Ποτέ δεν ησυχάζουμε με τον άλλον απέναντι, είμαστε θηρία. Γι’ αυτό προτιμώ τα ξαπλωμένα πλάσματα. Τη διαθέσιμη θέρμη του σώματός τους, το γαλήνιο προσωπείο και τον ονειρευόμενο νου, την απρόσβατη εκκλησία. Στα σκαλοπάτια της κόβω βόλτες.
Ερχεσαι και κάθεσαι στην άκρη. Ακούς την αναπνοή μου. Με κρυφακούς. Κάνεις εις βάρος μου την εφησυχαστική θεραπεία της αύρας και της ενδοσκόπησης όπως ο Μαρσέλ προ της κοιμωμένης Αλμπερτίν.
Ερχεσαι και κάθεσαι. Νομίζεις πως δεν ακούω τη λεηλασία; (*)
Τα γραπτά της κλίνης είναι πάντα πιο χαλαρά, ανοιχτά στη συζήτηση, μπορώ να εισχωρήσω και να επεκταθώ, μπορώ να απλώσω το χέρι μου και να τσακώσω το χέρι που γράφει. Εκτός κι αν η κλίνη είναι προκρούστεια – του νοσοκομείου ή του εφιάλτη – οπότε το χέρι που γράφει, με τσακώνει.
Από τα αγαπημένα μου βιβλία του Γιώργου Βέλτσου, τα Πρωτόκολλα Ονείρων και η Ησυχία, συνομιλούν μεταξύ τους από διπλανά κρεβάτια, του ύπνου και της νοσηλείας αντίστοιχα: η απαραμείωτη ζωή και η φθορά της.
Πώς θα μπορούσα να μιλήσω για αυτά αν όχι με τον δικό τους τρόπο, συνειρμικά και χωρίς εκ των υστέρων ραφές – ή μήπως να γράψω ράμματα για να μπω στη γούνα τους…
Κι ας έχει μεταλάβει του κόσμου τις γνώσεις, σε ένα πράγμα είναι αυθεντία ο ποιητής. Στον εαυτό του. Γνωρίζει το σώμα του και τον κόσμο που κουβαλά, καλύτερα από τον καθένα. Γι’ αυτό η γραφή τείνει με τον χρόνο στην εξομολόγηση. Μάρτυς το κοινό.
Υπτιος, χωρίς σύνεργα γραφής, ο Βέλτσος καταφεύγει στην οικονομία. Συμπύκνωση σε εικόνα από τη μια, πυκνός αποφθεγματικός λόγος, εύκολος στην καταγραφή από την άλλη. Οταν δεν έχεις όπλα, επινοείς κόλπα.
Ονειρεύεται ή σκέφτεται; Από την όχθη της αιωνιότητας ο ονειρευόμενος διασκεδάζει τους φόβους αντικαθιστώντας τους με γνώριμους, παλιότερους. Από την όχθη των θνητών ο σκεπτόμενος επιστρατεύει κυνισμό και αρχέγονες δυνάμεις, δρασκελίζει ανάποδα τη φυλογένεση των όντων.
Επιβιώνω από αυθάδεια. Εξελίσσομαι, διότι η ρήξη μεταξύ είδους και μνήμης υπήρξε, στην περίπτωσή μου, η μόνη διέξοδος.
Κρυψόρχις ναι, κρυψίνους ουδέποτε. (*)
Πιάνει δουλειά στο κρεβάτι του πόνου, ανυπομονώντας για την παραβίαση. Επιθυμεί τον τεμαχισμό του, τον διαμελισμό του ιδίοις χερσί στην άκρη του γκρεμού, πάνω από το ανοιγμένο καπώ. Μηχανικός του εαυτού του ο ίδιος, να σκύψει, να ξεδιαλέξει, να (ανα)δείξει θριαμβευτικά τα ευρήματα, τ’ αφάλια των τροχών, τα σιδερόκαρφα των ατσαλιών, χολή, δωδεκαδάκτυλο, πλεμόνι… Μπλεγμένος μες στ’ άλυτα λουριά του, να διακρίνει τι νοήματα παράγονται και πώς, ποια ύφανση, ποια μηχανολογία τα συνδέει. Επιθυμεί να τα ξεφορτωθεί, να διανείμει στο κοινό σαν ανθοδέσμες νυφικές τα κομμάτια του, να αναπαραχθούν στα (αμφι)θέατρα. Επιχειρεί τα νεύματα μέσω γραφής. Αλλά η ν-ο-ηματουργία επιμένει, παράγεται χωρίς σταματημό, ακόμα και στο χειρουργικό τραπέζι. Δείκτης υγείας άραγε ή αθεράπευτης αδυναμίας;
Επιπλέον, δεν είναι αυτό που έπαθα, αλλά αυτό που έγραψα. (*)
Ο ποιητής της Ησυχίας μιλάει μέσω εκείνου του όντος που θεωρεί ότι του έχει ανατεθεί η λειτουργία του ναού, που μουρμουρίζει ξάγρυπνος ανάμεσα σε άλλα και λόγια ξεδιάντροπα, χωρίς να συμμερίζεται το δέος του αναγνώστη. Είναι το ίδιο ον που προαναγγέλλει ωμά τον θάνατο σαν τιμωρία του λάθους – η βεβαιότητα του θανάτου μας οφείλεται στην εμμονή του. Ο ποιητής των Ονείρων από την άλλη, στρέφεται απαθής στον εκρηκτικό, πολυδύναμο κόσμο του, ένας λάτρης της φαντασμαγορίας του σινεμά.
