Ακόμη και οι θεωρίες συνωμοσίας κάνουν «κοιλιά». Και χρειάζονται ένα δυνατό γκαγκ, όπως εκείνα του βωβού κινηματογράφου, για να επανέλθουν στη επικαιρότητα. Αυτή τη φορά ο Σεργκέι Λαβρόφ έμοιαζε να ξεπερνά τους καλύτερους κονφερασιέ του είδους. «Και τι σημαίνει αν ο Ζελένσκι είναι Εβραίος;» ρώτησε τον ιταλό δημοσιογράφο Τζουζέπε Μπρίντιζι στο κανάλι Zona Bianca. «Αυτό δεν αφαιρεί τίποτα από τον ναζιστικό χαρακτήρα της Ουκρανίας. Και ο Χίτλερ ήταν εβραϊκής καταγωγής. Και ο ίδιος ο εβραϊκός λαός, άλλωστε, λέει ότι οι μεγαλύτεροι αντισημίτες είναι, ακριβώς, οι ίδιοι οι Εβραίοι».
Οι λέξεις που χρησιμοποίησε δεν έχουν καμία πρωτοτυπία: «ήταν», «λέει», «είναι», «Εβραίοι». Προέρχονται από το χρονοντούλαπο με τα αρχαϊκά δόγματα της ημιμάθειας, του ανορθολογισμού και της αντιδραστικότητας. Στο στιγμιότυπο αυτό ο Λαβρόφ δεν διαφέρει καθόλου από τους όπου γης συνωμοσιολόγους: αυτούς που διαφημίζουν την πραμάτεια τους από τα πηγαδάκια της Ομόνοιας και της Αριστοτέλους έως τους ούγγρους ή τους γάλλους ομοϊδεάτες τους. Από τον υφέρποντα αντισημιτισμό στην εγχώρια τηλεοπτική ζώνη του λυκόφωτος έως τους γκουρού πάσης φύσεως που αρέσκονται να συνδέουν τα άκρα σε μαλλιαρές αναλύσεις ή αναρτήσεις ισαποστακισμού.
Οι θεωρίες που απομάκρυναν τον Αδόλφο Χίτλερ από το ιστορικό πλαίσιο, για να τον «προσαρμόσουν» στα μέτρα και σταθμά διαφορετικών ιδεολογιών, είναι μια ιστορία τόσο παλιά όσο και η μεταπολεμική συναίνεση. Ο αγώνας, δηλαδή, για να μετατραπεί το τραύμα – της Γερμανίας αρχικά – σε εμπειρία για όλη την ήπειρο. Ο ηγέτης της ναζιστικής Γερμανίας έγινε συνώνυμο του μεταφυσικού Κακού, χωρίς άλλες εξηγήσεις, τη στιγμή που η Ευρώπη χρειαζόταν τον καταγωγικό ορθολογισμό της, ακριβώς για να μη βουτήξει δύο φορές στο ίδιο ποτάμι. Στον «Χίτλερ της ιστορίας» (εκδ. Ενάλιος, 1999, μτφ. Γιώργος Κουσουνέλος) ο ουγγρικής καταγωγής Τζον Λούκατς απορρίπτοντας τη δαιμονοποίηση του Αδόλφου τοποθετεί με προσοχή στο ιστορικό πρόσωπο όσες ψηφίδες διαθέτει. Αξιολογεί τους προγενέστερους ιστοριογράφους που επιχείρησαν κάτι αντίστοιχο, επισημαίνει τους κινδύνους ακόμη και στην «επιλογή των λέξεων» και στη συνέχεια σκιαγραφεί με συναρπαστικό τρόπο τον άνθρωπο, ο οποίος «είχε μάθει πώς να μισεί», σύμφωνα με μια περιγραφή του Γκέμπελς.
