Όσες φορές θέλω κι εγώ να καταγγείλω τα «κακώς κείμενα» -ενώ το κείμενο με ενδιαφέρει- βρίσκομαι μπροστά στο εξής παράδοξο: τον δημοσιογράφο, που ξέρει πρόσωπα και πράγματα και τα καταγγέλλει, τον παρακάμπτω γιατί ξέρει, αλλά δεν «ξέρει» τις λέξεις -ως εάν ό,τι γράφει να ανταποκρίνεται απόλυτα στην πραγματικότητα.
Την ίδια όμως στιγμή – και για τον ίδιο λόγο – τον ζηλεύω και αντίθετα, κακίζω τον ποιητή που, όταν δημοσιογραφεί, έχει το νου του στο «πώς» και όχι στο «τι» γράφει.
Σαρκάζει και αναστενάζει που δεν του βγήκε τάχα ο ρυθμός, ενώ άλλο είναι το ζήτημα. Μακριά από συμβατικές σημασίες, αυτός ο αυτάρεσκος μαιτρ της γλώσσας, τελικά δεν επικοινωνεί. Ποιος να τον πάρει τότε σοβαρά; Η γλώσσα; Μα ενδιέφερε ποτέ τη γλώσσα η πραγματικότητα;
Αν τώρα στα γραφόμενά του προστεθεί και η ειρωνεία που διαθέτει, οι παρατηρήσεις του επί του πρακτέου χάνονται από ό,τι θα τους είχε εξασφαλίσει την αναγνωσιμότητα: η πολυλογία.
«Ένα μόνο πράγμα όμως έχει σημασία, μία μόνο λέξη.
Αν μιλάμε, είναι επειδή δεν την βρήκαμε».
Την σοφή αυτή διαπίστωση, την αγνοεί πρώτος ο ποιητής.