Αραγε ονειρευόμαστε ελεύθερα; Και αν ναι, πόσο; Οσο αντέχει ο καθένας, φαντάζομαι, γιατί τα όνειρα είναι τεχνάσματα που λένε μια αλήθεια. Και η αλήθεια, εννιά στις δέκα, είναι ανυπόφορη. Ο Βέλτσος ονειρεύεται με εξοργιστική ελευθερία και εκθέτει τα όνειρά του, σαν να έχει ήδη γλιτώσει από την επιρροή τους, σαν να μη δύναται ούτε κι αυτή η έκθεση να τον πλήξει.
Είναι ανυπολόγιστη η δύναμη του ασυνειδήτου. Αυτό που ονομάζουμε σκέψη, αυτό που μπορεί να μεταφερθεί με τη γλώσσα δεν είναι παρά η ελάττωσή του, η συμμόρφωσή του στους νόμους της γραμματικής και του συντακτικού. Σκοπίμως ο Βέλτσος δεν χάνει χρόνο στην αναπαραγωγή μέσω λογοτεχνικών χρωματισμών. Δεν επιθυμεί να μεταφέρει κανένα συναίσθημα, δεν επιχειρεί καμία ερμηνεία, δεν συμπληρώνει κενά. Γράφει ένα σενάριο, τον αναγκαίο και λειτουργικό σκελετό, και επαφίεται στη σκηνοθετική-ερμηνευτική δεινότητα του αναγνώστη.
Δεν πρόκειται για δύο-τρία μοτίβα όπως στα όνειρα των περισσοτέρων. Η φαντασία του οργιάζει, σκαρώνει αλλεπάλληλα νούμερα: αναμετρήσεις, ταυτοποιήσεις, τακτοποιήσεις, σκέρτσα· συσχετισμοί δύναμης με χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Αν και ασυμμάζευτη, είναι αυτή, η φαντασία που βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Ενίοτε και με τον τρόπο της Κόζα Νόστρα…
Με κυνηγούν σκυλιά και δεν μπορώ να εκσπερματώσω. τρέχω στη λεωφόρο Συγγρού· στην Πάντειο μου επιφυλάσσουν τελετή επί τη αποχωρήσει μου. Στην αίθουσα τελετών έχουν μαντρώσει σκυλιά που με μυρίζουν. Αρχίζω να τα πυροβολώ ένα ένα στο κεφάλι. (**)
Κάθε νύχτα μια παράσταση. Η ζωή στο ασυνείδητο του Γιώργου Βέλτσου είναι ένα εξαίσιο μπουρλέσκ! Επώνυμοι «καλεσμένοι», από τον Σινόπουλο και τον Σταυρίδη μέχρι την Παπαρήγα και την Πατεράκη, αποκαλύπτουν το ταμπεραμέντο τους με μια κίνηση. Ο ονειρευόμενος ελίσσεται. Υποψιάζομαι ότι τελικά αποσπά από τον καθένα το μυστικό της δύναμής του. Ενας επιτήδειος κλέφτης, στον ύπνο του. (Φυλάξου…)
Στο σαλόνι του ξενοδοχείου Μον Ρεπό στο Λουτράκι, ο Νίκος Σταυρίδης, με λευκό σμόκιν και μαύρα κολλημένα μαλλιά με πλησιάζει, αλλά πρόκειται για τρομερή μουνάρα με ανδρικά. «Μα πόσων χρονών είστε;» τον ρωτώ. «Ογδονταεφτά» μου απαντά, και συνεχίζει το πρόγραμμα του κομπέρ στροβιλίζοντας πάνω απ’ το κεφάλι μου ένα εβένινο μπαστούνι. Δυσανασχετώ. Θέλω να σηκωθώ και εγώ να καταπλήξω την αίθουσα. Παρατηρώ πως είμαι ξεβράκωτος και βλέπω να μου φεύγουν σκατούλες στο γυαλισμένο παρκέ. Φοβάμαι μην τις πατήσει ο Σταυρίδης με τα λουστρίνια του και τις μαζεύω όπως όπως με χαρτομάντιλα. Τις απιθώνω ύστερα με τρόπο στο στρωμένο τραπέζι με τις λινές πετσέτες και τις πορσελάνες. Σηκώνομαι και χορεύω κλακέτες. (**)
* Ησυχία, Γιώργος Βέλτσος, εκδόσεις Περισπωμένη.
** Πρωτόκολλα Ονείρων, Γιώργος Βέλτσος, εκδόσεις Αγρα.
*Η κυρία Ευγενία Βάγια είναι ποιήτρια