Την περασμένη Δευτέρα ο αμερικανός υπουργός Αμυνας Λόιντ Οστιν προχώρησε, μετά το πέρας της επίσκεψης-αστραπή που πραγματοποίησε στο Κίεβο μαζί με τον επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Αντονι Μπλίνκεν, σε μια δήλωση που τοποθετεί σε άλλη βάση τον στόχο της Ουάσιγκτον στην Ουκρανία. Πλέον, ο στόχος αυτός είναι η αποδυνάμωση της Ρωσίας σε βαθμό που να μη διαθέτει την ισχύ να εισβάλει σε άλλη γειτονική της χώρα. Εκ πρώτης όψεως, η δήλωση αυτή δεν υπερβαίνει όσα είχε πει στο πρόσφατο παρελθόν ο πρόεδρος Μπάιντεν, ότι δεν θα εμπλακούν αμερικανικά στρατεύματα στη σύρραξη, όχι όμως και τη θέση ότι δεν επιθυμεί να τη μετατρέψει σε αμερικανορωσική αντιπαράθεση.
Οσοι πιστεύουν ότι ο πόλεμος που ξεκίνησε με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου θα τελειώσει σχετικά γρήγορα θα ήταν καλό να αναθεωρήσουν την άποψή τους. Με τον τρόπο που εξελίσσεται η κατάσταση, το τέλος του πολέμου δεν φαίνεται – μόνο «ομίχλη» υπάρχει μπροστά. Η μόνη βεβαιότητα είναι ότι όλο και περισσότερα όπλα θα συγκεντρωθούν στο ουκρανικό έδαφος, καθώς η επιλογή στην οποία κατατείνει η Ουάσιγκτον είναι πως πριν από οποιαδήποτε διαπραγμάτευση το Κίεβο πρέπει να έχει ενισχύσει τη θέση του, όσο αυτό είναι εφικτό.
Πώς θα μοιάζει όμως η επόμενη ημέρα; Και τι ακριβώς επιζητεί η Δύση στην Ουκρανία; Πριν από μερικές ημέρες, μία από τις ψύχραιμες φωνές αναλυτών στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο πρόεδρος του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (Council for Foreign Relations – CFR) Ρίτσαρντ Χάας έγραψε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο επί αυτού του ζητήματος στην ιστοσελίδα του περιοδικού «Foreign Affairs».
Ο Χάας τονίζει ότι «οι στόχοι της Δύσης είναι λιγότερο ξεκάθαροι» σε σχέση με τη δεύτερη φάση των ρωσικών επιχειρήσεων που εστιάζουν πλέον στην κατοχύρωση εδαφικών κερδών στην Ανατολική και τη Νότια Ουκρανία. Κατά την άποψή του, η συζήτηση σε αυτή τη φάση εστιάζεται κυρίως στα μέσα, όπως – και κυρίως – στην ποσότητα και την ποιότητα των οπλικών συστημάτων που θα παραχωρηθούν στην Ουκρανία. «Ελάχιστα έχουν ειπωθεί για το τι θα πρέπει να παραχωρήσει κάθε πλευρά ώστε να τερματιστεί ο πόλεμος. Επίσης, δεν έχει ειπωθεί αν ένα τέλος στη σύρραξη θα πρέπει να επισημοποιηθεί με μία συνθήκη που θα υπογραφεί από τη Ρωσία και την Ουκρανία ή απλώς θα γίνει αποδεκτή ως πραγματικότητα» σημειώνει ο αμερικανός αναλυτής.
Ισως ο μεγαλύτερος κίνδυνος σε αυτή τη φάση της σύρραξης να μην είναι ένα πυρηνικό χτύπημα εκ μέρους της Ρωσίας, όπως πολλοί φοβούνται. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα μπορούσε να συμβεί – ιδιαίτερα αν η ρωσική πλευρά αισθανθεί τόσο πολύ στη γωνία. Το χειρότερο θα ήταν να πληγεί κάποιο φορτίο όπλων προς την Ουκρανία ή και κάποιου είδους υποδομή στην οποία να βρίσκονται δυτικοί στρατιωτικοί σύμβουλοι. Σε αυτή την περίπτωση, ίσως να εισέλθουμε σε έναν δρόμο χωρίς επιστροφή.
Ο Χάας επισημαίνει ότι καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες διαμορφώνουν τη στρατηγική τους στο Ουκρανικό, θα πρέπει να έχουν στο μυαλό τους δύο μαθήματα από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Το πρώτο ήταν η αποφυγή ευθείας σύρραξης με τη Σοβιετική Ενωση αν δεν απειλούνται ζωτικά τους συμφέροντα. Το δεύτερο ήταν η αποδοχή μίας έκβασης που μπορεί να μην ήταν η ιδανική, ώστε να αποφευχθεί η απειλή των σοβιετικών ζωτικών συμφερόντων. Αυτό το δεύτερο σημείο αναδεικνύεται τώρα μείζονος σημασίας. Οσο η σύγκρουση παρατείνεται και βαθαίνει, η ψυχραιμία και το «κρύο αίμα» πρέπει να επικρατήσουν των συναισθημάτων.