τον ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Οι κυρώσεις έχουν τρύπες και η Μόσχα τις εκμεταλλεύεται
«Φθάσαμε στο Κίεβο που ήταν ακόμη περικυκλωμένο, υπό υψηλή προστασία. Ηταν μία ημέρα συννεφιασμένη, η πόλη ήταν έρημη και για εμένα η εικόνα ήταν σοκαριστική» μας λέει. «Ολα αυτά όμως ξεχάστηκαν όταν εισήλθαμε στο κτίριο του Κοινοβουλίου. Είδαμε εκεί εκατοντάδες βουλευτές να μιλούν στις ομάδες τους ή σε δημοσιογράφους. Συνάντησα τους επικεφαλής όλων των πολιτικών ομάδων και ήταν εντυπωσιακό να παρατηρεί κανείς το σθένος, την ανθεκτικότητα και την ενότητα. Ηταν κάτι γνήσιο» προσθέτει. Η συνάντησή της με τον κ. Ζελένσκι διήρκεσε περίπου 45 λεπτά. «Το ηθικό του ήταν πολύ υψηλό και η ομάδα γύρω του πολύ καλά προετοιμασμένη. Θυμάμαι», λέει, «όταν μου είπε ότι επρόκειτο να υποβάλει αίτημα ένταξης στην ΕΕ διότι το 97% των Ουκρανών θέλουν να ενταχθούν, ενώ μου τόνισε με έμφαση ότι οι Ουκρανοί πολεμούν εκ μέρους της Ευρώπης».
Λίγες ώρες μετά την αναχώρησή της από το Κίεβο, η κυρία Μετσόλα είδε τις πρώτες φωτογραφίες δολοφονημένων πολιτών στην πόλη Μπούτσα. «Ηταν το ίδιο βράδυ» θυμάται. Πρόκειται για κάτι «που απαιτεί μία απάντηση από εμάς» λέει και μας επισημαίνει πόσο γρήγορα κινήθηκε η ΕΕ στην επιβολή νέων κυρώσεων αμέσως μετά. «Είναι αυτό αρκετό;» αναρωτιέται. «Φυσικά και όχι» απαντά αμέσως. «Εξακολουθούμε να χρηματοδοτούμε, άμεσα ή έμμεσα, αυτόν τον πόλεμο, τα πακέτα κυρώσεων που έχουμε υιοθετήσει έχουν τρύπες, άρα δεν εφαρμόζονται παντού, και η Μόσχα τις εκμεταλλεύεται. Μέχρι να αποκόψουμε τους «εαυτούς» μας πλήρως από την εξάρτησή μας από το ρωσικό αέριο δεν θα μπορούμε να κοιτάξουμε μπροστά ως Ενωση» εξηγεί.
Ο ρόλος και η στάση της Τουρκίας
Δύσκολα μπορεί να αγνοηθεί στο σημείο αυτό η περίπτωση της Τουρκίας που δεν εφαρμόζει τις κυρώσεις και επιδιώκει να εμφανιστεί ως κομβικός διαμεσολαβητής, ενώ παράλληλα συνεχίζει τις αναθεωρητικές συμπεριφορές έναντι ενός νατοϊκού συμμάχου όπως η Ελλάδα. «Υπάρχουν χώρες που φιλοδοξούν να ενταχθούν στην ΕΕ και πρέπει να μας δείξουν ότι πληρούν τα κριτήρια. Οσες «κλείνουν το μάτι», πρέπει να καταλάβουν ότι αυτό δεν επιτρέπεται. Το μήνυμα είναι σαφές. Εκτιμούμε κάθε προσπάθεια αποκλιμάκωσης και διαπραγμάτευσης, αλλά τα θεμελιώδη ζητήματα παραμένουν: ανθρώπινα δικαιώματα, αξίες και δημοκρατία, σεβασμός της εδαφικής ακεραιότητας. Δεν μπορούν να τίθενται εν αμφιβόλω αυτά τα θέματα» ξεκαθαρίζει.
