Διαρκή αιτήματα για μείωση της εξεταστέας ύλης στα σχολεία απευθύνουν εκπαιδευτικοί και επιστημονικές Ενώσεις της χώρας. Ειδικά δε στα Λατινικά, που επιστρέφουν φέτος στην εξέταση των Ανθρωπιστικών σπουδών, φαίνεται ότι αν δεν περικοπεί η ύλη (ή τουλάχιστον η εισαγωγή του σχολικού βιβλίου που είναι πλήρης ονομάτων και ημερομηνιών), είναι πιθανό να έχουμε δυσάρεστες εκπλήξεις στα αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων το καλοκαίρι.
Στην ίδια κατεύθυνση, έκκληση προς το υπουργείο Παιδείας για μείωση της ύλης απευθύνει και η Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων (ΠΕΦ). Παράλληλα, ζητάει να μην εφαρμοσθεί φέτος ο θεσμός της «Τράπεζας θεμάτων» αναφέροντας ότι λόγω της «δύσκολης κατάστασης που βίωσαν και βιώνουν οι μαθητές μας πρέπει να αποσυρθεί η εφαρμογή του θεσμού, επιτρέποντας στους εκπαιδευτικούς να ολοκληρώσουν οι ίδιοι τη διδακτική διαδικασία, της οποίας σημαντικό μέρος είναι η αξιολόγηση».
Το υπουργείο Παιδείας από την πλευρά του συνεχίζει να στέλνει εγκυκλίους στα σχολεία ζητώντας ολοκλήρωση της ύλης και αναφέροντας ότι εάν κάτι τέτοιο δεν γίνει σε κάποια σχολεία, υπεύθυνοι είναι οι εκπαιδευτικοί τους.
Από την πλευρά της, η ηγεσία της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων δηλώνει ότι «τα δύο τελευταία σχολικά έτη η ολέθρια πανδημία δημιούργησε μεγάλα προβλήματα στην ομαλή εξέλιξη της διδασκαλίας στα σχολεία όλης της χώρας. Η τηλεκπαίδευση, παρά το γεγονός ότι στην αρχή, τουλάχιστον, υπήρξε ‘αναγκαίο κακό’, είναι φανερό ότι απέτυχε».
«Η δια ζώσης διδασκαλία και ο ρόλος του εκπαιδευτικού, όπως αποδείχτηκε, είναι προϋποθέσεις αναντικατάστατες για την ουσιαστική θεμελίωση της γνώσης. Ήταν, επομένως, αναπόφευκτο οι μαθήτριες και οι μαθητές μας να ξεκινήσουν τη νέα σχολικά χρονιά με μαθησιακά κενά τα οποία θα έπρεπε να καλυφθούν» τονίζουν οι φιλόλογοι.
«Στις δυσμενείς αυτές συνθήκες, που δημιούργησε η πανδημία, πρέπει να συνυπολογισθεί το χρόνιο πρόβλημα της απώλειας διδακτικών ωρών εξαιτίας της έλλειψης του αναγκαίου διδακτικού προσωπικού. Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι η κάλυψη μιας απέραντης διδακτέας ύλης δεν είναι μόνον πρακτικά ανέφικτη, αλλά προσκρούει στη θεμελιώδη αρχή της Διδακτικής, την αφομοίωση. Και δεν είναι μόνον αυτό. Για να καλυφθεί η εξεταστέα ύλη, περιθωριοποιούνται τα μη εξεταζόμενα μαθήματα, ενώ ζητείται από τους εκπαιδευτικούς να ‘δανειστούν’ ώρες από τα δευτερεύοντα, κατά την κρίση των υπευθύνων, γνωστικά αντικείμενα».
« Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά την ουσιαστική κατάργηση της γενικής παιδείας» δηλώνουν οι επιστήμονες της Ένωσης κάνοντας μια ακόμη έκκληση προς το υπουργείο Παιδείας. «Τέλος, πιστεύουμε ότι είναι απαράδεκτο να θεωρούνται προσωπικά υπεύθυνοι οι εκπαιδευτικοί για την ολοκλήρωση την ύλης, όταν καλούνται απλώς να διεκπεραιώσουν, μέσα σε ένα ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο, τη διδασκαλία, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους τις μαθησιακές ανάγκες των μαθητών τους αλλά και τις ιδιαιτερότητες του κάθε γνωστικού αντικειμένου. Με λίγα λόγια, για να προσαρμοστούν στις επιταγές του υπουργείου, θα πρέπει να αυτοκαταργηθούν ως επιστήμονες και ως παιδαγωγοί».
«Η κατάσταση γίνεται δυσκολότερη με τη λειτουργία της Τράπεζας Θεμάτων για την Α΄ και Β΄ Λυκείου, η οποία δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. Η άνθιση της παραπαιδείας, η ανισότητα μεταξύ των μαθητών, η τυποποίηση της διδασκαλίας, η περιθωριοποίηση του εκπαιδευτικού είναι ορισμένες από τις αρνητικές επιπτώσεις της Τράπεζας Θεμάτων. Στο σημείο αυτό θέλουμε απερίφραστα να δηλώσουμε ότι θεωρούμε τον εκπαιδευτικό ως τον κατεξοχήν υπεύθυνο για τη διατύπωση των θεμάτων, αφού αυτός γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα τις ιδιαιτερότητες και το επίπεδο των μαθητών του» καταλήγουν.