Ο θάνατος του Ζακ Κωστόπουλου συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία.
Από τη μια, η πρωτοφανής βαναυσότητα των ανθρώπων που τον χτυπούσαν με μένος, ενώ ήταν προφανές ότι κανένα κίνδυνο δεν αποτελούσε.
Από την άλλη, η επίγνωση ότι επρόκειτο για έναν άνθρωπο με σημαντική δημόσια δράση ως ακτιβιστής της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας και των οροθετικών ανθρώπων.
Ήταν αυτή η αίσθηση ότι πίσω από αυτόν τον βάναυσο θάνατο υπήρχε η βαριά σκιά ενός βαθιά ριζωμένου κοινωνικού ρατσισμού, που κινητοποίησε χιλιάδες ανθρώπους και προκάλεσε όλη τη φόρτιση γύρω από αυτή την υπόθεση.
Αιτία της οργής και της αγανάκτησης ήταν και ο τρόπος που είδαν χιλιάδες άνθρωποι την αντιμετώπιση και από τους αστυνομικούς ενός βαριά τραυματισμένου ανθρώπου, μια αντιμετώπιση που σίγουρα δεν ήταν αυτή που αναλογούσε στην κατάστασή του.
Όλα αυτά γέννησαν σε χιλιάδες ανθρώπους ένα αίτημα δικαιοσύνης.
Προφανώς και θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η πραγματική δικαιοσύνη, αυτή, δηλαδή, που αφορά το πώς οι κοινωνίες μας μπορούν να γίνουν πιο δίκαιες, πιο ανθρώπινες και αλληλέγγυες και λιγότερο κανιβαλικές, δεν αφορά ούτε πρωτίστως ούτε κυρίως τα δικαστήρια, αλλά τους θεσμούς και την κοινωνική οργάνωση.
Όμως, παίζουν και οι αποφάσεις των δικαστηρίων τον ρόλο τους.
Διαμορφώνουν όρια ως προς το ποιες συμπεριφορές είναι αποδεκτές και ποιες όχι.
Στέλνουν μηνύματα και προειδοποιήσεις για την αποτροπή παραβατικών συμπεριφορών.
Ορίζουν και αυτές το τι θεωρούμε δίκαιο και τι άδικο συνολικά στη ζωή μας.
Και αυτό εξηγεί γιατί έχει μια σημασία να ακούσουμε την οργή που σήμερα εκφράζεται για την απαλλαγή των αστυνομικών σε αυτή την υπόθεση.
Προφανώς και οι δικαστικές αποφάσεις δεν λαμβάνονται ούτε δια βοής, ούτε μέσω δημοσκόπησης.
Όμως, θα πρέπει να μπορούν να ικανοποιούν το «αίσθημα δικαίου» μιας κοινωνίας που έχει ανάγκη να αισθανθεί ότι μπαίνουν κάποιοι φραγμοί στην βαναυσότητα.
Σε όλες τις παραλλαγές της.