Η δύσκολη εξίσωση της ενεργειακής κρίσης
Αναμφίβολα, η ενέργεια και το υψηλό της κόστος αναδεικνύεται σε ζήτημα-κλειδί. «Εξαρτάται από εμάς ώστε να μη διαρραγεί η ενότητα της ΕΕ. Αν κοιτάξουμε προς την άλλη πλευρά, όπως κάναμε επί χρόνια, και αφήσουμε κενά στη μάχη μας υπέρ της δημοκρατία – διότι ας μην ξεχνάμε ότι όλα έχουν σχέση με αυτό – θα έχουμε πρόβλημα. Φυσικά», προσθέτει η πρόεδρος της Ευρωβουλής, «κάθε χώρα έχει τη δική της πραγματικότητα, αλλά χάσαμε 10 χρόνια συζητώντας για την ενεργειακή ένωση ή σκεπτόμενοι ότι η εξάρτηση από τη Ρωσία μπορεί να συνεχίζεται. Να εξηγήσουμε στους πολίτες μας ότι υπάρχουν τρόποι να καταμεριστεί το φορτίο και ότι θα τους προστατέψουμε από τις επιπτώσεις του ενεργειακού κόστους. Ολα αυτά απαιτούν απαντήσεις όπως αυτές που δώσαμε με την πανδημία, κυρίως με το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και με αδιάθετα κονδύλια από τα διαρθρωτικά ταμεία και το Ταμείο Συνοχής».
Οι επόμενες τρεις εβδομάδες θα είναι πάντως πολύ πυκνές στο θέμα της ενέργειας «με ορίζοντα το επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στα τέλη Μαΐου» μας λέει. «Πρέπει να λύσουμε τα άμεσα προβλήματα με βασικότερο τον τρόπο που θα διασφαλίσουμε τις ποσότητες ενέργειας που έχουμε ανάγκη χωρίς να μεταφέρουμε το βάρος στα φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας. Τα κράτη-μέλη έχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με το αν πρέπει να επιβληθεί πλαφόν στις τιμές ή αν θα έπρεπε να βοηθηθούν άμεσα οι πιο ευάλωτοι. Υπάρχει ένα πράγμα που δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να συμβεί» υπογραμμίζει. «Να κοιτάξει ο Πούτιν προς την Ευρώπη και να πει: «Βλέπετε, κέρδισα επειδή δεν μπορούν να συμφωνήσουν»».
«Δεν θα έλεγα ότι είχαμε αφήσει πίσω μας τον λαϊκισμό»
Ο κίνδυνος για μία μακρά οικονομική αστάθεια, με υψηλό πληθωρισμό, έχει αναδειχθεί από διάφορες πλευρές ως πρόσφορο έδαφος για επιστροφή του λαϊκισμού που έμοιαζε να υποχωρεί. «Δεν θα έλεγα ότι είχαμε αφήσει πίσω μας τον λαϊκισμό» μας λέει η Ρομπέρτα Μετσόλα χωρίς να κρύβει τον προβληματισμό της. «Βλέπουμε ήδη μία άνοδο του αφηγήματος αυτού στις χώρες της Βαλτικής που απειλούνται και από τη ρωσική ανάμιξη. Το παρακολουθούμε διότι συνιστά απειλή για την κυβερνητική και δημοκρατική σταθερότητα και θα μπορούσε να προκαλέσει ρήγμα σε μία περίοδο που έχουμε ανάγκη από ενότητα» λέει. Το αποτέλεσμα των γαλλικών προεδρικών εκλογών και η επανεκλογή του Εμανουέλ Μακρόν προσέφεραν μία ανακούφιση. «Η Ευρώπη βρέθηκε στο επίκεντρο και το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι διαφορετικό. Πρέπει όμως να παίρνουμε τα μαθήματά μας. Το είδαμε αυτό κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Υπάρχει ένα μέρος του πληθυσμού της υπαίθρου που αισθάνεται απογοήτευση με τα αστικά κέντρα επειδή αυτά αγνοούν τι συμβαίνει πέρα από τα ίδια. Βλέπουμε επίσης τη σύνδεση λαϊκισμού και μετανάστευσης. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να περάσει κι άλλος χρόνος και έχουμε πάλι εκλογές, όταν θα υποχρεωθούμε πάλι να πούμε ότι δεν κάναμε τίποτα για την επίδειξη αλληλεγγύης προς τις χώρες της Νότιας Ευρώπης. Και το ίδιο ισχύει για την «Πράσινη Συμφωνία», το επονομαζόμενο «Fit for 55″. Πρέπει», καταλήγει, «να πείσουμε τους νέους ψηφοφόρους να κοιτάξουν προς την Ευρώπη και να πουν ότι όσα δεν μπορούν να συμβούν σε εθνικό επίπεδο, θα πραγματοποιηθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο».
