Το όραμα της Κατερίνας Γρέγου για το ΕΜΣΤ είναι φιλόδοξο και σίγουρα βάζει το «πολύπαθο» μουσείο – ένα από τα επίθετα που του έχουν αποδοθεί μέσα στα χρόνια της (ημι)λειτουργίας του – σε μια νέα, δημιουργική τροχιά που όλοι ευελπιστούμε ότι θα το καταστήσει και επί της ουσίας τον πιο σημαντικό θεσμό σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα. Με μεγάλη εμπειρία στο εξωτερικό και συνεργασίες με θεσμούς και ιδρύματα στην Ευρώπη, παρουσίασε τον περασμένο μήνα, έναν χρόνο περίπου απ’ όταν ανέλαβε τα καθήκοντά της, ένα πρόγραμμα επτά εκθέσεων μόνο για τη χρονιά που διανύουμε (η αρχή με την έκθεση του Δημήτρη Τσουμπλέκα «Αμαζόνιος We are sailing with a corpse in the cargo» εκτός των τειχών του μουσείου στο παλιό εργαστήριο του Νίκου Κεσσανλή και της Χρύσας Ρωμανού στο κτήμα τους στο Μαρούσι, ως τις 7/7) και τα σχέδιά της που θα κάνουν ιδανικά το ΕΜΣΤ ένα δυναμικό μουσείο αναφοράς στη Μεσόγειο αλλά και διεθνώς.
Το EMΣT έχει ως στόχο να φέρει τη σύγχρονη τέχνη και τον οπτικό πολιτισμό κοντά σε ένα ευρύτερο κοινό. Πώς θα επιδιώξετε να το καταφέρετε στην Ελλάδα όπου, πέρα από έναν μικρό αριθμό φιλοτέχνων που παρακολουθούν τα δρώμενα, ο περισσότερος κόσμος βλέπει σύγχρονη τέχνη μόνο όταν συνδέεται με πολύ ηχηρά ονόματα;
«Δεν συμφωνώ καθόλου με αυτό που λέτε. Πολλές μεγάλες ομαδικές εκθέσεις τα τελευταία χρόνια είχαν μεγάλη προσέλευση και απευθύνθηκαν σε κοινό πολύ ευρύτερο από τους λίγους φιλοτέχνους (π.χ. η Μπιενάλε Αθήνας, εκθέσεις του ΝΕΟΝ). Υπάρχει επίσης μία μερίδα του πληθυσμού – ένα κοινό εν δυνάμει καλλιεργημένο με περιέργεια για τα πολιτιστικά – αλλά ίσως με διαστρεβλωμένη εικόνα για τη σύγχρονη τέχνη. Και για να κάνω εδώ μια αυτοκριτική, ο χώρος της τέχνης, ενίοτε, μπορεί να είναι ομφαλοσκοπικός και σνομπ και πολλές φορές αυτό φοβίζει. Αρα στο ΕΜΣΤ θέλουμε να γίνουμε πιο προσιτοί, πιο ανοικτοί και πιο φιλόξενοι και να φέρουμε αυτό το κοινό πιο κοντά μας. Υπάρχει μια ελπιδοφόρα άνθηση στον σύγχρονο πολιτισμό στη χώρα μας. Θεωρώ ότι το μουσείο ως ο μεγαλύτερος δημόσιος φορέας σύγχρονης τέχνης μπορεί και οφείλει όχι απλώς να συμμετέχει σε αυτή την άνθηση που υπάρχει τώρα αλλά να ηγηθεί και να γίνει ρυθμιστής της. Αυτός είναι ο ρόλος του Δημοσίου και πιστεύω ότι επιτυγχάνεται με συστηματική δουλειά που πρέπει να γίνει – και ήδη γίνεται – σε πολλά επίπεδα, όπως στην επικοινωνία, στο mediation (διαμεσολάβηση) αλλά κυρίως με έναν τρόπο: με δυνατές εκθέσεις, πλούσιες τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη μορφή τους, με θέματα που αφορούν τους πολίτες γενικότερα (και όχι το 1% του πληθυσμού ή του χώρου της τέχνης), με έργα που επιστρέφουν στον θεατή τους τον σεβασμό που ζητούν από αυτόν. Επιπλέον, για να επιτύχουμε αυτή την προσέλευση χρειάζεται να καλλιεργήσουμε και τον κριτικό διάλογο».