Ψυχαναλυτικές ερμηνείες
Ο Αλαν Μπούλοκ στο «Hitler and Stalin: parallel lives» (1998, β’ έκδοση) αναφέρεται ήδη στην αρχή στις θεωρίες που παρουσιάζουν τον Χίτλερ σαν θύμα κακών γονιών, προεκτάσεις της προσπάθειας να παρουσιαστεί σαν ένα θύμα ψυχικής ασθένειας. «Προσέλκυσε όπως ήταν αναμενόμενο το ενδιαφέρον των ψυχιάτρων, οπότε αρκετές μελέτες έδιναν βαρύτητα στη σχέση του με μια υπερπροστατευτική μητέρα και έναν δεσποτικό πατέρα… Οι περισσότεροι ιστορικοί, ωστόσο, δυσκολεύονταν να αναγνωρίσουν ως αξιόπιστες τις ψυχολογικές «εξηγήσεις» περί Χίτλερ για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η έλλειψη βάσιμων αποδείξεων, έτσι ώστε ο ψυχίατρος να προσφεύγει σε εικασίες και επιχειρήματα μέσα από αναλογίες. Ο δεύτερος είναι ότι ακόμη και αν μας βοηθά να περιγράψουμε τον Χίτλερ (ή τον Στάλιν) ως άνθρωπο που υπέφερε από τις ψευδαισθήσεις του ψυχοπαθούς, του σχιζοφρενικού ή μιας παρανοϊκής προσωπικότητας, πώς μπορούμε να διαχωρίσουμε τις συνήθεις παρενέργειες τέτοιων φαινομένων, όπως αυτές που αντιμετωπίζουν οι ψυχίατροι στην καθημερινή πρακτική τους, από το ασυνήθιστο μέγεθος του Χίτλερ (και του Στάλιν) μεταπλάθοντας τις ψευδαισθήσεις του σε τρομαχτική πραγματικότητα;».
Ο ερευνητικός δημοσιογράφος Ρον Ροζενμπάουμ, από την άλλη, συγκεντρώνει στο εξαιρετικά διαφωτιστικό «Ερμηνεύοντας τον Χίτλερ» (εκδ. Κέδρος, Ντενίζ Ρώντα, 2001) σχεδόν όλες τις κατά καιρούς θεωρίες – και τις ψυχαναλυτικές -, που επιχείρησαν να ερμηνεύσουν το «mysterium tremendum», το τρομακτικό μυστήριο της χιτλερικής φύσης. Θυμίζει και αυτός στην αρχή την ερμηνεία του Εριχ Φρομ το 1973 ότι ο Χίτλερ ήθελε να τιμωρήσει τους Γερμανούς – και όχι τους Εβραίους! – για να τιμωρήσει τη μητέρα του, την υπόθεση της εγκεφαλίτιδας (η «χαρισματική» πολιτική περσόνα οφειλόταν σε λανθάνουσα ασθένεια) και την υπόθεση της σύφιλης (Σάιμον Βίζενταλ), την οποία δήθεν κόλλησε από εβραία πόρνη. Μία άλλη διαδεδομένη ερμηνεία ήταν εκείνη του «μάγου» που σαγηνεύει τα πλήθη, του οραματιστή χειραγωγού, την οποία επικαλείται, για παράδειγμα, ο Χιου Τρέβορ Ρόπερ στο «Χίτλερ – οι τελευταίες ημέρες» (Ιωλκός, 2005, μτφ. Στέλιος Χουρμουζιάδης).
Σεξουαλικότητα
Αρκετά νωρίς, άλλωστε, είχαν προκύψει – για να επεκταθούν και εκτός Γερμανίας – οι απόπειρες των αναλυτών να εξηγήσουν την πολιτική μοχθηρία του Χίτλερ ως απότοκο ανώμαλης σεξουαλικής υπόστασης. Ηδη στις 19 Ιανουαρίου 1934 δημοσιεύεται στον «Spectator» το δοκίμιο του Ρόντνι Κόλιν με τίτλο «Ο χιτλερισμός ως σεξουαλικό πρόβλημα». Το 1943 η αναφορά του Γουόλτερ Λάνγκερ για το αμερικανικό Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (OSS) αναφέρει ότι η σεξουαλική ψυχοπαθολογία του Χίτλερ ήταν εξαιρετικά διαστροφική και εκδηλωνόταν, αφενός, στη σχέση του με τη ετεροθαλή ξαδέρφη του Γκέλι Ράουμπαλ – η οποία βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμα του Μονάχου – και, αφετέρου, ως η πηγή της εγκληματικής πολιτικής, καθώς τον «απομόνωνε από τη φυσιολογική αγάπη των ανθρώπων». Στο ίδιο πλαίσιο, σημειώνει ο Ροζενμπάουμ: «Είναι κωμικά δυσανάλογη η προσοχή, η βαρύτητα και η ισχύς που έχει αποδοθεί στα γεννητικά όργανα του Χίτλερ εν γένει και, ειδικότερα, στον υποτίθεται απόντα όρχι του… σαν ένας παραλληλισμός με την επίμονη προσπάθεια να βρεθεί κάποια τρομακτική, ιδιοσυγκρασιακή ανωμαλία στον άνθρωπο Χίτλερ, έτσι ώστε να εξηγηθεί το μέγεθος των εγκλημάτων του σαν μια ανωμαλία της φύσης, παρά σαν κάτι που προέκυψε από τη «φυσιολογική» ανθρώπινη φύση, που μοιραζόμαστε κατά τ’ άλλα με τον Χίτλερ».