Αποκλιμάκωση αλλά όχι με το κόστος της αρπαγής εδαφών
Ενα ερώτημα που κυκλοφορεί σε πολλά χείλη είναι αν υπό τις παρούσες συνθήκες υπάρχει δυνατότητα εξεύρεσης διπλωματικής λύσης. «Η κατάσταση μεταβάλλεται ημέρα με την ημέρα. Βλέπουμε αύξηση της έντασης των βομβαρδισμών από το ρωσικό πυροβολικό και τους Ουκρανούς να δείχνουν τεράστια γενναιότητα. Είναι δε πολύ καλό που η Ευρωπαϊκή Ενωση επιτέλους μπήκε στο παιχνίδι και προσέφερε τον αναγκαίο εξοπλισμό. Πρέπει πάντα να υποστηρίζουμε την αποκλιμάκωση και την εκεχειρία, αλλά όχι με το κόστος αρπαγής περισσότερων εδαφών. Δεν μπορεί να υπάρξει διαπραγμάτευση όταν τα όπλα είναι στραμμένα προς τη μία κατεύθυνση» τονίζει χωρίς περιστροφές.
Το Κίεβο έχει εκφράσει την επιθυμία του για ένταξη στην ΕΕ και μάλιστα με ταχεία διαδικασία. Η κυρία Μετσόλα είχε γίνει αποδέκτης του αιτήματος κατά τη συνάντησή της με τον κ. Ζελένσκι πριν από την κατάθεση του επίσημου αιτήματος. Πρόκειται για ένα ζήτημα επί του οποίου αναμένεται η γνώμη της Επιτροπής με ορίζοντα τον προσεχή Ιούνιο. «Κάθε χώρα που φιλοδοξεί να ενταχθεί ακολουθεί τη δική της οδό και δεν μπορούμε να αποστρέφουμε το βλέμμα από όσες βρίσκονται στον σωστό δρόμο. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχουμε ενώπιόν μας μία ειδική κατάσταση εξαιτίας του πολέμου. Και η Ουκρανία πολεμάει τον δικό μας πόλεμο. Επαφίεται λοιπόν σε εμάς να διασφαλίσουμε ότι στο άμεσο μέλλον θα εντοπίσουμε εκείνα τα εργαλεία όπως π.χ. η πρόσβαση σε προενταξιακά κονδύλια, σε διαρθρωτικές πρωτοβουλίες, σε κονδύλια για τις μεταφορές ή για την ψηφιοποίηση που θα μπορούσαν να ενταχθούν στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πορείας. Θα έστελναν δε», προσθέτει, «ένα απτό μήνυμα ότι δεν ακούμε απλώς το ουκρανικό αίτημα αλλά όταν το 97% του πληθυσμού της χώρας λέει ότι θέλει να ενταχθεί στην ΕΕ να μπορέσουμε να τους κοιτάξουμε στα μάτια και να πούμε ότι έχουμε ανοίξει την αγκαλιά μας».
«Δεν μπορούμε να περιμένουμε από κάποιον άλλον να πολεμήσει για τη δημοκρατία»
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έδωσε νέα ώθηση στην πολυδιαφημισμένη «στρατηγική αυτονομία» – έναν όρο που αν και δεν περιορίζεται στην άμυνα, δίνει μεγάλη έμφαση στην ενδυνάμωση του «αμυντικού αποτυπώματος» της Ενωσης. Η προσφάτως δημοσιευμένη Στρατηγική Πυξίδα συνιστά το πιο απτό δείγμα της νέας κινητοποίησης, μαζί φυσικά με την ενεργοποίηση του εργαλείου European Peace Facility που επέτρεψε την αποστολή όπλων στην Ουκρανία. «Είχαμε μία πολύ καλή συζήτηση πριν από μερικές ημέρες μεταξύ της Διάσκεψης των προέδρων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ» μας θυμίζει η κυρία Μετσόλα. «Δεν πρόκειται, ως ΕΕ, να ανταγωνιστούμε το ΝΑΤΟ, επειδή εκείνο είναι μία στρατιωτική συμμαχία στην οποία συμμετέχουν επίσης οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και ο Καναδάς. Αυτό που εμείς οι Ευρωπαίοι καταλάβαμε μετά από όσα συνέβησαν το προηγούμενο καλοκαίρι με το Αφγανιστάν είναι ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε από κάποιον άλλον να πολεμήσει για τη δημοκρατία. Αφορά εμάς και οι πολίτες το ζητούν από εμάς. Πρέπει επίσης να δούμε πέραν των όσων σημαίνει η στρατηγική οικονομία από οικονομικής πλευράς, ιδιαίτερα λόγω της ανόδου της Κίνας. Πρέπει», διευκρινίζει, «να διασφαλίσουμε ότι μπορούμε να αμυνθούμε και να ανταποκριθούμε σε αυτή την πρόκληση. Και οι Συνθήκες περιέχουν τα μέσα για αυτό».