Είναι εφικτό να συνδυαστεί ένα εκθεσιακό πρόγραμμα υψηλών προδιαγραφών ποιότητας με ουρές επισκεπτών έξω από το μουσείο; Πώς ιεραρχείτε τις προτεραιότητές σας;
«Η ερώτησή σας βασίζεται νομίζω σε ένα στερεότυπο: ότι η τέχνη αφορά τους λίγους. Θα σας απαντήσω με ανάλογο τρόπο, αν η τέχνη έχει κάτι ουσιαστικό να παρουσιάσει και να πει, το κοινό θα το καταλάβει και θα το εκτιμήσει. Ως μουσείο σύγχρονης τέχνης, η προτεραιότητα είναι πάντα το περιεχόμενο, εκθέσεις και δράσεις, που αναπτύσσουν αφηγήσεις και προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν το πολυσύνθετο και διαρκώς επιταχυνόμενο παρόν μας. Παράλληλα, στόχος του ΕΜΣΤ είναι να συνεισφέρει να κατανοήσουμε το παρελθόν, κοιτώντας το από την οπτική γωνία του παρόντος, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον».
Σκοπεύετε να συνεργαστείτε με άλλους δημόσιους φορείς, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς και artist run spaces;
«Φυσικά, και το κάνουμε ήδη, στο πλαίσιο μιας πιο εξωστρεφούς παρουσίας του ΕΜΣΤ εντός και εκτός Ελλάδος. Ηδη συζητάμε μια έκθεση με το MoMus στο πλαίσιο της επόμενης Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης με τις συλλογές μας. Το καλοκαίρι θα συνεχιστεί η συνεργασία που είχα προσωπικά με το μη κερδοσκοπικό ίδρυμα Schwarz, σε θεσμικό πλαίσιο πια. Οσον αφορά τις συνεργασίες με το εξωτερικό, θα ήθελα να αναφέρω την έκθεση του Αντώνη Πίττα jaune, geel, gelb, yellow που γίνεται σε συνεργασία με το Centraal Museum στην Ουτρέχτη, το οποίο μας δανείζει για την έκθεση μια σειρά έργων του σημαντικού καλλιτέχνη του De Stijl, Theo Van Doesburg, δουλειά του οποίου παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Και του χρόνου συνεργαζόμαστε με τη Philarmonie de Paris για τη μεγάλη αναδρομική έκθεση του Ιάνη Ξενάκη στο ΕΜΣΤ».
Το όραμά σας είναι φιλόδοξο και βασίζεται στον προϋπολογισμό των 9.204.854 € προκειμένου να υλοποιηθεί. Ωστόσο, τα 5.204.500 € προέρχονται από τα ταμειακά διαθέσιμα των προηγούμενων ετών. Τι θα γίνει όταν αυτά εξαντληθούν, ποια δέσμευση έχετε από το υπουργείο για τη στήριξη των μελλοντικών σχεδίων σας; Εχετε back up plan ανεύρεσης πόρων;
«Στοχεύουμε στην εξασφάλιση ιδίων πόρων, αυτό είναι σίγουρο. Αλλωστε το πολύπλευρο πρόγραμμά μας είναι μια ευκαιρία να αυξηθεί τόσο η επισκεψιμότητα του μουσείου, και συνεπώς οι χρηματικές εισροές, εφόσον πέραν από τις πωλήσεις, τα εισιτήρια και την εμπορική εκμετάλλευση των χώρων μας, προσβλέπουμε και στην αύξηση του ιδιωτικού ενδιαφέροντος για τη χρηματική ενίσχυση των δράσεων του μουσείου ακόμα και μέσα από σχήματα συγκεκριμένων ομάδων υποστηρικτικών