Από την ανθολόγηση με τις ερμηνείες για τον ρόλο του Χίτλερ δεν θα μπορούσε να λείπει το μπεστ σέλερ του Ντάνιελ Γκολντχάγκεν «Πρόθυμοι δήμιοι: οι εκτελεστές του Χίτλερ» (εκδ. Terzo Books, μτφ. Τάσος Ρόκας, 1998, εξαντλημένο). Ηδη την εποχή που κυκλοφόρησε (1996) ιστορικοί και αναλυτές στον γερμανικό Τύπο είχαν επικρίνει τον συγγραφέα ότι επαναφέρει στο προσκήνιο την ιδέα του δαιμονικού «γερμανικού εθνικού χαρακτήρα» για να εξηγήσει το Ολοκαύτωμα ως το αναπόφευκτο προϊόν μιας ελαττωματικής τευτονικής ψυχοσύνθεσης.
Το κεντρικό επιχείρημα του Γκολντχάγκεν, σημειώνει ο Ροζενμπάουμ (σελ. 549), είναι ότι «την εποχή που ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία, δηλαδή το 1933, ο φυλετικός αντισημιτισμός της Γερμανίας «κυοφορούσε ήδη το έγκλημα»… Τα σπέρματα της γενοκτονίας υπήρχαν στη γερμανική ψυχή εδώ και αιώνες, σπαρμένα από ένα ιδιαίτερο είδος γερμανικής φιλολογίας του μίσους. Ο Γκολντχάγκεν ονομάζει αυτό το ρεύμα «εξαλειπτικό αντισημιτισμό»». Το συμπέρασμα δεν αργεί να δραπετεύσει από το λυχνάρι: «Η θεωρία του εξαλειπτικού αντισημιτισμού τείνει, έμμεσα αλλά αναπόδραστα, να απαλλάξει από την ευθύνη εκείνους τους παράγοντες που εξαιρεί από την πρωτεύουσα θέση: τον χριστιανικό αντισημιτισμό, την πολιτισμική εχθρότητα των Ευρωπαίων απέναντι στους Εβραίους, και το Ναζιστικό Κόμμα (που, σύμφωνα μ’ αυτή την άποψη, δεν είναι τόσο ο σατανικός υποκινητής του μίσους των Γερμανών όσο ο υπάκουος υπηρέτης των σατανικών επιθυμιών ενός λαού με προδιάθεση προς το Κακό). Ακόμη κι ο Χίτλερ, ως ένα σημείο, απαλλάσσεται των ευθυνών του. Αν η Γερμανία κυοφορούσε το έγκλημα, αυτή η εγκυμοσύνη δεν ήταν δική του σύλληψη· εκείνος απλώς έφερε τις ζεστές πετσέτες και το βραστό νερό, για να βοηθήσει στον τοκετό».
Τα «Πρωτόκολλα» και το μπούνκερ
Διαφορετικής στόχευσης είναι το βιβλίο «The Hitler conspiracies – The Third Reich and the paranoid imagination» (εκδ. Allen Lane, 2020) του επίσης κορυφαίου ιστορικού Ρίτσαρντ Εβανς. Σε αυτό υποβάλλει σε έρευνα πέντε διαδεδομένες θεωρίες συνωμοσίας πριν και μετά τη ναζιστική περίοδο: ότι οι Εβραίοι εξύφαιναν σχέδιο ανατροπής του δυτικού πολιτισμού μέσω των «Πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών», ο γερμανικός στρατός «μαχαιρώθηκε πισώπλατα» από τους σοσιαλιστές και τους Εβραίους το 1918, οι Ναζί πυρπόλησαν το Ράιχσταγκ για να ανεβούν στην εξουσία, ο Ρούντολφ Ες πέταξε στη Βρετανία μεταφέροντας μήνυμα ειρήνης του Χίτλερ και ότι ο Αδόλφος δραπέτευσε από το μπούνκερ καταφεύγοντας στη Λατινική Αμερική. «Ενα βιβλίο ιστορίας», σημειώνει ο Εβανς, «αλλά για την εποχή της «μετα-αλήθειας» και των «εναλλακτικών γεγονότων». Ενα βιβλίο για τη δική μας ταραχώδη εποχή».