που πρόκειται είτε να ενεργοποιήσουμε είτε να συστήσουμε από την αρχή. Επιπλέον, το μουσείο ξεκινά να αναζητεί και να εξασφαλίζει πόρους από τα χρηματοδοτούμενα προγράμματα. Εχει δρομολογηθεί και το συμμάζεμα και η εξοικονόμηση των δαπανών. Εδώ επιπλέον πρέπει να τονίσουμε ότι αυτά τα 9 εκατομμύρια μπορεί να ακούγονται «φιλόδοξα», αλλά επί της ουσίας ανταποκρίνονται στις ανάγκες ενός μουσείου με το μέγεθος, τους χώρους και το προσωπικό του ΕΜΣΤ. Το νούμερο βασίζεται σε μια συγκριτική μελέτη των οικονομικών που έκανα σε 10 ανάλογα ευρωπαϊκά μουσεία σε Βαρκελώνη, Ρώμη, Ζάγκρεμπ, Ελσίνκι κ.ά. Τέλος, στη συνέντευξη Τύπου που έγινε πρόσφατα, ο υφυπουργός για θέματα Σύγχρονου Πολιτισμού κ. Γιατρομανωλάκης τόνισε τη δέσμευση του υπουργείου για τη διατήρηση του υψηλού προϋπολογισμού του ΕΜΣΤ και τη στήριξή του στα μελλοντικά μας σχέδια, εξασφαλίζοντας έτσι τη συνέχεια που είναι τόσο απαραίτητη για ένα μουσείο να εκπληρώσει τον ρόλο του και να αφήσει συνεχιζόμενο στίγμα».
Είστε η πρώτη επικεφαλής στο ΕΜΣΤ που έχετε συμβούλους καλλιτεχνικής διεύθυνσης. Ποιο ήταν το έρεισμα για αυτή την απόφαση;
«Ομολογώ ότι μου προκαλεί κατάπληξη το γεγονός ότι ενώ ανακοινώσαμε τόσες ανανεωτικές αλλαγές: μια νέα συγκροτημένη δήλωση αποστολής (mission statement), νέα πολιτική συλλογής, τη δέσμευση του μουσείου να αμείβει τους καλλιτέχνες, ένα πλούσιο καλλιτεχνικό πρόγραμμα, με επτά περιοδικές εκθέσεις, τη σημαντική δωρεά 140 έργων από τη Συλλογή Δασκαλόπουλου – μεταξύ άλλων -, περισσότερος λόγος έχει γίνει και μελάνι έχει χυθεί για τον ρόλο των συμβούλων. Κατ’ αρχάς, ο ρόλος των συμβούλων της Καλλιτεχνικής Διευθύντριας είναι απολύτως έννομος, καθορίζεται στο άρθρο 2 παρ. 1Κ) ν. 2557/1997 (ιδρυτικός νόμος του μουσείου). Το ΕΜΣΤ, ως γνωρίζετε, έχει μεγάλη έλλειψη σε επιστημονικό προσωπικό για ένα μουσείο του μεγέθους του. Συνεπώς, οι σύμβουλοι – όλοι τους εξαιρετικοί επιστήμονες στον τομέα τους (επιμέλεια, εκδόσεις, και σχεδιασμός εκθέσεων) – έρχονται να βοηθήσουν στο να καλυφθεί αυτό το κενό και να συμπληρώσουνε το καλλιτεχνικό έργο. Δουλεύουμε όλοι μαζί για έναν στόχο. Επιπλέον, οι σύμβουλοι δεν είναι μόνιμοι υπάλληλοι, ούτε απειλούν τη μονιμότητα των εργαζομένων του ΕΜΣΤ. Θα αποχωρήσουν όταν αποχωρήσω και εγώ. Τέλος, το ΕΜΣΤ δεν αποτελεί τον πρώτο φορέα γενικής κυβέρνησης που διαθέτει συμβούλους, πρόκειται για συνήθη πρακτική που εφαρμόζεται εδώ και χρόνια. Η καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών έχει επίσης συμβούλους. Δεν θυμάμαι να είχε γίνει τόσο μεγάλο θέμα συζήτησης όταν ανέλαβαν εκείνοι, όσο έχει γίνει με το ΕΜΣΤ τώρα».
Ο στόχος σας είναι να υπηρετήσετε την ελληνική σύγχρονη τέχνη σε όλο το εύρος της και να την καταστήσετε μοχλό γνώσης ακόμα και γύρω από θέματα που μπορεί να παραγκωνίζονται ή και να αποσιωπούνται. Σας προβληματίζει η προοπτική της λογοκρισίας, φαινόμενο όχι άγνωστο στην Ελλάδα, ιδίως από τη στιγμή που είστε διευθύντρια σε ένα μουσείο με εθνικό χαρακτήρα;
«Οπως ίσως θυμάστε, το 2011 ήμουν επιμελήτρια του περιπτέρου της Δανίας στην Μπιενάλε της Βενετίας και το θέμα της έκθεσης εκείνης – με τίτλο Speech Matters – ήταν ακριβώς για την ελευθερία του λόγου, σε μια εποχή που εξαιτίας της δημοσίευσης των σκίτσων του Μωάμεθ στη δανέζικη εφημερίδα «Jyllands-Posten», η απόφαση αυτή δεν ήταν καθόλου ανώδυνη, πόσω μάλλον για το δανέζικο υπουργείο Πολιτισμού που δέχτηκε την πρότασή μου. Εξάλλου, τον περασμένο Ιανουάριο συνδιοργανώσαμε με το Πάντειο Πανεπιστήμιο μια συζήτηση στρογγυλής τράπεζας με θέμα τη λογοκρισία. Το θέμα της λογοκρισίας λοιπόν είναι πολύ σημαντικό, γιατί είναι άμεσα συνυφασμένο με μια θεμελιακή αρχή της καλλιτεχνικής πρακτικής. Συνήθως, όμως, όταν μιλάμε για λογοκρισία νομίζουμε ότι είναι μια παρέμβαση από το κράτος, τον εισαγγελέα, τον υπεύθυνο πολιτικό προϊστάμενο: τα κέντρα εξουσίας, δηλαδή. Αυτό δεν ισχύει στα δυτικά δημοκρατικά κράτη ή ισχύει σπανίως. Στην Ελλάδα όλα τα περιστατικά λογοκρισίας που είχαμε τα τελευταία χρόνια ήταν περιπτώσεις πολιτικής πίεσης εχθρικών προς την έννοια της κοινωνίας των πολιτών. Μιλάμε για λογοκρισία αλλά στην ουσία μιλάμε για μια πολιτική αντιπαράθεση επί συγκεκριμένων επίμαχων θεμάτων που είναι κάθε φορά σημαντικά για τον κοινωνικό και πολιτικό διάλογο, αλλά που σε κάποια ακραία στρώματα της κοινωνίας προκαλούν πόλωση: όπως είναι τα θέματα ταυτότητας, αυτοδιάθεσης του σώματος, LGBTQI+, τα θέματα μετανάστευσης, συμπεριληπτικότητας, και του ποιος/ποια έχει το δικαίωμα του ανήκειν, οι προκλήσεις των πολυ-πολιτισμικών κοινωνιών, η εξάλειψη του συνειδητού και κυρίως ασύνειδου κακοποιητικού λόγου που κρύβει έμφυλες ή φυλετικές ιεραρχήσεις, η ανεξιθρησκία, η ιστορική «αλήθεια» κ.τ.λ. Σε όλα αυτά τα θέματα και σε πολλά ακόμη το ΕΜΣΤ θα έχει, όπως έχω πει, κοινωνικό και παιδαγωγικό ρόλο, όπως έχει η τέχνη. Αυτό φυσικά πρέπει να γίνεται με προσοχή και σεβασμό και χωρίς να προκαλεί άσκοπα, χωρίς δηλαδή εντυπωσιοθηρική διάθεση. Τέλος, να πω ότι κανένα δημοκρατικό πολίτευμα δεν είναι τέλειο – η δημοκρατία είναι πάντα εν εξελίξει – αλλά ότι πιστεύω ακόμα στη στιβαρότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος στις περισσότερες χώρες στην Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Οπότε η σύντομη απάντηση είναι: όχι, δεν ανησυχώ».